Σκέψεις για την ασφυξία του πολιτικού συστήματος
Τάκη Βιδάλη
Εισαγωγικά
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου αποτέλεσαν την κορύφωση μιας διαρκούς υφέρπουσας δυσπιστίας απέναντι στο κύρος της έννομης τάξης, αλλά και στο πολιτικό σύστημα που τη διαμορφώνει και την εγγυάται.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια τη χρονική περίοδο από την οποία ξεκίνησε αυτή η δυσπιστία, σίγουρα όμως τα σημάδια υπάρχουν από το 2000 και έπειτα. Τουλάχιστον από τότε, το θέμα της «διαφθοράς» κυριαρχεί στην πολιτική επικαιρότητα και συντηρείται από την αποκάλυψη διαδοχικών σκανδάλων, με την ευθεία εμπλοκή πολιτικών από τα κόμματα εξουσίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι προσβολές της νομιμότητας επιχειρήθηκε να δικαιολογηθούν κυνικά από τους ίδιους τους ενεχόμενους πολιτικούς στο όνομα του κοινού ιδιωτικού συμφέροντος και επειδή «έτσι κάνουν όλοι».
Η αντίδραση των ηγεσιών των κομμάτων στα ακραία αυτά φαινόμενα προσέβαλε επίσης το κύρος των νόμων: οι ενεχόμενοι σε σκάνδαλα αποσύρονται για κάποιο διάστημα από το προσκήνιο, για να επιστρέψουν με την πρώτη ευκαιρία στο όνομα κάποιας «πανστρατιάς» της παράταξής τους. Η δικαιοσύνη, από την πλευρά της, απλώς δεν κινείται αναμένοντας αποφάσεις της Βουλής, που προς το παρόν δείχνει απρόθυμη να κατηγορήσει μέλη της.
Τους πρώτους μήνες του 2009 είχαμε φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στην καθημερινότητα με τυφλή βία, καταστροφές κ.λπ. από χούλιγκανς, που ενισχύουν την παραπάνω εντύπωση.
Η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στην ισχύ των νόμων δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να εξηγηθεί «βολονταριστικά» («κακοί κουκουλοφόροι», «ανίκανη αστυνομία», «ανήθικοι ή αδιάφοροι πολιτικοί»). Ο Δεκέμβριος έχει χαρακτηριστικά αυθεντικής κοινωνικής διαμαρτυρίας, ιδίως από την πλευρά της νεολαίας, επειδή οι αιτίες του είναι δομικές και δεν μπορούν να αναχθούν σε ατομικές συμπεριφορές.
Οι αιτίες αυτές εντοπίζονται τόσο σε εγχώριες θεσμικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες όσο – πολύ φοβάμαι – και σε ορισμένες ριζικές αμφιβολίες για την αξία του Συντάγματος και του δικαίου, που ξεπερνούν την ελληνική πραγματικότητα

Ι. Οι ελληνικές ιδιαιτερότητες
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει κυρίως να «ασφυκτιά», να μην μπορεί να παίρνει αποφάσεις και κυρίως να μεταθέτει ευθύνες. Αυτό, νομίζω, οφείλεται σε τρεις λόγους, έναν κοινωνικοπολιτικό και δύο θεσμικούς. Και οι τρεις ευνοούν την εξυπηρέτηση «μερικών» συμφερόντων από το πολιτικό σύστημα, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον όχι μόνον να υποβαθμίζεται, αλλά και να παραμένει απροσδιόριστο.

Ο κοινωνικοπολιτικός λόγος
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρέμεινε ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση δέσμιο των πελατειακών σχέσεων και μάλιστα των παραδοσιακών που εξακολουθούν να συντηρούν «πολιτικές οικογένειες». Η μεταπολιτευτική πολιτική τάξη καλλιέργησε αυτές τις σχέσεις της εξυπηρέτησης του «μερικού», χρησιμοποιώντας προσχηματικά τις «μεγάλες ιδεολογίες» (που για πρώτη φορά εμφανίσθηκαν να διέπουν τα κόμματα εξουσίας) ως προκαλύμματα «γενικού συμφέροντος» και κυρίως εκμεταλλευόμενη την απουσία κοινωνίας πολιτών (που σε άλλες κοινωνίες νοηματοδοτεί συγκεκριμένα το εκάστοτε γενικό συμφέρον, υποστηρίζοντας τους συνταγματικούς θεσμούς).
Στην πραγματικότητα «κόμματα αρχών» δεν λειτούργησαν ποτέ στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς ποτέ δεν τα ζήτησε η κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, η δημοκρατία ήταν εξ αρχής ευάλωτη, οι θεσμοί λειτουργούν κυριολεκτικά «στον αέρα» και η γνωστή αντίληψη περί της «άψογης λειτουργίας από τη μεταπολίτευση έως σήμερα» (που υιοθετήσαμε και ο Μάνεσης και εμείς…) απέχει από την πραγματικότητα.

Οι θεσμικοί λόγοι
Στο επίπεδο των θεσμών, μια αυταρχική ερμηνεία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (γνωστή από πολύ παλιά άλλωστε) εξακολούθησε να κυριαρχεί. Χαρακτηριστικό της είναι η απέχθεια προς τα «αντίβαρα» της εξουσίας. Η παρατήρηση του Α. Μάνεση για το «πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα», από διαπίστωση («είναι») μεταλλάχθηκε βαθμιαία σε κανόνα δικαίου («δέον»), σαν να μην υπάρχει ανάγκη «αντιβάρων». Το καθεστώς του παντοδύναμου (και ex officio χαρισματικού) πρωθυπουργού λειτούργησε αποτελεσματικά, όσο το πρόσχημα της συνεκτικής «μεγάλης ιδεολογίας» των κομμάτων εξουσίας δεν αμφισβητούνταν. Με την κρίση των μεγάλων ιδεολογιών από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, το πρόσχημα αυτό εξαφανίσθηκε και οι «μερικότητες» των «αυτοδύναμων» επαγγελματιών πολιτικών με πελατειακή ισχύ ήρθαν στο προσκήνιο. Έκτοτε, ο πρωθυπουργός (όχι μόνον ο νυν…) - που άλλοτε θα είχε την άνεση να αποφασίζει βάσει του γενικού συμφέροντος - έχει μετατραπεί σε «απλό προεδρεύοντα» ή, το πολύ, σε διαχειριστή κρίσεων, που εκδηλώνονται μεταξύ ισχυρών υπουργών ή παραγόντων της ιδιωτικής κοινωνίας. Η βαθμιαία ανάδυση του (συνήθως αδιαφανούς) ρόλου του πρωθυπουργικού γραφείου αποσκοπεί ουσιαστικά να καλύψει ένα διαφαινόμενο «κενό εξουσίας» στο υψηλότερο επίπεδο, κατά κανόνα χωρίς επιτυχία.
Το ίδιο το τυπικό Σύνταγμα αμφισβητείται έμπρακτα, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, με διαρκείς προσπάθειες αναθεωρήσεων και μια διάχυτη «συνταγματολογία» που αποδυναμώνει την αξιοπιστία της επιστημονικής ερμηνείας (ο ρόλος των συνταγματολόγων /πολιτικών συμβάλλει ιδιαίτερα σε αυτό). Στην Ελλάδα το Σύνταγμα φαίνεται να αντιμετωπίζεται κυρίως ως εργαλείο εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων, όπου δε προβάλλει ως νομικό κείμενο επιχειρείται η απαξίωσή του από την πολιτική τάξη (περίπτωση άρθρου 24). Η απόλυτη κυριαρχία (και η σταθερή εξύμνηση!) των συγκυριακών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών είναι εδώ κρίσιμη, κυρίως όσον αφορά την εμπέδωση της πεποίθησης ότι «όλα είναι διαπραγματεύσιμα»: η volonte de tous υπονομεύει σταθερά τη volonte generale, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον να μην βρίσκει καταφύγιο πουθενά στους θεσμούς.

ΙΙ. Η κρίση του συνταγματισμού
Πολύ φοβάμαι ότι στην «ασφυξία» του πολιτικού συστήματος μετέχει και ένα στοιχείο που μας ξεπερνά. Πρόκειται για μια βαθμιαία κρίση του συνταγματισμού, που επίσης λειτουργεί υπέρ των «μερικοτήτων», εμποδίζοντας αποφάσεις γενικού συμφέροντος και, συνακόλουθα, απαξιώνοντας το δίκαιο ως ρυθμιστική τάξη.
Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή οφείλεται:
- στην παγκοσμιοποίηση και άρα την υποχώρηση της κλασσικής έννοιας του (κατά Jellinek) «κράτους», που σημαίνει μια θεμελιώδη αδυναμία εφαρμογής «συνολικών» σχεδίων ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης (είτε με Συντάγματα είτε με πολιτικά προγράμματα είτε με «μεγάλες» ιδεολογίες)
- στην ανάδυση μιας νέας έννοιας «δημόσιου χώρου», στον οποίον αφενός οι «διαμορφωτές γνώμης» (ΜΜΕ κ.λπ.) διαδραματίζουν καίριο ρόλο και αφετέρου η ίδια η διαμόρφωση γνώμης είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην παραπλάνηση ή και στη βία, καθώς ο χειρισμός και η επεξεργασία της πληροφορίας αποδεικνύεται αδύνατον να ελεγχθεί (internet, αλλά και ταχύτατα διαδιδόμενη φημολογία, ιδίως στη διεθνοποιημένη αγορά)

Οι δύο αυτές αιτίες αμφισβητούν ευθέως την θεμελιώδη για την τήρηση του Συντάγματος εγγύηση της δημοκρατικής αρχής.
- Με την έκλειψη των «συνολικών σχεδίων», οι πολίτες χάνουν την προοπτική να διαμορφώσουν βούληση για το γενικό συμφέρον, γνώμη δηλαδή αμιγώς πολιτική. Στρέφονται έτσι περισσότερο σε αντιλήψεις του «μερικού» και, τελικά, του ιδιοτελούς (με μονομερώς οικονομικά, φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κ.λπ. κριτήρια), εργαλειοποιώντας οι ίδιοι την πολιτική τους συμμετοχή.
- Στον σύγχρονο δημόσιο χώρο, ο τεράστιος όγκος της πληροφορίας που διακινείται δεν μπορεί να τιθασσευθεί σε ένα forum διαλόγου υποκείμενο σε στοιχειώδεις κανόνες (όπως ήταν π.χ. η αρχαία αγορά ή ο παραδοσιακός τύπος). Η πληροφορία είναι διάχυτη, δεν επιδέχεται αξιολογήσεις εγκυρότητας και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν σε ένα διαρκές «επικοινωνιακό» παιχνίδι, ιδίως από ισχυρά lobbies.

Με τα δεδομένα αυτά, η «γνώμη» του πολίτη παύει να είναι πολιτική και πάντως δεν έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας. Εύκολα χειραγωγείται, ιδίως από επαγγελματίες της επικοινωνίας (ΜΜΕ, δημοσκόπους) και εύκολα μεταβάλλεται συγκυριακά για να υπηρετήσει το «μερικό». Μια τέτοια γνώμη δεν έχει ανάγκη το επιχείρημα ή την αιτιολογία, αλλά μάλλον την εικόνα και την εντύπωση. Γι’ αυτό γοητεύεται από την ισχύ της πλειοψηφίας και τείνει να ενταχθεί σε αυτήν. Η αρχή της πλειοψηφίας μετατρέπεται έτσι από απλή τεχνική λήψης αποφάσεων σε «ουσία» της δημοκρατίας. Ως τέτοια, πρέπει κατά το δυνατόν να λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, να μην «φιλτράρεται» από βαθμίδες γενικού συμφέροντος (θεσμούς ή νόμους): το «άτυπο» δημοψήφισμα παντού είναι το ιδανικό της περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά είναι μοιραίο και οι πολιτικοί να υπόκεινται σε αυτές τις συνθήκες. Η νομιμοποίηση της δραστηριότητάς τους δεν εξαρτάται από την εξυπηρέτηση ενός «συνολικού σχεδίου», αλλά μάλλον από την επιτυχή διαχείριση των «μερικοτήτων» που εκφράζουν οι πολίτες. Ο σύγχρονος επαγγελματίας πολιτικός δρα κυρίως ως συνήγορος οργανωμένων συμφερόντων, διαπραγματευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ψήφο του, φροντίζοντας όμως παράλληλα να μην βρεθεί σε απόσταση από τον «μέσο όρο» της «σιωπηρής πλειοψηφίας» (τον οποίον ανιχνεύει διαρκώς με αγωνιώδεις δημοσκοπήσεις). Η δυσκολία αυτού του διπλού ρόλου οριακά οδηγεί σε αδυναμία λήψης αποφάσεων.

Σε τέτοιες συνθήκες, φαίνεται ότι το κύρος του Συντάγματος και κατ’ επέκταση του δικαίου στο σύνολό του, έχει υπονομευθεί ριζικά:
- το ίδιο το Σύνταγμα παύει να αποτελεί «θεμελιώδη νόμο», καθώς είτε «ρυθμίζει» με εξαντλητικό τρόπο δευτερεύοντα ζητήματα (βλ. Συντάγματα της Α. Ευρώπης) είτε υπόκειται σε διαρκείς αναθεωρήσεις: ακόμη και αν αυτές είναι επουσιώδεις, πάντως η εντύπωση του «όλα αλλάζουν» παραμένει
- στην Ευρώπη, το κύριο βάρος της νομοθετικής ρύθμισης έχουν υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε., χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
- οι περισσότεροι σημαντικοί εθνικοί νόμοι είναι διακηρύξεις καλών προθέσεων ή νόμοι - πλαίσια, με μεγάλο αριθμό εξουσιοδοτήσεων, και άρα μετατοπισμένη την ευθύνη της εφαρμογής
- η εφαρμογή των νόμων συχνά αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης (Ιταλία, Ρωσία).

Υπάρχει διέξοδος;
Οι βολονταριστές ήδη ελπίζουν για το πολιτικό μας σύστημα σε ένα νέο «1909». Ο ρομαντισμός είναι συμπαθής, αλλά «στρατιωτικοί σύνδεσμοι» και «σωτήρες της Πατρίδος» ανήκουν – προφανώς – σε άλλη εποχή. Οι «κυβερνήσεις συνεργασίας», πάλι, δεν εγγυώνται τίποτε, καθώς βασίζονται σε «συμφωνίες κυρίων», επομένως – για την πολιτική – στο κενό. Και οι δύο αυτές επιλογές αγνοούν κυρίως ότι, στην ελληνική περίπτωση, εν πολλοίς οι ίδιοι οι πολίτες νομιμοποιούν το «μερικό» εις βάρος του «γενικού». Το στοιχείο αυτό δύσκολα αντιμετωπίζεται.
Οπωσδήποτε, πάντως, στο θεσμικό επίπεδο μπορούμε να σκεφτούμε τα εξής:
Η πολιτική ζωή είναι εγκλωβισμένη σε μια εκδοχή αυταρχικού κοινοβουλευτικού συστήματος, χωρίς εσωτερικά checks and balances. Η εισαγωγή στοιχείων προεδρικού συστήματος, αλλά και η θεσμική αποδέσμευση των βουλευτών από την πολιτική πελατεία τους (με επεμβάσεις στον εκλογικό νόμο), ώστε να πάψουν να υπόκεινται σε μια εν τοις πράγμασι «επιτακτική εντολή» των lobbies, αποτελούν πλέον άμεση αναγκαιότητα (αναρωτιέμαι, πάντως, ποιος μπορεί να πάρει σήμερα σχετική πρωτοβουλία…).
Οι ανεξάρτητες αρχές θα χρειασθεί να ενισχυθούν θεσμικά, καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι οι μόνες που μπορούν να πάρουν αποφάσεις σε κρίσιμους τομείς. Πρέπει να αναδεικνύονται από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία και να λογοδοτούν άμεσα σε αυτήν.
Ένας άλλος τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να εξετασθεί, χωρίς καμία εμπλοκή της κυβέρνησης (π.χ. εκλογή από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία).
Ορισμένες «κυβερνητικές πράξεις» (ιδίως η διάλυση της Βουλής), όπως και η κοινοβουλευτική διαδικασία θέσπισης των νόμων πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να προσβάλλονται δικαστικά

Τα παραπάνω δεν εγγυώνται πολλά, καθώς η παρακμή του συνταγματισμού θα είναι παρούσα. Ίσως σημαντικότερο είναι να μελετηθούν προοπτικές για τις μορφές «κόμμα» (στο πολιτικό σύστημα) και ΜΚΟ (στην κοινωνία των πολιτών), στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας χωρίς επιστροφή.
Υπαρξιακό το πρόβλημα του Ελληνικού Πανεπιστημίου
Νίκου Δασκαλάκη
Υπ. Διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου

Ποιά πρόκληση και αξία μπορεί να φτάσει στο λαό και να μη πεθάνει;
Εκεί που πίνει ο όχλος θολώνει η πηγή της ζωής. (Φρ. Νίτσε)


Σίγουρα ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος όταν έγραφε τις παραπάνω λέξεις δεν είχε κατά νου το πανεπιστημιακό άσυλο και την (ελληνική) καταχρηστική (;) άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τα όσα ωστόσο βιώνουμε στον χώρο των ελληνικών πανεπιστημίων φαίνεται να φωτίζονται ιδανικά από τη σπουδαία (και βέβηλη!) σκέψη του.
Δεν είναι σκοπός μας να μπούμε στην θεωρητική συζήτηση περί της σκοπιμότητας ή μη της νομοθετικής ή και της συνταγματικής ρύθμισης του πανεπιστημιακού ασύλου. Κι αυτό γιατί εκτός των άλλων, η επί χρόνια διεξαγόμενη συζήτηση φέρει πια τα χαρακτηριστικά του βυζαντινισμού. Το θέμα λοιπόν δεν είναι το πανεπιστημιακό άσυλο. Το θέμα για εμάς είναι η παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου, το οποίο κανείς δε μοιάζει να θεωρεί άξιο προστασίας.
Ας μας επιτραπεί στο σημείο αυτό ένας παραλληλισμός: Το άσυλο της κατοικίας καθιερώνεται στο άρθρο 9 του Συντάγματος. Η έννοιά του είναι αποσαφηνισμένη και ξεκάθαρη στον οποιοδήποτε πολίτη της χώρας. Όπως και τα πρακτικά του αποτελέσματα. Δεν κινδυνεύει το δικαίωμα στο άσυλο της κατοικίας από καταχρηστική άσκηση. Οι φορείς του δικαιώματος γνωρίζουν πολύ καλά και να το υπερασπίζονται και να το επικαλούνται απέναντι σε κάθε απειλή. Από την άλλη, ο «φυσικός» φορέας του δικαιώματος του πανεπιστημιακού ασύλου, που δεν είναι άλλος από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν δείχνει κανένα ζήλο να προστατέψει την «κατοικία» του, δηλαδή το χώρο του πανεπιστημίου.[1] Και αν σε ορισμένους ένα τέτοιο συμπέρασμα φαίνεται υπερβολικό και άδικο για την ακαδημαϊκή κοινότητα, απαντάμε ότι δικαιούμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα από την πραγματικότητα. Και τα συμπεράσματα μας συνοψίζονται στην εξής διαπίστωση: Η πλειοψηφία των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια (μέλη ΔΕΠ, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, φοιτητικοί σύλλογοι και παρατάξεις, συνδικαλιστές) είναι αδιάφοροι για το παρόν και το μέλλον των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Η παρακμή των τελευταίων συνεχίζεται αδιάκοπη σε κάθε επίπεδο και οι περισσότεροι προσπερνούν κυνικά απροβλημάτιστοι.
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να φανταστούμε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας: Στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, διαπράττονται βανδαλισμοί σε εγκαταστάσεις χωρίς προφανή λόγο, προπηλακίζονται καθηγητές και ερευνητές, κτήρια διδασκαλίας χρησιμοποιούνται από κομματικές παρατάξεις (!) για διεξαγωγή parties, καταλαμβάνονται παράνομα ολόκληρες σχολές από ελάχιστες μειοψηφίες φοιτητών για αόριστη χρονική διάρκεια, το campus ολόκληρο μετατρέπεται σε σκουπιδότοπο… Τα φαινόμενα αυτά επιφέρουν κατακρήμνιση του φημισμένου πανεπιστημίου, ενός από τα σύμβολα του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά 200 θέσεις στους παγκόσμιους πίνακες αξιολόγησης! Και, τέλος, για να κάνουμε το σενάριο αληθινά εξωπραγματικό, φανταζόμαστε την βρετανική ακαδημαϊκή κοινότητα (αλλά και την ευρύτερη κοινή γνώμη) να παρακολουθεί την καταστροφή απαθής, με χλιαρές αντιδράσεις και ευχολόγια για το μέλλον.
Το παραπάνω σενάριο βρίσκει στην Ελλάδα την πραγμάτωσή του, σε μορφή ιλαροτραγωδίας. Η μεγάλη πλειοψηφία (αυτή που εδραιώνει το γενικό κλίμα και τρέφει τη διαιώνιση της παρακμής) ανέχεται και ουσιαστικά επικροτεί την κατάσταση.
Η καλύτερη απόδειξη ότι δεν είναι η ρύθμιση αυτή καθ’ εαυτή του θεσμού του πανεπιστημιακού ασύλου, ούτε στην καταχρηστική του εκδοχή, η γενεσιουργός αιτία των αδιανόητων φαινομένων παρακμής, είναι οι καθιερωμένες στην Ελλάδα ετήσιες καταλήψεις σχολικών κτηρίων, από μαθητές Λυκείων, Γυμνασίων, ακόμα και Δημοτικών (!). Εκεί κανένα άσυλο δεν εμποδίζει τους αρμόδιους εισαγγελείς να επέμβουν για να εφαρμόσουν το νόμο και κανένας ειδικός νόμος τους διευθυντές των σχολείων να καλέσουν την αστυνομική δύναμη, εφόσον οι ίδιοι το κρίνουν απαραίτητο. Κι όμως εξαιρετικά σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο. Διότι απλά σε εποχή μαζικής δημοκρατίας (για να θυμηθούμε και έναν άλλον εξαιρετικό φιλόσοφο, τον Έλληνα αυτή τη φορά Π. Κονδύλη)[2], «η μάζα αυτοδικαιώνεται σε κάθε ενέργειά της». Η μάζα είναι το νέο απόλυτο ταμπού που κανείς δεν τολμά να θίξει. Ούτε εισαγγελέας, ούτε διευθυντής σχολείου, ούτε και πρύτανης. Όπως σημειώνει (εδώ και 25 χρόνια!) ο Νίκος Δήμου[3] «το πιο αποδεκτό ταμπού, σήμερα, στην Ελλάδα, είναι το αντιπαρεμβατικό. Κανένας δεν επιτρέπεται να επέμβει σε οτιδήποτε καταστροφικό ή χυδαίο συμβαίνει γύρω του».
Η φύσει και θέσει εξωακαδημαϊκή μάζα έχει βρει φιλόξενο καταφύγιο στα ελληνικά ΑΕΙ, γιατί συνάντησε «κενό εξουσίας», «μαύρη τρύπα» αδιαφορίας και απαξίωσης. Ανοιχτές τις πόρτες άφησαν για να περάσει και εξακολουθούν να της αφήνουν όλα τα προαναφερθέντα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, είτε γιατί είναι αδιάφοροι, είτε κουρασμένοι, είτε βολεμένοι, είτε γιατί αισθάνονται παραγκωνισμένοι στην ελληνική κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, για να επιστρέψουμε στον Φρ. Νίτσε, η αξία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η πρόκληση της αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης των πανεπιστημίων κινδυνεύει να πεθάνει από την εισβολή του «όχλου». Το σύνθετο αυτό, κοινωνικό στη βάση του πρόβλημα, πρέπει να αρχίσουμε να το αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο, με χρήση της κοινής λογικής και όχι με όρους «ιερού»[4]. Τότε μόνο θα συλλάβουμε τις αληθινές του διαστάσεις και θα πάψουμε να τρέχουμε ασθμαίνοντες πίσω από τα γεγονότα, κατάπληκτοι (!) από τις τραγικές εξελίξεις.
Υποστηρίχθηκε από συνάδελφο, σε παρέμβασή της κατά το Ι’ Συμπόσιο του Ομίλου Αρ. Μάνεσης, ότι το Πανεπιστήμιο (πρέπει να) είναι σαν τις προστατευόμενες περιοχές/ οικολογικά πάρκα Natura. Να αφήνεται δηλαδή ανεπηρέαστο να αυτορρυθμίζεται χωρίς ανεπιθύμητες εξωτερικές παρεμβάσεις. Συμφωνούμε. Το ζήτημα είναι τί κάνουμε όταν στο οικοσύστημα ξεσπάσει πυρκαγιά ή όταν αυτό κατακλυσθεί από σμήνη ακρίδων. Στεκόμαστε ακόμα κυριευμένοι από ιερό δέος απέναντι στην μαγική επιγραφή «άσυλο», ή τουλάχιστον εμείς, τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενεργούμε σαν άμεσα ενδιαφερόμενοι «οικοδεσπότες» και σπεύδουμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Το πρόβλημα του ελληνικού Πανεπιστημίου είναι πια υπαρξιακό. Αναρωτιόμαστε εάν θέλει, το ίδιο, να εξακολουθεί να βρίσκεται εν ζωή!

[1] Κάτι που δεν κάνει βέβαια ούτε η αστυνομία, η οποία τουλάχιστον «βολεύεται» από την αδράνεια και την απραξία της ακαδημαϊκής κοινότητας, χρησιμοποιώντας τη νομοθετική ρύθμιση ως άλλοθι για την δική της αμέτοχη στάση.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο 1991
[3] Νίκος Δήμου, Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας, Νεφέλη 1983
[4] Το πανεπιστημιακό άσυλο, συνδεδεμένο – σαν ζητούμενο και σαν κατάκτηση της ακαδημαϊκής κοινότητας – με άλλες εποχές, έγινε μια ιεροποιημένη και «μαγική» σχεδόν έννοια για πολλούς ακαδημαϊκούς και μη. Το ζήτημα είναι ποιά μπορεί και πρέπει να είναι η στάση μας, ως επιστημόνων, απέναντι σε «ιερές» έννοιες. Ειδικά εάν η λατρεία τους συσκοτίζει την πραγματικότητα και την κρίση μας.
Ι΄ Συμπόσιο Ομίλου Αριστόβουλος Μάνεσης

Νεοχώρι, Λίμνη Πλαστήρα
20-21/03/2009


Μετά την οδυνηρή απώλεια του Γιώργου Παπαδημητρίου
τα μέλη και οι Φίλοι του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης»
συγκεντρώνονται στη λίμνη Πλαστήρα
για να τον θυμηθούν και να συζητήσουν
την Παρασκευή και το Σάββατο 20 και 21 Μαρτίου 2009
με το ακόλουθο πρόγραμμα:

Παρασκευή πρωί 10.00 - 13.30 :
Οι φοιτητές του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου του ΑΠΘ παρουσιάζουν εργασίες τους πάνω στο θέμα:
«Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές»
κείμενο: Η διάκριση των εξουσιών ως πολιτική αρχή, του Αντώνη Μανιτάκη)

Παρασκευή απόγευμα 16.00 - 19.30 :
Οι φοιτητές του ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου παρουσιάζουν και σχολιάζουν αποφάσεις ελληνικών, αλλοδαπών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων, σε υποθέσεις που σχετίζονται με
«Τα «οικουμενικά» «ανθρώπινα» δικαιώματα»
«Τη ζωή και την αξιοπρέπεια»
«Το δικαίωμα στη συλλογική ταυτότητα» και
«Τη βουλευτική ασυλία»

Ανάμνηση Γιώργου

Σάββατο πρωί από τις 10. 30 μέχρι τις 18.00 το απόγευμα,
συζήτηση με θέμα:
«Σύνταγμα και πολιτική πραγματικότητα με έναυσμα τα ‘Δεκεμβριανά 2008’
και τις εν γένει εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο»
Η συζήτηση θα γίνει το Σάββατο με παρεμβάσεις διαρκείας το πολύ 10΄ (λεπτών) με συγκεκριμένο «επιχείρημα» πάνω σε κείμενο, που θα έχει ετοιμαστεί και αποσταλεί επτά μέρες νωρίτερα, μέχρι την Παρασκευή 13/3/09
και έχει αναρτηθεί στο ιστολόγιο του Ομίλου

Αναλυτικότερο πρόγραμμα Σαββάτου:
"Δεκεμβριανά" 2008
Χρύσα Χατζή : Για τα «Δεκεμβριανά»
Χρήστος Τσαϊτουρίδης : Εφαρμογή του Συντάγματος και Δικαιοσύνη
Γιάννης Α. Τασόπουλος : Αιχμάλωτοι στη μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας
Κώστας Στρατηλάτης : Η δεσμευτικότητα του Συντάγματος
Στέργιος Μήτας : «Κοινωνικό συνταγματικό δίκαιο»; Η (σύγχρονη) κοινωνική κραυγή και οι (παλιές) νομικές απορίες
Λίνα Παπαδοπούλου : Οι «αποκλεισμένοι» και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Το πανεπιστημιακό άσυλο
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος : Άσυλο: δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες
Αντώνης Μανιτάκη : Τελεί το πανεπιστημιακό άσυλο υπό την επιφύλαξη του νόμου;
Γιώργος Σ. Κατρούγκαλος : Η επικαιρότητα του πανεπιστημιακού ασύλου και οι συνταγματικοί φραγμοί κατά της ανατροπής του
Ιφιγένεια Καμτσίδου : Το πανεπιστημιακό άσυλο και ο νομοθέτης: μια σχέση μαγική που τείνει να γίνει θυελλώδης
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ΤΗΛ. 2310/996600 FAX 2310/996600 – e-mail: omilosmanesi@law.auth.gr
ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 43 – 10672 ΑΘΗΝΑ – ΤΗΛ. 210/3623089




Από τη συνεδρία του Σαββάτου, 21.03.09, πρωί



Για τον Γιώργο Παπαδημητρίου
Στη ζωή είμαστε όλοι περαστικοί. Στο πέρασμά μας μαθαίνουμε τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ο Καθηγητής το ήξερε καλά. Αγαπούσε με εγκαρδιότητα και μεγαλοκαρδία. Τον αγαπούσαμε ειλικρινά ως φίλο, χαιρόμασταν την αβρότητα και τη γενναιοδωρία του, και τον σεβόμασταν ως πρωτοπόρο επιστήμονα. Θα συνεχίσουμε το έργο του και θα ακολουθήσουμε το παράδειγμά του.
Γιάννης Α. Τασόπουλος

Αιχμάλωτοι στη μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας
Γιάννη Α. Τασόπουλου

Ζήσαμε τις ημέρες εκείνες την κορύφωση της πίεσης που ασκεί η μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας. Ο θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού από αστυνομικό όπλο οδήγησε τους μαθητές σε ένα ξέσπασμα δικαιολογημένης αλλά βίαιης οργής. Ποιά έπρεπε να είναι η αντίδραση της πολιτείας; Τις μαζικές διαδηλώσεις ακολούθησαν πυρπολήσεις κτιρίων και καταστροφές καταστημάτων από άγνωστους δράστες. Όλα αυτά έφεραν στο προσκήνιο μια από τις μεγάλες, τις καίριες αντιφάσεις της δημοκρατίας που με τόσες θυσίες θεμελιώσαμε το 1974. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ του διαλογικού χαρακτήρα της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης της βίας ως αποδεκτής πολιτικής πρακτικής.
Η ανοχή και επιείκεια της δημοκρατίας απέναντι στην περιορισμένη και περιστασιακή βία, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα ξεσπάσματος θυμού, στιγμιαία αντίδραση, απώλεια ψυχραιμίας πιθανολογούμενη και προβλέψιμη στην κορύφωση της πολιτικής σύγκρουσης, είναι άλλο πράγμα από τη νομιμοποίηση της βίας. Κανονικά, ο ήπιος χαρακτήρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τα όποια περιθώρια ανοχής μπορεί να επιδείξει απέναντι στις ακρότητες οφείλονται στην εκ μέρους της ρητή, κατηγορηματική και αταλάντευτη καταδίκη της πολιτικής βίας. Δεν πρόκειται για παραδοξολογία. Ακριβώς επειδή η φιλελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία απορρίπτει τη βία, για τον λόγο αυτό προσπαθεί να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια, πριν καταφύγει στην άσκηση κρατικής βίας στο πεδίο των πολιτικών συγκρούσεων. Η ηπιότητα της δημοκρατίας είναι απόδειξη της ηθικοπολιτικής υπεροχής της, της πνευματικής της διαύγειας, της πολιτικής της ευπρέπειας, της αντοχής της που απορρέει από την ικανότητά της να απορροφά ακόμη και τις πιο έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Δυστυχώς όμως φοβάμαι ότι στην Ελλάδα η ανοχή της οριακής πολιτικής βίας οφείλεται λιγότερο στην συνειδητή προσπάθεια αποκλεισμού της ποινικής καταστολής από τον χώρο της πολιτικής διαμάχης και περισσότερο στη νομιμοποίηση της βίας. Αρκεί να αναλογισθούμε το φάσμα των πολιτικών συμπεριφορών και πρακτικών που με τη μια ή την άλλη μορφή έχουν ως κοινό παρονομαστή τη βία: Εξουσιαστές και αντιεξουσιαστές είναι σε διαρκή θέση μάχης, σε ένα κλεφτοπόλεμο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναζωπυρώσει συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, οδηγώντας σε εκτεταμένες καταστροφές, τραυματισμούς ή και θύματα. Στα πανεπιστήμια, που θα έπρεπε να είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος πνευματικής ελευθερίας, η βία είναι ενδημική, καταστροφική και το χειρότερο απειλητική έναντι όσων υψώνουν το ανάστημά τους απέναντί της. Ακόμη και η ανεπιφύλακτη καταδίκη της τρομοκρατίας εμπεδώθηκε στη χώρα μας με σχετική απροθυμία και καθυστέρηση. Μορφές συμβολικής έκφρασης, όπως οι καταλήψεις σχολείων, παρατείνονται ορισμένες φορές τόσο, ώστε να χάνουν τον συμβολικό τους χαρακτήρα, ενώ συνοδεύονται συχνά από εκτεταμένες καταστροφές.
Η στάση που τηρούμε απέναντι στην πολιτική βία είναι προβληματική. Δημιουργεί εθισμό, που με τη σειρά του τείνει να μετατρέψει την ανοχή σε απάθεια, σε μειωμένα αντανακλαστικά απέναντί της. Η κακή συγκυρία αργά ή γρήγορα θα βρεθεί. Και τότε η κατάσταση είναι επόμενο να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Ρέπουμε λοιπόν προς την πολιτική βία; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και επιτακτικό. Αλλά, αιχμαλωτισμένοι στη μέγκενη μεταξύ κρατικής και αντικρατικής βίας, αποφεύγουμε να το θέσουμε ευθέως με τόλμη και με παρρησία, γιατί φοβόμαστε ότι εν πολλοίς είναι ρητορικό, ότι η ανεπιφύλακτη καταδίκη της πολιτικής βίας αναπόφευκτα σημαίνει τη μονομερή καταδίκη της αντικρατικής, αντιεξουσιαστικής βίας, χωρίς διόλου να θίγεται η αυθαίρετη κρατική καταστολή, στην οποία θα αφεθεί ελεύθερο το πεδίο, χωρίς αντίπαλο δέος. Η ηθικοπολιτική μας αδυναμία να υπερβούμε το δίλημμα μεταξύ κρατικής και αντικρατικής βίας αποτελεί τη σύγχρονη τραγωδία του πολιτικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται από την αμετακίνητη και θεμελιακή του αντιπαράθεση στη βία: Η ριζική πολιτική διαφωνία διατηρεί μεν την οξύτητά της, αλλά πρέπει να κινείται πάντα σε πολιτικά πλαίσια, δηλαδή να σέβεται την πολιτική ελευθερία των άλλων και το δικαίωμά τους να υποστηρίζουν και να επιδιώκουν την πολιτική επικράτηση των απόψεών τους. Η πολιτική βία – είτε κρατική είτε αντικρατική – διαρρηγνύει το πολιτικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης και συνεπώς δεν είναι νομιμοποιημένη. Η πολιτική βία βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής ελευθερίας.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι ασυμβίβαστοι με την πολιτική βία. Η τυραννία της δικτατορίας στέρησε τον λαό μας από την πολιτική ελευθερία, ασκώντας βία με τανκς, όπλα και βασανιστήρια. Η ευαισθησία μας ως κοινωνίας και ως πολιτών για τα κρούσματα αυθαίρετης κρατικής βίας δεν είναι απλώς ιστορικώς ευεξήγητη, αλλά και πολιτικώς υγιής. Η αποφασιστικότητά μας να διατηρήσει η δημοκρατία μας ήπιο πρόσωπο, να δείχνει όσο γίνεται ανεκτικότητα απέναντι σε αυτούς που της ασκούν ριζοσπαστική κριτική και την εχθρεύονται, να αποφύγει τον εξουσιαστικό αυταρχισμό, τη δυσανάλογη αντίδραση και τη βίαιη καταστολή, είναι δείγματα πολιτικού ανθρωπισμού. Οι προθέσεις είναι αγνές και τα αισθήματα ευγενικά. Η πραγματικότητα όμως μας διαψεύδει οικτρά. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Γίναμε μάρτυρες σκηνών βίας ασυνήθιστων για ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου, για μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή κοινωνία. Ζούμε ώρες ιστορικής ευθύνης. Η παραδοσιακή δυσπιστία μεταξύ των πολιτών και του κράτους έχει φθάσει στα όρια της απροκάλυπτης αντιπαράθεσης. Πρέπει να αρχίσει με αποφασιστικότητα η ανόρθωση της πολιτείας μας. Ορισμένα από τα κακώς κείμενα είναι τόσο οφθαλμοφανή, ώστε το μόνο που λείπει είναι η –διακομματική– πολιτική βούληση εξορθολογισμού της κατάστασης με πνεύμα στοιχειώδους πραγματισμού. Παράλληλα, χρειάζεται να επαναπροσεγγίσουμε τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας μας. Ίσως τότε κατορθώσουμε να διαρρήξουμε τον φαύλο κύκλο της βίας για να αναζητήσουμε από την αρχή το νόημα πολιτικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, για να αναπνεύσουμε και πάλι τον ζωογόνο αέρα της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας.
Το πανεπιστημιακό άσυλο και ο νομοθέτης:
μια σχέση μαγική που τείνει να γίνει θυελλώδης
Ιφιγένεια Καμτσίδου

Μπορεί ο νομοθέτης να ρυθμίσει, να περιορίσει ή να καταργήσει το πανεπιστημιακό άσυλο; Η νομοθετική παρέμβαση στο ζήτημα του ασύλου αποτελεί αναγκαία ή έστω χρήσιμη απάντηση στις δυσλειτουργίες της ανώτατης εκπαίδευσης και στα φαινόμενα βίας που διαβρώνουν, αυτά και η μιντιακή πρόσληψη και αναπαραγωγή τους, τον υπό αποσάθρωση ιστό της ελληνικής κοινωνίας και απαξιώνουν ακόμη περισσότερο το πολιτικό σύστημα; Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα δυο ερωτήματα ή καθένα μπορεί να απαντηθεί ξεχωριστά;
Οι απόψεις που διατυπώθηκαν ήδη από τους παρεμβαίνοντες δεν αμφισβητούν την συνταγματική διάσταση της προστασίας του πανεπιστημιακού ασύλου, συγκλίνοντας μάλιστα στην κατάφαση της ύπαρξης σχετικού συνταγματικού εθίμου, ήδη από τον 19ο αιώνα. Διαφωνία δεν υπάρχει ούτε για το περιεχόμενο του εθίμου αυτού, δηλαδή την απαγόρευση επέμβασης της αστυνομίας στις αίθουσες διδασκαλίας, στα αμφιθέατρα και εργαστήρια, αλλά και στους ανοιχτούς πανεπιστημιακούς χώρους. Η βασική αυτή παραδοχή αποκρούει την πρόταση για νομοθετική κατάργηση του ασύλου, μεταθέτει όμως την αντιπαράθεση στο πρόβλημα της ευχέρειας του νομοθέτη να «διεισδύει» αυτός στο άσυλο και με τον τρόπο αυτό να κάμπτει την παρεχόμενη συνταγματική προστασία, να απομαγεύει το περιεχόμενο της και να συμβάλλει στον ευτελισμό μιας ρομαντικής κατάκτησης που για πολλές δεκαετίες «στεγάζει» την ακαδημαϊκή ελευθερία, ελευθερία ευγενή και ανεπιφύλακτη.
Το ερώτημα αν στα «φυσικά» δικαιώματα του ανθρώπου εντάσσεται η ελευθερία της επιστήμης και της διδασκαλίας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν τέθηκε με παρόμοιο τρόπο σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δόθηκαν συμβάλλουν στην κατανόηση του συνταγματικού status του πανεπιστημιακού ασύλου και στην οριοθέτηση των σχέσεων του με τον κοινό νομοθέτη. Εντελώς συνοπτικά υπενθυμίζεται, ότι στην αυτοκρατορική Πρωσία, η οποία οικοδομήθηκε ως κρατική οντότητα και οικοδόμησε την πολιτική της κοινότητα πάνω στο διπλό θεμέλιο της υποχρεωτικής στράτευσης και της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, το πανεπιστήμιο οργανώθηκε ως κρατική υπηρεσία, η δραστηριότητα της οποίας ταυτίστηκε με την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία. Τούτο δεν σήμανε την υποταγή της ερευνητικής ή διδακτικής διαδικασίας σε κυβερνητικές επιλογές ή κελεύσματα. Αντίθετα, η οραματική σκέψη των εκπροσώπων του γερμανικού ιδεαλισμού διατύπωσε όχι μόνον μια φιλελεύθερη πρόσληψη της επιστήμης και των φορέων της, αλλά και μια συνολική πρόταση για το πανεπιστήμιο ως δημόσιο πεδίο στο οποίο θα γίνεται πράξη η ανάπτυξη της έρευνας και η κριτική εκπαίδευση των νέων επιστημόνων. Η προσέγγιση αυτή, ήδη κατά τον μεσοπόλεμο, εξελίχθηκε στην ενδιαφέρουσα σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως θεσμικής εγγύησης, δηλαδή ως συνταγματικού δικαιώματος που δεν εξαντλείται απλώς στη διαμόρφωση μιας πτυχής του status negativus των προσώπων, αλλά επιβάλλει στη συνταγματική πολιτεία την υποχρέωση να προβλέπει τους όρους και τις διαδικασίες ανάπτυξης του πανεπιστήμιου, να λαμβάνει δηλαδή μέτρα για την δημοκρατική οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αυτόνομη λειτουργία τους, χωρίς εξαρτήσεις από την κυβέρνηση ή την αγορά. Στην Γαλλία, η δημοκρατική παράδοση συνάρθρωσε την ακαδημαϊκή ελευθερία με την αρμοδιότητα του νομοθέτη να πλαισιώνει και να ρυθμίζει τις πανεπιστημιακές διαδικασίες. Έτσι, στη γαλλική συνταγματική παράδοση δεν αμφισβητείται ότι όταν ασκούνται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα «από την φύση τους η έρευνα και η διδασκαλία όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά απαιτούν προς το συμφέρον της ίδιας της υπηρεσίας, η ελευθερία της έκφρασης και η ανεξαρτησία του προσωπικού να ρυθμίζονται εγγυητικά από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις»[1].
Συνομιλώντας ουσιαστικά με τις ευρωπαϊκές ομολόγους τους η ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη υπερέβησαν την ατομικιστική αντίληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ανέπτυξαν μια ενδιαφέρουσα αντίληψη για το δημοκρατικά οργανωμένο πανεπιστήμιο ως αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας. Παρ΄ότι η κατηγοριοποίηση των συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων αποδεικνύεται συχνά σχετική ή αναποτελεσματική, η ένταξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην κατηγορία των θεσμικών εγγυήσεων υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς συνυφαίνεται με την αναγνώριση μιας διπλής δέσμευσης που η παραπάνω φύση της ελευθερίας επιβάλλει στο κράτος: η πολιτεία οφείλει αφενός να απέχει από κάθε ακαδημαϊκή δραστηριότητα, ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες για την ελεύθερη προαγωγή της έρευνας και για την κριτική μετάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Αφετέρου, είναι υποχρεωμένη να ιδρύει την δομή –οργανωτική και διαδικαστική- που θα εξασφαλίζει την εκπλήρωση της αποστολής των πανεπιστημίων και να την υποστηρίζει με όλα τα αναγκαία μέσα[2]. Η υποχρέωση αυτή αποχής ενσωματώνει το πανεπιστημιακό άσυλο που διαθέτει συνταγματική διάσταση ως στοιχείο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και προστατεύει την ακαδημαϊκή κοινότητα όχι μόνον από την παρέμβαση της αστυνομικής δύναμης, αλλά από καθεμιά παρέμβαση δημόσιας ή ιδιωτικής εξουσίας στις ακαδημαϊκές διαδικασίες όπου και αν αυτές αναπτύσσονται (π.χ. παρακολούθηση εκπαιδευτικών ή ερευνητικών δραστηριοτήτων με τεχνολογικά μέσα). Με άλλα λόγια, το πανεπιστημιακό άσυλο δεν αποτελεί έναν «αντικειμενικό κανόνα» που εξαιρεί τους πανεπιστημιακούς χώρους από την έννομη τάξη, αλλά στοιχείο μιας ελευθερίας, η οποία θέτει στο επίκεντρο της προστασίας της το αντικείμενο επιστήμη που για να υπάρξει ως διαδικασία, εντάσσεται οργανωτικά στο αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο[3], μιας ελευθερίας που τελεί υπό την εγγυητική επιφύλαξη υπέρ του νόμου.
Τα παραπάνω προσδιορίζουν τα όρια του νομοθέτη σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου: η νομοθετούσα πολιτεία, με τους κανόνες που υιοθετεί, οφείλει να σταθμίζει την απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας με αυτή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπόλοιπων μελών του κοινωνικού συνόλου, καθώς και να ρυθμίζει εγγυητικά την ανάπτυξη του ασύλου ως πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τούτο επιχείρησε ο νομοθέτης το 1982, υιοθετώντας ρυθμίσεις που επικρίθηκαν ως δύσκαμπτες και μη λειτουργικές και στις οποίες αποδίδονται η απαξίωση του πανεπιστημίου και η αδυναμία περιστολής της παραβατικότητας στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Λησμονείται όμως ότι χωρίς τις ρυθμίσεις αυτές, η στάθμιση των ελευθεριών θα πραγματοποιούνταν από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας ή –στην καλύτερη περίπτωση- από εισαγγελικούς λειτουργούς που θα καλούνταν να κρίνουν εκ των ενόντων ποιο έννομο αγαθό αξίζει να προστατευτεί και με ποιο μέσο, χωρίς ένα γνώμονα γενικότερης αποδοχής που να οριοθετεί τη στάση τους. Η ύπαρξη του νομοθετικού πλαισίου για το άσυλο δεν ήρθε να εξαρτήσει την απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας από τις σχετικές κανονιστικές πράξεις ούτε βέβαια μπορεί ο νομοθέτης στο μέλλον να επιβάλλει τέτοιου είδους δεσμεύσεις στους φορείς της. Ακόμη περισσότερο, η εκνόμευση της παραπάνω πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν συνέβαλλε στην καταχρηστική άσκηση της τελευταίας από ορισμένους φορείς της ή άτομα που δεν έχουν σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε να ζητείται η κατάργηση της. Όπως η αναγνώριση του οικιακού ασύλου ως πτυχής του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή -το οποίο μάλιστα δεν ρυθμίζεται από κανένα κανόνα δικαίου- είναι δύσκολο να αναγνωριστεί ως αίτιο της έντασης των κλοπών, των ληστειών ή της κακομεταχείρισης των γυναικών από τους συντρόφους τους, έτσι είναι άτοπο να αποδίδονται στο πανεπιστημιακό άσυλο οι δυσλειτουργίες των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Παρ΄ότι, λοιπόν, η πρόσφατη νομοθετική μεταρρύθμιση (ν. 3549/2007) έχει εγείρει κάποια σοβαρά ερωτήματα συνταγματικότητας σχετικά με την αντιμετώπιση του ασύλου, η απόλαυση αυτής της πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας δε φαίνεται να μπορεί να ξεπεράσει την παλιά σχέση της με τον νομοθέτη: πρώτον επειδή αυτός ως εγγυητής του συστήματος των ελευθεριών καλείται να σταθμίσει την ισορροπημένη ανάπτυξη της με άλλα θεμελιώδη συνταγματικά αγαθά (ζωή, σωματική ελευθερία, γενετήσια ελευθερία των προσώπων) και δεύτερο επειδή η παρέμβαση του είναι αναγκαία για την ίδρυση και λειτουργία της δομής που υποδέχεται την ενάσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και σε ό,τι αφορά το πανεπιστημιακό άσυλο, η απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας συναρτάται με την συμμετοχή όλων των ομάδων της πανεπιστημιακής κοινότητας στις διαδικασίες που εξασφαλίζουν την πραγμάτωση της

[1] Έτσι η 83-165 DC της 20/1/1984, που χαρακτηρίζεται ως Grande décision, δηλαδή απόφαση που εξαγγέλλει θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα. Η παραπάνω διατύπωση συναντάται πανομοιότυπα σε σειρά επόμενων αποφάσεων, όπως π.χ. στην 93-322 DC της 28/7/1993, η οποία εξέτασε την αντισυνταγματικότητα του νόμου σε σχέση με την μεταχείριση που ο νομοθέτης επιφύλασσε στην ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας των διδασκόντων στην ανώτατη εκπαίδευση. (το κείμενο των αποφάσεων στον δικτυακό τόπο του Conseil Constitutionnel, www.conseil-constitutionnel.fr/)
[2] βλ. Α.Μάνεση, ό.π., σ. 677 επ., Ι.Καμτσίδου, Η επιφύλαξη, σ. 223 επ. και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και την ΣτΕ 4009/2000 που φαίνεται να θεμελιώνει αξίωση των μελών ΔΕΠ προς το κράτος να διασφαλίζει στους πανεπιστημιακούς δασκάλους τις κατάλληλες συνθήκες για να ασκούν το λειτούργημα τους
[3] βλ. Α.Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, σ. 674 επ. (676), Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο Γ’, Θεμελιώδη δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή 1988, σ. 171, Π. Μαντζούφα, ό.π., σ. 351 επ., Ι.Καμτσίδου, Η επιφύλαξη, ό.π., σ. 155 επ.
Χρύσα Χατζή, 18-3-09

Αγαπητοί φίλοι,
Σας στέλνω δύο άρθρα που συνοψίζουν κατά τη γνώμη μου τα πιο ουσιαστικά ζητήματα σχετικά με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου (αυτός ο χειμώνας διαρκεί πολύ…).
Το άρθρο του Γιάννη Βούλγαρη, Η απαλλοτρίωση του καταγγελτικού λόγου, http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4495976 (Τα Νεα, 10.01.2009) που μιλά για τη:
«..ρητορεία μιας κοινωνίας της επετηρίδας που εξ ορισμού αφήνει τους νέους να περιμένουν στην ουρά, την ίδια στιγμή που τους εκθειάζει. Αυτή η σχιζοειδής στάση επιστρέφει στους νέους ωθώντας τους σε μια εξίσου σχιζοειδή απάντηση που αιωρείται μεταξύ αντιθεσμικής άναρθρης «εξέγερσης» και κομφορμισμού. Γιατί ακόμα και ο «καταγγελτικός λόγος» έχει απαλλοτριωθεί από τις κατεστημένες δυνάμεις…. Η πολύπλοκη κρίση που αποκαλύφτηκε σε όλες τις διαστάσεις κινδυνεύει να ισοπεδωθεί και να κλειστεί στο αίτημα του νόμου και της τάξης. Θα ήταν τεράστιο λάθος που θα καθιστούσε ενδημική την άναρθρη βία και την ένοπλη τρομοκρατία. Τον λόγο πρέπει να έχει πλέον, όχι το συντηρητικό ανακλαστικό, αλλά η Πολιτική….Και αν, γονείς, δάσκαλοι, καθηγητές, δεν βρίσκουμε μέσα στη σημερινή σύγχυση τα λόγια για να αρχίσουμε, ας ξεκινήσουμε εξιστορώντας τους τη ζωή της Κωνσταντίνας Κούνεβα.»
Επίσης, την Άποψη: Η κουλτούρα του φόβου, του Βασίλη Καρύδη, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_15/03/2009_307709 (Καθημερινή της Κυριακής 15.03.2009):
«Την τελευταία δεκαετία, σταδιακά αλλά συστηματικά, το φαινόμενο της βίας εγκαταστάθηκε στις κοινωνικές δομές, έγινε ενδημικό φαινόμενο της καθημερινότητας….καταλήγει σε κοινωνική ένταση, την οποία το επίσημο σύστημα κοινωνικού ελέγχου φαίνεται ότι δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί. Διαμορφώνεται ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας, που οδηγεί στη συγκρότηση μιας «κουλτούρας φόβου». Ολα είναι υπό καθεστώς απειλής. Από τις εργασιακές σχέσεις και το περιβάλλον, μέχρι τη σωματική ακεραιότητα και τους πολλαπλούς κινδύνους για τα παιδιά και τη νεολαία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εμπέδωση μιας «κουλτούρας ελέγχου», όπου οι τρομοκρατημένοι πολίτες παραιτούνται οικειοθελώς από βασικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, απέχει μόλις ένα βήμα. Οπως ένα βήμα απέχει ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Αυτό δεν πρέπει να επιτρέψει η ελληνική κοινωνία. Εχει προσφυώς λεχθεί ότι «αυτό που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος μας ο φόβος». Δυσχερές ίσως, αλλά μονόδρομος.»
Τα παραπάνω αποσπάσματα αδικούν ενδεχομένως την πορεία του συλλογισμού, σας στέλνω τις ηλεκτρονικές συντεταγμένες των άρθρων γιατί, νομίζω, χάνετε αν δεν διαβάσετε τον Γ.Βούλγαρη για τον «σχιζοειδή μετεωρισμό και τη διπλή υποταγή στην ηγεμονία των άλλων» ή τον Β.Καρύδη για την ποιοτική μετάλλαξη της βίας.
Θα ήθελα, με βάση τα παραπάνω, να θέσω ως προβληματισμό στη συζήτηση την εξής γνώμη:
- Έχει ήδη διαμορφωθεί, «ανεπαισθήτως», μια ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση στο αίτημα επιβολής «νόμου και τάξης» που ανακυκλώνει ποικίλες μορφές, όχι μόνον άναρθρης, βίας
- Η σιωπή των περισσοτέρων (πανεπιστημιακών, δικηγόρων, του καθενός μας) έχει συμβάλλει σε αυτό
- Η σιωπή καταδεικνύει την αμηχανία όχι μόνον των εξ επαγγέλματος πολιτικών αλλά και ημών ως πολιτικών υποκειμένων να αναρωτηθούμε τι πρέπει να αλλάξει στον τρόπο που αναλύουμε, νομιμοποιούμε, στελεχώνουμε κλ.π τους δημοκρατικούς θεσμούς
- Ήδη ο όρος «Δεκεμβριανά» παραπέμπει στην ανάμνηση ενός μακρινού μύθου που δεν ζήσαμε –και ούτε τούτος ο Δεκέμβρης ήταν δικός μας, τουλάχιστον όσων μετρούν 40 και άνω χρόνια εξ ημών.
- Παραμένοντας στο επίπεδο των μύθων ή της εργαλειακής χρήσης τους: η συζήτηση μήπως το άσυλο ως θεσμική εγγύηση ακαδημαϊκής ελευθερίας έχει πλέον ξεπεραστεί, αφορά πρωτίστως τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Το ερώτημα τιθέμενο από πολιτικούς και δημοσιογράφους και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία αποπροσανατολίζει πλήρως τη συζήτηση περί βίας κι ασφάλειας. Εμένα με ενοχλεί το ότι κάποιοι θεωρούν ότι δικαιούνται να χτυπήσουν τον Γ.Πανούση για να τον σταματήσουν να μιλάει. Εάν τον χτυπούσαν στην ΕΣΗΕΑ ή αλλού, η σημειολογία του χώρου είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την βίαιη καταστολή της ελεύθερης έκφρασης και την απόπειρα, εν μέρει επιτυχημένη, διάχυσης μιας κουλτούρας φόβου κι αυτολογοκρισίας.
- Δεν βρίσκω άλλη απάντηση στην πολιτική κρίση των Δεκεμβριανών από την πολιτική δράση, με όπλο το λόγο μας (και πάλι ημών ως πολιτικών υποκειμένων) εναντίον ενός διπλού πόλου (ή πολλαπλών, ανάλογα με τον ορισμό του κράτους) καταστολής συνταγματικών δικαιωμάτων- ναι, όχι μόνον των παραδοσιακών «ατομικών ελευθεριών». Ο Δεκέμβρης του 2008 μας θύμισε ότι πρέπει προηγουμένως να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.
Αντί επιλόγου στις πρόχειρες αυτές σκέψεις, θα ήθελα να σας μεταφέρω την αίσθηση ότι τα σχόλια που έχουν γίνει «απέναντι» στον Δεκέμβρη, δεν τηρούν απλώς την απόσταση ως μεθοδολογικό προαπαιτούμενο ανάλυσης, αλλά ενσωματώνουν, εσωτερικεύουν το μήνυμα της απόρριψης των τρόπων, του forum δράσης και εν τέλει της ίδιας της συγκρότησης πολλών γενιών πολιτικών υποκειμένων. Το μήνυμα στο μπουκάλι στο πέλαγος του Δεκεμβρίου εξακολουθεί να είναι, όπως λέει και το ρεφραιν του τραγουδιού που σας στέλνω f**k you anyway http://www.youtube.com/watch?v=A4gBzUwo6Iw&feature=related
(έχει κακές λέξεις, αλλά σας το στέλνω γιατί είναι καλό τραγούδι και γιατί κάποιος έπρεπε να στείλει ένα τραγούδι σ’αυτό το blog).
Τελεί το πανεπιστημιακό άσυλο υπό την επιφύλαξη του νόμου;
Αντώνη Μανιτάκη
Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί έναν άγραφο συνταγματικό κανόνα που μετατράπηκε, μετά την παρέμβαση του νομοθέτη του 1982, σε «θεσμική εγγύηση» της ακαδημαϊκής ελευθερίας, για χάρη της οποίας υπάρχει. Στηρίζει την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στηρίζεται από αυτήν. Τώρα άγραφος συνταγματικός κανόνας και θεσμική εγγύηση δύσκολα συμβιβάζονται, καθώς και η ταυτόχρονη αντιμετώπιση του πανεπιστημιακού ασύλου ως εθίμου και ως θεσμικής εγγύησης. Θα πρέπει να διαλέξουμε, διότι και τα δύο μαζί δεν γίνεται (όπως κάνει ο Γιώργος Κατρούγκαλος). Αλλά το ίδιο ισχύει και για τον άγραφο συνταγματικό κανόνα, που αφορά τις πρακτικές (αποχής) της κρατικής εξουσίας και ειδικά της αστυνομίας, και τη νομοθετική ρύθμιση ή εγγύηση του ασύλου. Πιστεύω πως δεν συμβιβάζεται η λογική του ασύλου με τη λογική του νόμου, θα έλεγα μάλιστα νόμου. Θα έλεγα μάλιστα το πανεπιστημιακό άσυλο είναι όπως το απόρρητο των επιστολών και η ιδιωτική ζωή, δηλαδή η συνταγματική του κατοχύρωση είναι απόλυτη και η προστασία τους ‘απαραβίαστη’ και άρα μένει αρρύθμιστη. Η νομοθετική εξουσία μόνον προσβολές και περιορισμούς μπορεί να φέρει στο άσυλο. Τι καλό και τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει ο νόμος –όσο καλός και αν είναι- (ακόμη και αν τον κατασκευάσει ο Αλαβάνος με τα χεράκια του! Ή ο ίδιος ο Κατρούγκαλος), μάλλον θα συρρικνώνει, θα αφυδατώνει με τις διαδικασίες, τους όρους και τις επιτροπές που θα δημιουργεί το περιεχόμενο του πανεπιστημιακού ασύλου. Η νομοθετική ρύθμιση του ασύλου, το 1982 δεν το εγγυήθηκε, πάντως. Το περιόρισε, το απομάγευσε, το ‘από-ιεροποίησε’ και το έκανε βορά των ΜΜΕ και της εικόνας, αντικείμενο κομματικών αντιπαραθέσεω και το κυριότερο…..άλλοθι της αστυνομίας και των εισαγγελικών αρχών και δικαιολογία να μην παρεμβαίνουν, ακόμη και όταν διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα. Πώς να δεί κανείς το νόημα σήμερα το ασύλου, έξω και ανεξάρτητα από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις που γίνονται στο όνομά του και για χατήρι του….. Και ο Γιώργος Κ, γράφει ….αγνοώντας όλα όσα γίνονται, σαν αυτούς τους νομικούς και συνταγματολόγους, που ενώ ισχυρίζονται ότι τα πάντα είναι πολιτική και ότι όταν ερμηνεύουμε έναν κανόνα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας την εφαρμογή του, αυτοί ερμηνεύουν τον νόμο ως κείμενο αφηρημένου νοήματος. Η εκνόμευση του ασύλου χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται για να απαξιώνεται το άσυλο. Τι νόημα έχει η νομοθετική του κατοχύρωση και η ρύθμισή του, όταν οι πρακτικές που αναπτύσσονται στο πανεπιστήμιο όχι μόνον δεν συμβάλλουν στην προστασία του ασύλου αλλά και συντείνουν στην αδιαφορία των πανεπιστημιακών και στην αδράνεια επειδή αυτή η στάση τους βολεύει. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στους πανεπιστημιακούς δασκάλους, διότι αυτούς αφορά κατά πρώτο λόγο το άσυλο –μαζί με τους φοιτητές- είναι ποια στάση του και ποια θέση τους εναρμονίζεται με την καλλίτερη προστασία του ασύλου; Η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει κατά πρώτο λόγο την ευθύνη της προστασίας του ασύλου και όχι η εκάστοτε κυβέρνηση ή τα κόμματα. Τα τελευταία το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι οι εκλογές και η δύναμή τους.
Ακολουθεί εισήγηση που έκανα στην Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πολύ πριν τα Δεκεμβριανά 2008.
«Στρέφεται, πρώτα και κύρια, κατά τις κρατικής εξουσίας και αποκλείει κυρίως τις αυθαίρετες –χωρίς άδεια- παρεμβάσεις ή εισβολές των αστυνομικών αρχών στους πανεπιστημιακούς χώρους. Αντιμάχεται όμως και κάθε είδους αστυνόμευση και κάθε απόπειρα φίμωσης, ελέγχου, εξαγοράς ή χειραγώγησης της διδασκαλίας και της ελεύθερης έρευνας και διάδοσης των ιδεών. Προστατεύεται έναντι πάντων, τόσο έναντι κρατικής εξουσίας όσο και έναντι των ιδιωτών ή τρίτων, (ατόμων, ομάδων, επιχειρήσεων). Την εγγύηση του πανεπιστημιακού ασύλου την απολαμβάνουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αλλά και κάθε οργανωμένη μονάδα ανώτατης παιδείας, -πανεπιστημιακή ή τεχνολογική (ΑΕΙ και ΤΕΙ)-, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που έχει, που μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Η ανεξαρτησία της γνώμης των πανεπιστημιακών δασκάλων αλλά και της ελεύθερης έρευνας και διακίνησης κάθε είδους ιδεών των σπουδαστών και των ερευνητών είναι απόλυτη και δεν μπορεί να εξαρτάται από νόμους, υπουργικές αποφάσεις, εγκρίσεις ή άδειες ούτε να εκβιάζεται ή να χειραγωγείται από ιδιωτικά κέντρα εξουσίας και χορηγούς.
Δικαιούνται να απολαμβάνουν της προστασίας του πανεπιστημιακού ασύλου όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, ατομικά και συλλογικά, ως άτομα και ως αρχές. Φορείς άρα του πανεπιστημιακού ασύλου είναι οι φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όσοι συμμετέχουν στη διδασκαλία, έρευνα και στη διάδοση των γνώσεων, διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Τη φροντίδα και την ευθύνη της ειρηνικής και ελεύθερης απόλαυσης των αγαθών του πανεπιστημιακού ασύλου καθώς και της αποτελεσματικής προστασίας του την έχουν κατά πρώτο και κύριο λόγο οι πανεπιστημιακές αρχές. Η ίδια η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων συνεπάγεται και συνεπιφέρει την ανάθεση στις πανεπιστημιακές αρχές της αρμοδιότητας φύλαξης των πανεπιστημιακών χώρων και ασφαλούς και ειρηνικής απόλαυσης των ακαδημαϊκών ελευθεριών. Την ευθύνη όμως της προστασίας των χώρων αυτών από κάθε είδους καταστροφές ή αναίτιες φθορές την επωμίζονται, ατομικά και συλλογικά, και όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και κάθε οργανωμένος φορέας των σπουδαστών ή των καθηγητών, όπως είναι οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι συνδικαλιστικές, οι πολιτικές ή πολιτιστικές οργανώσεις τους.
Οι χώροι που καλύπτονται από το πανεπιστημιακό άσυλο είναι οι φυσικοί χώροι, οι εν γένει εγκαταστάσεις και χώροι εικονικοί (ηλεκτρονικοί ή του κυβερνοχώρου), κύριοι και βοηθητικοί, όπως είναι τα αμφιθέατρα, οι χώροι τέχνης, ψυχαγωγίας, εστίασης ή σίτισης και βέβαια και οι ανοικτοί χώροι, πλατείες, προαύλιο ή τα προπύλαια, όπου συντελούνται η διδασκαλία, η έρευνα και η διακίνηση των ιδεών καθώς και η ψυχαγωγία.
Είναι προφανές εξάλλου ότι το πανεπιστημιακό άσυλο δεν μπορεί να αποτελεί το πρόσχημα για τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων ούτε η επίκλησή του μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο άρσης του αδίκου. Το άσυλο δεν παρέχει ποινική ή αστική ασυλία σε όσους, πανεπιστημιακούς ή τρίτους, καταστρέφουν δημόσια αγαθά και προβαίνουν αναίτια και αδικαιολόγητα σε βιαιοπραγίες ή σε ποινικά αδικήματα. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η διάπραξη αυτόφωρων κακουργημάτων καθώς και η διακινδύνευση της ζωής επιτρέπουν και δικαιολογούν την χωρίς άδεια είσοδο αστυνομικών δυνάμεων στους πανεπιστημιακούς χώρους, μετά από παραγγελία των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, για την προστασία της ζωής και άλλων σημαντικών εννόμων αγαθών που κινδυνεύουν άμεσα.
Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ένα δικαίωμα ιερό, με ιστορία αιώνων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και το δυσφημίζουν ή συμβάλλουν στον εκφυλισμό τους όσοι ανεύθυνα και επιπόλαια το μετατρέπουν ή αφήνουν να μετατραπεί ή καλύπτουν ιδεολογικά την μετατροπή του από άσυλο των ιδεών σε άσυλο βιαιοπραγιών και καταστροφών.
Ο πρόσφατος νόμος για την ανώτατη παιδεία τροποποίησε τον παλαιότερο σχετικά με την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου χωρίς να καταστήσει όμως την προστασία του ασύλου καλλίτερη ούτε ασφαλέστερη. Αντίθετα, με μια σειρά διατάξεων του και ειδικά εκείνη του άρθρου 2 παρ. 5 του 1268/1982, όπως τροποποιήθηκε από το νέο νόμο, διευρύνθηκαν υπέρμετρα οι αξιόποινες πράξεις και έγινε οι περιγραφή τους με γενικόλογους και αόριστους προσδιορισμούς έτσι ώστε να καθίσταται η εκεί πρόβλεψη των αξιόποινων πράξεων αντίθετη στους συνταγματικούς ορισμούς του άρθρου 7 του Συντάγματος, που επιβάλλει τον την βέβαιη και ειδική περιγραφή της αξιόποινης πράξης. (Βλέπε σχετικά και τη θέση του καθηγητή Ν. Παρασκευόπουλου όπως δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες).
Η παραβίαση πάντως του ασύλου κινδυνεύει, ακόμη και σήμερα, κυρίως από τις δημόσιες αρχές και ειδικά από τις αστυνομικές, απέναντι στις οποίες και στρέφεται. Οι τρίτοι ή οι ομάδες ατόμων που εισβάλλουν αυθαίρετα στους πανεπιστημιακούς χώρους δεν παραβιάζουν, αν θέλουμε να κυριολεχτήσουμε, το πανεπιστημιακό άσυλο, απλώς χρησιμοποιούν το άσυλο καταχρηστικά καταστρέφοντας και καταπατώντας τους χώρους του διαπράττοντας, ενδεχομένως, άλλους είδους αξιόποινες παραβιάσεις, όχι όμως εκείνη της παραβίασης του ασύλου. Οι βιαιοπραγίες που διαπράττουν οδηγούν, πάντως μακρο-πρόσθεμα, σίγουρα στον εκφυλισμό του πανεπιστημιακού ασύλου και στην απάλειψη της αίγλης και της ηθικής ακτινοβολίας του. Το ίδιο κάνουν και οι παρατεταμένες, συχνές, αναίτιες και αυθαίρετες ‘καταλήψεις’ των πανεπιστημιακών από ομάδες φοιτητών ή από πανεπιστημιακές παρατάξεις.
Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι μια θεσμική εγγύηση της ελεύθερης και ανεξάρτητης διεξαγωγής της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας από κάθε είδους παρεμβάσεις, εκβιασμούς ή χειραγωγήσεις από οπουδήποτε και αν προέρχονται, είτε από δημόσιες είτε από ιδιωτικές εξουσίες. Στους πανεπιστημιακούς ανήκει σήμερα, όπως και πάντα η ηθική ευθύνη να διαφυλάξουν το αγαθό αυτό όχι μόνο από την παραβίασή του αλλά και από τον σταδιακό εκφυλισμό του, στον οποίο συντείνουν, δυστυχώς και αποφάσεις, πρακτικές ή ανταγωνισμοί των πολιτικών κομμάτων καθώς και η εκμετάλλευση που γίνεται των γεγονότων από την κερδοσκοπική αδηφαγία των ηλεκτρονικών κυρίως μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Τελειώνοντας θέλω να ρωτήσω τον Γιώργο αν θεωρεί και αν υπερασπίζεται τη θέση ότι η τέχνη, η επιστήμη, η διδασικαλία και και η έρευνα ειναι δικαιώματα (ελευθερίες) ανεπιφύλακτα ή αν τελούν και αυτά υπό την επιφύλαξη του νόμου και έχει γ αυτόν νόημα η διάκριση ανάμεσα σε ανεπιφύλακτα και μη δικαιώματα. Το άσυλο και η ακαδημαική ελευθερία τελούν υπό την επιφύλαξη του νόμου;
Jura sunt vigilantibus scripta
Το πανεπιστημιακό άσυλο και η αμφισβήτησή του
Γιώργου Σ.-Π. Κατρούγκαλου, Επ. Καθηγητή ΔΠΘ
ΕφημΔΔ Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2006, σελ. 678 κ.ε
[διαβάστε το άρθρο εδώ]
Η επικαιρότητα του πανεπιστημιακού ασύλου
και οι συνταγματικοί φραγμοί κατά της ανατροπής
Γιώργου Σ. Κατρούγκαλου, Αν. Καθηγητή ΔΠΘ

Μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, ήρθε για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο η αμφισβήτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, το οποίο βάλλεται εκ νέου ως «παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία, θεσμοθετημένης ασυδοσίας». Το νέο στοιχείο είναι ότι οι βολές δεν προέρχονται πλέον μόνο από συντηρητικούς χώρους. Πρόσφατα, για παράδειγμα, δημοσιεύθηκε άρθρο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου το οποίο καλεί σε νομοθετική κατάργηση του ασύλου[1].
Επέλεξα σαν καμβά, ή μάλλον ως παρτιτούρα αντίστιξης των όσων ακολουθούν το άρθρο αυτό όχι μόνον γιατί οι κριτικές του παρατηρήσεις είναι απείρως σοβαρότερες από αυτές των συνήθων πολεμίων του ασύλου, αλλά κυρίως γιατί ο δάσκαλος μου στο πρώτο έτος της νομικής είναι από τα βασικά μέλη του κύκλου μας, οπότε η κριτική μου δεν είναι τόσο εν δήμω όσο εν οίκω.
Στο πρώτο μέρος της μικρής αυτής συμβολής αναφέρομαι κριτικά στις πολιτικές παραμέτρους του ζητήματος, στο δεύτερο στη συνταγματική του διάσταση.

Α- Η αβάσιμη πολιτική αμφισβήτηση της αναγκαιότητας του ασύλου
Υπάρχουν δύο βασικά επιχειρήματα πολιτικής, εκ των οποίων το ένα προβάλλει τον απολιθωματικό του χαρακτήρα, ότι, δηλαδή, δεν υπηρετεί πλέον καμιά σκοπιμότητα. Το δεύτερο προβάλλει τους κινδύνους διάχυσης της «ανομίας» που αυτό συνεπάγεται.
Πρώτο επιχείρημα: Το άσυλο δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά πουθενά στον κόσμο. Γιατί, στις μεν δημοκρατίες, η αστυνομία ούτε που διανοείται να επέμβει στα ΑΕΙ χωρίς να κληθεί από τις πανεπιστημιακές αρχές. Στις δε δικτατορίες επεμβαίνει ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει κανέναν.
Το έτος 1977 ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε διοριστεί από μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας, γενικά, ομαλής κοινοβουλευτικής ζωής, εξέδωσε την παρακάτω γνωμοδότηση, ως προς τα όρια επέμβασης της αστυνομικής δύναμης στο Πανεπιστήμιο:
«Ειδικώτερον η παρουσία της αστυνομικής αρχής και η υπ' αυτής ενέργεια των εκ των νόμων επιβαλλομένων εις αυτήν, εις προσιτούς εις πάντα Πανεπιστημιακούς χώρους, ως λ.χ. εις τον προ του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών τοιούτον, δεν χρήζει της αδείας οιουδήποτε. (…)
Η παρουσία της αστυνομικής αρχής εις τας φοιτητικάς συνελεύσεις όταν αύται πραγματοποιούνται άνευ εγγράφου αδείας του Πρυτάνεως (…) ως επίσης εις τας κατόπιν αδείας πραγματοποιούμενας συνελεύσεις, τας εκ του σκοπού των παρεκτραπείσας και μεταβληθείσας εις πολιτικάς συναθροίσεις περιέχουσας τον αυτόν κίνδυνον, η αστυνομική αρχή, δεν, έχει, κατά την γνώμην μας, ανάγκην αδείας τινός. (…) Εις την αστυνομικήν αρχήν επιβάλλεται ιδιαιτέρως ή μέριμνα αμέσου διαγραφής των εγγραφών και αφαιρέσεως των επικολληθέντων εντύπων και των «πανώ».

Τα παραπάνω μοιάζουν με δυστοπική εναλλακτική πραγματικότητα, δεν αποτελούν όμως επιστημονική φαντασία αλλά μια δυνάμει μελλοντική εξέλιξη ενός πανεπιστημίου χωρίς πανεπιστημιακό άσυλο, αν σκεφτεί κανείς και την εν γένει τάση ενδυνάμωση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου και παρακολούθησης μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η διαμόρφωση ενός νέου παραδείγματος αμφισβήτησης των εγγυήσεων προστασίας της ασφάλειας του προσώπου. Τούτο συμβαίνει αφενός με ευθείες νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, η εγκατάσταση συστημάτων παρακολούθησης και αφετέρου με υπόγειες κινήσεις των κατασταλτικών μηχανισμών (βλ. π.χ. τη μυστική κράτηση σε φυλακές ευρωπαϊκών χωρών και διακομιδή απαχθέντων κρατούμενων της CIA που κατήγγειλε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[2], τις «δικές μας» απαγωγές Πακιστανών κ.λ.π.).
Για το λόγο αυτό ως αυτονόητο γεγονός και χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποδέχθηκε την εισήγηση του Αντώνη Μανιτάκη, κατά την οποία «η παραβίαση πάντως του ασύλου κινδυνεύει, βέβαια, ακόμη και σήμερα, κυρίως από τις δημόσιες αρχές και ειδικά από τις αστυνομικές, απέναντι στις οποίες και στρέφεται»[3].

Επιχείρημα δεύτερο: Για συμβολικούς πρωτίστως λόγους, πρέπει και σήμερα η νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου να καταργηθεί. Όχι απλώς επειδή, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν υπηρετεί καμιάν απολύτως σκοπιμότητα. Αλλά γιατί το άσυλο, έτσι όπως έχει καταντήσει, υποθάλπει, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, τη βία και την ανομία.
Οι βανδαλισμοί σε κατειλημμένα κτίρια αποτελούν από πολιτική άποψη εκφυλιστικά φαινόμενα, από δε πλευράς συνταγματικού δικαίου κλασική περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος (του αντανακλαστικού δικαιώματος που απορρέει από τη θεσμική εγγύηση για απόκρουση κάθε αστυνομικής επέμβασης) κατ’ άρθρο 25 παρ. 3 και συνεπάγονται την άρση της συνταγματικής προστασίας[4].
Άλλωστε, η απαγόρευση επέμβασης αφορά μόνο τη δημόσια δύναμη, ενώ τα πανεπιστημιακά όργανα όχι απλώς μπορούν, αλλά οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία, κατά την κρίση τους, μέτρα φύλαξης ή επιτήρησης, ώστε να είναι δυνατή η ασφαλής κίνηση και παραμονή στους πανεπιστημιακούς χώρους[5]. Αν δεν το πράξουν, παραβιάζουν θεσμική τους υποχρέωση, χωρίς να ευθύνεται για αυτό το πανεπιστημιακό άσυλο[6]. Εξυπακούεται δε ότι αποτελεί υποχρέωση, όχι νομική, αλλά θεσμική, πολιτικό καθήκον του φοιτητικού κινήματος να περιφρουρήσει εξαρχής το ίδιο το χώρο του. Όταν οι περιστάσεις έχουν φτάσει στο σημείο να απαιτούν επέμβαση των πρυτανικών ή άλλων αρχών, τούτο αποτελεί από μόνο του απόδειξη της αποτυχίας του φοιτητικού κινήματος και της εν γένει πανεπιστημιακής κοινότητας να ανταποκριθεί στην υποχρέωση του αυτή.
Η λογική, όμως, κατά την οποία όταν υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος θα πρέπει να καταργείται το ίδιο το δικαίωμα, προφανώς θα οδηγούσε στην πλήρη κατάργηση μιας σειράς δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης (ελευθερία συνάθροισης, συνεταιρίζεσθαι, συνδικαλιστική ελευθερία κ.λ.π.). Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς συνταγματολόγο που να αποδέχεται παρόμοια προοπτική.
Β- Η συνταγματική κατοχύρωση του ασύλου και η συνεπαγόμενη αδυναμία νομοθετικής του κατάργησης
Ευτυχώς ή δυστυχώς, πάντως, η κατάργηση (όχι, προφανώς, η ρύθμιση επιμέρους πλευρών της προστασίας του ασύλου) εκφεύγει της αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη. Και τούτο γιατί τούτο έχει διπλή συνταγματική κατοχύρωση, αφενός ως έκφανση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου λόγω σχετικού συνταγματικού εθίμου. Συνεπώς, το άσυλο προϋπήρχε της νομοθετικής του κατοχύρωσης και για το λόγο αυτό ο νομοθέτης του ν. 1268/1982 συνειδητά χρησιμοποίησε τη φράση «αναγνωρίζεται το Πανεπιστημιακό Άσυλο»[7], για να δείξει ακριβώς ότι δεν θεσπίσθηκε το πρώτον, αλλά υφίστατο ήδη, ως εθιμικός κανόνας συνταγματικής περιωπής, κατά το χρόνο της ρύθμισης.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στο πανεπιστημιακό άσυλο και σε «άσυλα» προηγούμενων ιστορικών περιόδων έγκειται ακριβώς στον πολιτικό χαρακτήρα του πρώτου, σε αντίθεση με το θεολογικό-ιδεολογικό χαρακτήρα των τελευταίων[8]. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί μία κατάκτηση ελευθερίας που διαμορφώθηκε ιστορικά στο πλαίσιο του αγώνα για αυτονόμηση του Πανεπιστημίου αρχικά από τη μοναρχική και στη συνέχεια και από την εκκλησιαστική εξουσία. Για το λόγο αυτό όχι μόνον δεν αποτελεί «ελληνική πρωτοτυπία», αλλά θεωρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μία από τις βασικές θεσμικές εγγυήσεις του Πανεπιστημίου καθεαυτού[9].
Το άσυλο προστατεύει απολύτως και αυτοτελώς το χώρο του πανεπιστημίου, ανεξαρτήτως από το εάν εκτελούνται σε αυτό εκπαιδευτικές λειτουργίες[10]. Στο πλαίσιο αυτό εξασφαλίζει στις πανεπιστημιακές αρχές τον αποκλειστικό έλεγχο του χώρου ευθύνης τους, αποκλείοντας εκεί κάθε επέμβαση, ή και την απλή παρουσία της αστυνομίας[11], εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει[12]. Αποτελεί, επομένως, μία θεσμική εγγύηση που αποσκοπεί στο να προστατεύσει την αυτοδιοίκηση του Πανεπιστημίου, έναντι της κρατικής εξουσίας, ώστε να παραμείνει αυτό τόπος ακαδημαϊκής ελευθερίας και forum διακίνησης ιδεών.
Και τούτο γιατί ναι μεν ο αρχικός σκοπός της κατοχύρωσης του ήταν η θεσμική διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ακαδημαϊκής διδασκαλίας, το άσυλο όμως, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά, εγγυάται στα όργανα αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο κάθε πανεπιστημιακού χώρου, χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση[13]. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει συμβάλει η συμπληρωματική θεμελίωση του ασύλου στο σχετικό συνταγματικό έθιμο που έχει διαμορφωθεί το οποίο προστατεύει πλέον όχι μόνον την ακαδημαϊκή ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας, αλλά γενικότερα την διακίνηση των ιδεών, ακόμη και εάν δεν γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους ή από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Οι απαρχές της θεμελιωτικής animus του εν λόγω εθίμου ανιχνεύονται στο 19ο αιώνα, εφόσον έγινε επίκλησή του ήδη στο πλαίσιο της πρώτης κατάληψης πανεπιστημιακού κτιρίου στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 1897[14]. Σε όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα η ύπαρξη του ασύλου ήταν γενικής αποδοχής, με αμφισβήτηση μόνον των ορίων της χωρικής του έκτασης[15].
Είναι αλήθεια ότι συχνά το άσυλο παραβιάστηκε, πριν και μετά τη νομοθετική του κατοχύρωση. Οι παραβιάσεις αυτές δεν αποτελούν απόδειξη ανυπαρξίας ή ανατροπής του συνταγματικού εθίμου, για έναν απλό λόγο: οι αστυνομικές επεμβάσεις, ακόμη και κατά την δικτατορική περίοδο, πολύ περισσότερο μετά τη μεταπολίτευση, ουδέποτε έγιναν στο πλαίσιο πεποίθησης δικαίου ότι δεν υφίσταται πανεπιστημιακό άσυλο[16]. Τα όργανα της κρατικής εξουσίας πάντα δρούσαν θεωρώντας δεδομένου ότι υφίσταται κανόνας δικαίου που, κατ’αρχήν, δεν επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας δύναμης στο χώρο του πανεπιστημίου, και προέβαλαν post festum διάφορα προσχήματα για να δικαιολογήσουν την επέμβαση τους σε αυτό. Μάλιστα, η ιστορική ειρωνία είναι ότι ήταν η βιαιότερη πράξη κατάλυσής του που επιβεβαίωσε οριστικά την ευρεία συναίνεση γύρω από την ύπαρξή του: η επέμβαση του στρατού για τη συντριβή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Συνεπώς, η δημιουργία της animus προέκυψε αφενός θετικά, με τη στάση των φοιτητών και των οργάνων του φοιτητικού κινήματος που θεωρούσαν δεδομένη την ύπαρξή του, αλλά και αρνητικά, με την συμπεριφορά των κρατικών οργάνων αστυνόμευσης. Συνιστά, δηλαδή, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το υλικό στοιχείο, το corpus του εθίμου, δεν ανάγεται σε πράξη αλλά σε παράλειψη με συνείδηση δικαίου, την αποχή δηλαδή των διωκτικών οργάνων από τα συνήθη καθήκοντά τους στο χώρο που ορίζεται από το άσυλο.
Η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν είναι μόνο συνταγματική διάταξη. Πριν από αυτήν ήταν, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, διεκδίκηση• ύστερα από αυτήν είναι κατάκτηση. Και θα λειτουργήσει, στο μέτρο ιδίως που οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι στα ΑΕΙ θα έχουν τη θέληση να την περιφρουρήσουν και να την αξιοποιήσουν[17].

[1] Ν. Αλιβιζάτου, «Ασυλο: δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες», Καθημερινή, 22-02-09.
[2] Έκθεση σχετικά με την εικαζόμενη χρήση ευρωπαϊκών κρατών από τη CIA για τη μεταφορά και την παράνομη κράτηση ατόμων (2006/2200(INI)), http://www.europarl.europa.eu/comparl/tempcom/tdip/final_report_el.pdf.
[3] Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ψήφισμα για το ζήτημα του Πανεπιστημιακού Ασύλου, 27.09.07.
[4] Πρβλ. ΑΠ 230/1994 ΠοινΧρ 1994.461, κατά την οποία το «άσυλο έχει την έννοια του προσδιορισμού ορισμένου χώρου ως τέτοιου, όπου κατ' αρχήν η αστυνομική δύναμη δεν μπορούσε, αν δεν είχε προμηθευθεί ορισμένη άδεια εκ της αρμοδίας αρχής του οικείου ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, να προβαίνει σε συλλήψεις και όχι ως τέτοιου, όπου συγχωρείται η διάπραξη εγκλημάτων».
[5] Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το πανεπιστημιακό άσυλο ΠοινΔικ 6/2003. 664.
[6] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Το Πανεπιστημιακό άσυλο, Απόπειρα, Μάρτιος 1990.6, πρβλ. και σημ. 12.
[7] Άρθρο 2 παρ. 4 ν. 1268/1982.
[8] «Άσυλο» ήταν στην αρχαία και τη μεσαιωνική περίοδο ιεροί χώροι όπου οι φυγάδες ικέτες μπορούσαν να βρουν καταφύγιο, όπως ο «καθάρσιος» βωμός του Δία στην Ολυμπία, καλουμένου του Δία «θεού καθαρσίου». Στη βυζαντινή εποχή τυποποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του ασύλου με ρητές ρυθμίσεις του θετικού δικαίου. Έτσι, στην Α «Νεαρά» (Νovella) του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου οριζόταν ότι «η εκ των ιερών ασφάλεια τοις αδικουμένοις δίδοται, ουχί τοις αδικούσι», ενώ ανάλογη ρύθμιση υπάρχει και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (βιβλίο β' τίτλος θ'). Εκεί επαναλαμβάνεται και ανάλογη πρόβλεψη των Βασιλικών για την τιμωρία αυτού που παραβιάζει το άσυλο: «ο αυτογνωμόνως αποσπάσας τον καταφυγόντα εις την αγίαν εκκλησίαν τύπτεται, κείρεται και εξορίζεται». Βλ. σχετικά Ν. Πασχαλίδη, Το Πανεπιστημιακό Άσυλο, Υπεράσπιση, 1999.1283.
[9] Βλ. σχετικά Δ. Σαραφιανό, Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, αδημ. διδ. διατρ., 1994, σ. 331, με παραπομπές στους Mourgeon-Theron και Β. Toulemond, Les libertés et franchises universitaires en France, Revue des droits de l’ homme IV-1, 1971 σ. 8-10.
[10] «Το άσυλο αφορά το χώρο», παρατηρεί εύστοχα η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου (Το πανεπιστημιακό άσυλο ΠοινΔικ 6/2003. 664). «Εφόσον η πλήρης αυτοδιοίκηση κατοχυρώνει την αποκλειστική ευθύνη των πανεπιστημιακών οργάνων να αποφασίζουν για τον τρόπο λειτουργίας όλων των χώρων που χρησιμοποιούνται από το διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές, είτε για διδασκαλία και έρευνα είτε και για την υποστήριξη της συμμετοχής τους στην ακαδημαϊκή ζωή, οι ίδιοι αυτοί χώροι καλύπτονται και από το πανεπιστημιακό άσυλο».
[11] Δεδομένου ότι και η απλή παρουσία μπορεί να επενεργήσει αρνητικά στην ακαδημαϊκή ελευθερία. Βλ. σχετικά Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών 4/1989, πρβλ. Δ. Σαραφιανό, Θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, ό.π., σ. 431.
[12] Εύλογη εξαίρεση προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του νόμου 1268/1982, για τα αυτόφωρα κακουργήματα ή τα εγκλήματα κατά της ζωής, για την αντιμετώπιση των οποίων η αστυνομία όχι απλώς μπορεί αλλά υποχρεώνεται να επέμβει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από απλή πρόσκληση του οικείου πρύτανη. Η Συμεωνίδου-Καστανίδου, (ibidem) υπενθυμίζει ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται εγκλήματα τα οποία έχουν διαπραχθεί σε ακαδημαϊκούς χώρους χωρίς η αστυνομία να ενεργήσει κατασταλτικά, ως όφειλε, όπως αυτά της κατοχής εκρηκτικών υλών (άρθρο 272 ΠΚ) του εμπρησμού από τον οποίο μπορεί να προκληθεί κίνδυνος ανθρώπου (άρθρο 1 264 περ. β' ΠΚ), της έκρηξης (άρθρο 270 ΠΚ), της διακίνησης ναρκωτικών (άρθρα 5, 6 και 8 Ν 1 729/1987).
[13] Contra η Γνωμοδότηση 1/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2003.272, κατά την οποία η φοιτητική εστία του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, μολονότι περιλαμβάνεται στην περίφρακτη έκταση της Πολυτεχνειούπολης, δεν καλύπτεται από το πανεπιστημιακό άσυλο, όπως και η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 7/1989, κατά την οποία «ο χώρος του (πανεπιστημιακού) Νοσοκομείου Ρίου Πατρών δεν αποτελεί πανεπιστημιακόν χώρον και δύναται η δημόσια δύναμις να επέμβει εάν παραστεί ανάγκη προς τούτο προς προστασίαν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας.»
[14] Βλ. σχετικά Χρ. Λάζο, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα, Αθήνα 1987, σ. 168, «Ιός», Ποιος φοβάται το άσυλο; «Ελευθεροτυπία» 26/11/2006.
[15] Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις του Ε. Γιαννόπουλου, «Νομικός Διάλογος», τχ. 2, 10/1979, «Ιός», Ποιος φοβάται το άσυλο; Ibidem.
[16] Πρβλ. Μ. Παπάζογλου, Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1975.
[17] Αρ. Μάνεσης, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, σε Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, 1980.674, σ. 714.
Άσυλο: δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες
Νίκου Κ. Αλιβιζάτου

Τα περιστατικά ωμής και απρόκλητης βίας που σημειώθηκαν τον τελευταίο καιρό σε βάρος πανεπιστημιακών καθηγητών μέσα στο χώρο της δουλειάς τους (Γιάννης Παπαδάτος, Γιάννης Πανούσης και όχι μόνο) δείχνουν ότι η κατάσταση με το άσυλο έχει φτάσει στο απροχώρητο.

Η ευγενέστερη κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος, στα δύσκολα χρόνια του μετεμφυλιακού διχασμού και της δικτατορίας, έχει εκφυλισθεί σε άλλοθι για τον περιορισμό -αν όχι και την κατάργηση- της ελευθερίας του λόγου, της έρευνας και της διδασκαλίας, εκεί όπου εξ ορισμού θα έπρεπε κατ’ εξοχήν να προστατεύεται. Ταυτόχρονα, το άσυλο «στέγασε» κάθε μορφής παρανομίες και επέτρεψε τον δημόσιο εξευτελισμό δασκάλων, σε βαθμό τόσο απάνθρωπο, που κανένα καθεστώς, κανένα κόμμα, καμιά παράταξη στη νεότερη ιστορία μας δεν είχε ως σήμερα αποτολμήσει. Ακόμη και σε περιόδους μεγάλης πολιτικής έντασης.

Η κατάσταση λοιπόν έχει φθάσει στο ως εδώ και μη παρέκει. Για να σωθεί ό,τι έχει απομείνει από το ελληνικό πανεπιστήμιο, δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες.

*****

Το άσυλο δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά πουθενά στον κόσμο. Γιατί, στις μεν δημοκρατίες, η αστυνομία ούτε που διανοείται να επέμβει στα ΑΕΙ χωρίς να κληθεί από τις πανεπιστημιακές αρχές. Στις δε δικτατορίες επεμβαίνει ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει κανέναν.

Η ρητή νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου, με τον νόμο-πλαίσιο του 1982, είχε συμβολικό νόημα. Θεσπίσθηκε για να τιμήσει τους φοιτητικούς αγώνες κατά της δικτατορίας, και όχι γιατί το πανεπιστημιακό άσυλο παραβιάσθηκε ποτέ, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Για συμβολικούς λοιπόν πρωτίστως λόγους, πρέπει και σήμερα η νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου να καταργηθεί. Όχι απλώς επειδή, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν υπηρετεί καμιάν απολύτως σκοπιμότητα. Αλλά γιατί το άσυλο, έτσι όπως έχει καταντήσει, υποθάλπει, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, τη βία και την ανομία.
*****

Από εκεί και πέρα, θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι, με την κατάργηση των σχετικών διατάξεων, θα εξαλειφθεί αυτομάτως η βία από το ελληνικό πανεπιστήμιο. Όπως συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατικές χώρες, η αστυνομία θα διστάσει να επέμβει -στις ακραίες περιπτώσεις που πρέπει δίχως άλλο να επέμβει- αν οι πανεπιστημιακές αρχές δεν την καλέσουν. Θα πρέπει, λοιπόν, πάνω απ’ όλα, όλοι όσοι συγκροτούμε την πανεπιστημιακή κοινότητα (διδάσκοντες προπάντων και φοιτητές) να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Εδώ, ωστόσο, επιβάλλεται να γίνει μια σημαντική διάκριση:

Τους κουκουλοφόρους και τους κάθε είδους οπαδούς της βίας, των ξυλοδαρμών και της τρομοκρατίας, οι πανεπιστημιακοί δεν μπορούμε ασφαλώς να τους σταματήσουμε. Αν η αστυνομία δεν κάνει τη δουλειά της, οι επιδρομές τους στα πανεπιστήμια θα συνεχισθούν, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει ως πού μπορεί να φθάσουν.

Απεναντίας, για τη βία που ασκείται μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο με τη μορφή προπηλακισμών, διακοπής μαθημάτων, κατάληψης αιθουσών και ολόκληρων κτιρίων, τη βία δηλαδή που «ανεπαισθήτως» ανεχόμαστε όλοι ως συγχωρητέα τάχα «ελληνική ιδιομορφία» και «αναγκαίο κακό»- θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι υπεύθυνοι για την αντιμετώπισή της είμαστε κυρίως εμείς οι ίδιοι. Εν ανάγκη και με τη βοήθεια της αστυνομίας.

*****

Προς τούτο, εμείς οι διδάσκοντες θα πρέπει από τη μια να ξεπεράσουμε τον καιροσκοπισμό που οδηγεί στη συναλλαγή, ακόμη και με τους οπαδούς αυτής της βίας, για την εκλογή σε πανεπιστημιακά αξιώματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και, από την άλλη, όσοι τουλάχιστον από μας συμβάλαμε, υπό διαφορετικές συνθήκες, στην κατοχύρωση του ασύλου, να εγκαταλείψουμε τους πατριωτισμούς εκείνων των εποχών, οι οποίοι μας έχουν καθηλώσει στην αδράνεια και την ανυποληψία.

Ίσως τότε, εμείς οι πανεπιστημιακοί να μπορέσουμε να «ξανα-ανακαλύψουμε» τη δουλειά μας. Μια δουλειά συναρπαστική, αφού μας συνδέει με ό,τι πιο ζωντανό και ωραίο διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Κάτι που δεν μπορεί να το εξασφαλίσει ούτε η δόξα μιας πολιτικής καριέρας, ούτε το χρήμα από την άσκηση του όποιου επαγγέλματος.

Αν το κατορθώσουμε, αν ξαναβρούμε δηλαδή τον χαμένο ενθουσιασμό μας, πιστεύω ότι οι λόγοι που γεννούν τη βία στο πανεπιστήμιο θα εκλείψουν σε μεγάλο βαθμό. Και έτσι το άσυλο θα ξαναβρεί το αρχικό, το ευγενικό νόημά του.
_________________
Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κώστα Στρατηλάτη

Αφορμή της παρέμβασής μου είναι δύο πτυχές της πρόσφατης πολιτικής συγκυρίας τις οποίες εκλαμβάνω ως συνδεόμενες μεταξύ τους και στην σύνδεσή τους ιδιαιτέρως ομιλητικές για εμάς τους συνταγματολόγους. Εάν οι εκτιμήσεις και οι αξιολογήσεις μου είναι αντικειμενικές, υποκειμενικές ή σωματικές, εάν συνιστούν άσκηση επαναστατικού καθωσπρεπισμού, αφήνω τις διακρίσεις αυτές στις μετα-ηθικές προτιμήσεις και στην φιλελεύθερη αισθητική του καθενός, αντιστοίχως.
Από τη μια πλευρά, παρατηρώ την κυβέρνηση να ικετεύει σχεδόν τις τράπεζες να μεταφέρουν στην «πραγματική οικονομία» τις προσόδους που ιδιοποιήθηκαν δια προηγηθείσας κρατικής παραχώρησης, με δηλωμένο σκοπό την ανακούφιση σημαντικής μερίδας συμπολιτών μας. Οι αιτίες και οι επιπλοκές του φαινομένου της συναινεσιουργού ικεσίας, που κάποιοι το συνδέουν με την απώλεια κυριαρχίας του δημοκρατικού κράτους και κάποιοι άλλοι με την πλημμελή πραγμάτωση του ρωλσιανού φιλελευθερισμού, είναι γνωστές, δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ. Από την άλλη πλευρά, παρατηρώ την κυβέρνηση συνεπικουρούμενη από την αντιπολίτευση, από την μιντιακή δημοσιότητα και από σημαντική μερίδα της φιλελεύθερης διανόησης στη χώρα μας, παρατηρώ λοιπόν όλους τους παραπάνω να επιδίδονται σε ασκήσεις υψηλής θεσμικής φαντασίας, σε ασκήσεις λεπτολογούσας νομικής τεχνολογίας, προκειμένου να προστατεύσουν πάση θυσία δια της ποινικής καταστολής τα συμφέροντα των καταστηματαρχών του Κολωνακίου που πλήττονται από τις επιθέσεις των «κουκουλοφόρων» (όπως βέβαια και για να προστατεύσουν την κοινωνία από τον ανασφαλή και «κακό», δηλαδή μη ορθοδόξως νεωτερικό εαυτό της). Οι αιτίες και αυτού του φαινομένου είναι γνωστές και δεν θα με απασχολήσουν εδώ. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι, ιδωμένα από κοινού, τα δύο αυτά φαινόμενα, η ικεσία από τη μια πλευρά και η εκλέπτυνση των κατασταλτικών τεχνικών από την άλλη πλευρά, συντείνουν στον θρίαμβο της νεοφιλελεύθερης λογικής και του κράτους της.
Εκτός από «ελάχιστο», το κράτος αυτό ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι πλήρως εργαλειακό ως προς τα συμφέροντα των τάξεων που «αντιπροσωπεύει». Δικαιούται όμως σήμερα να διαδηλώνει την μεροληπτικότητα του, χωρίς να επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να αμφισβητήσει την κατασταλτική ή/και συναινεσιουργό νομιμότητα του. Υπό συνθήκες πολιτισμού, ανεκτικότητας και συνενοχής, το νεοφιλελεύθερο κράτος διεκδικεί πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς τους τρόπους και τις εφαρμογές του. Για ορισμένες περιπτώσεις, επιφυλλάσσει την συμβολική και υλική επίταση του πειθαναγκασμού. Για άλλες περιπτώσεις, προσφεύγει στην ηθική της συναίνεσης, δηλαδή την πρακτική της θεσμικής απραξίας και τα ιδεολογικά εργαλεία της δήθεν διαρθρωτικής αδυναμίας του Πολιτικού. Το κράμα διαμορφώνεται μιντιακά και δημοσκοπικά, στις πιο κρίσιμες περιπτώσεις δια της γνωστής τακτικής του «σοκ και δέους»[1], προσαρμοσμένης στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Από την σκοπιά του «πολίτη», το κράτος αυτό μας παρέχει την επιλογή να προβάλλουμε κατά το δοκούν είτε την θετικιστική πίστη στην αποτελεσματικότητα των θεσμών είτε την ηθικιστική διαπίστωση περί της επισφαλούς θεσμικότητας της οργανωμένης κοινωνίας, επικαλούμενοι στην δεύτερη περίπτωση την όποια στοχαστική μας αμφιβολία και βέβαια την μαγική λέξη, την επιδίωξη της συναίνεσης. Αντίστοιχα, έχουμε την ευχέρεια να αποτιμούμε κάποιες φορές την αδυναμία του κράτους ως τεχνική ενώ κάποιες άλλες φορές ως διαρθρωτική. Την δεύτερη αυτή εκδοχή της αδυναμίας του κράτους οφείλουμε, βέβαια, να την παραμερίζουμε, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα που έχουν ορισμένες από τις δημοκρατικές υποχρεώσεις μας, όπως είναι η θωράκιση της ιδιοκτησίας των κατοίκων του Κολωνακίου δια της αυστηροποίησης του ποινικού κολασμού για τους «κουκουλοφόρους», όπως είναι επίσης (αλλά από άλλη σκοπιά) η επιβεβλημένη επίταση της διαβούλευσης περί της συνταγματικότητας μίας πιθανολογούμενης κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου (η οποία μάλλον δεν θα επιχειρηθεί ποτέ στην πράξη, γιατί βέβαια δεν είναι το άσυλο καθ’εαυτό εκείνο που ενδιαφέρει τους κυβερνώντες).
Τα παραπάνω ενέχουν ακύρωση της καθολικής-ηθικοπολιτικής δεσμευτικότητας και του κοινωνικά ενοποιητικού ρόλου του Συντάγματος, που έτσι καθίσταται σύνταγμα με γράμματα πολλά και πολύχρωμα ίσως, αλλά μικρά σίγουρα. Από ειδικότερη, πιο τεχνική σκοπιά, η σκέψη μου είναι ότι τα παραπάνω ενέχουν ακύρωση της ισοτιμίας των συνταγματικών διατάξεων.
Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείτει κανείς εδώ ότι η ειδική μας μέριμνα για την ιδιοκτησία των κατοίκων του Κολωνακίου συνιστά επιβεβαίωση της αταλάντευτης προσήλωσής μας στην διασφάλιση της (αδιάκριτης, ιδιωτικής, κοινωνικής και πολιτικής) αυτονομίας του συνόλου των συμπολιτών μας και άρα επιβεβαίωση ακριβώς της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων. Όπως παρατήρησε θριαμβολογώντας γνωστός τηλεσχολιαστής, τί μας αποτρέπει από το να μεταφράσουμε την ευαισθησία μας απέναντι στους λόγους των κουκουλοφόρων σε ευαισθησία απέναντι στους λόγους των ληστών, των σωματεμπόρων και των λοιπών εγκληματιών του «κοινού» ποινικού δικαίου;
Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη και εν ολίγοις παραπλανητική ή «ιδεολογική», άρα μεροληπτική με τη σειρά της. Οι αρχές της ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων και της ενότητας του Συντάγματος δεν αποτελούν δόγματα ή αξιώματα του κοινωνικο-πολιτικού και νομικού μας πολιτισμού. Στην κανονιστική τους διάσταση, οι αρχές αυτές αποτελούν αιτήματα τα οποία προσκαλούν σε αδογμάτιστη και λεπτολογούσα μέριμνα, σε ακριβοδίκαιη, εν επιτελέσει διαφοροποιητική και εν δυνάμει ενοποιητική ενεργοποίηση των θεσμών, σε αναστοχαστική αναζήτηση της ενότητας αλλά και της διαφορετικότητας των κοινωνικών σκοπών και αξιών ως τέτοιων. Η τυπική ισοτιμία των συνταγματικών διατάξεων δεν αποτελεί από μόνη της απόδειξη της ισοδυναμίας των αξιών και των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα κατοχυρώνει και προωθεί.
Με τον όρο ισοδυναμία δεν αναφέρομαι εδώ μόνον στην ηθική αξία ή απαξία των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται και τις οποίες κατοχυρώνει ή αποτρέπει το Σύνταγμα. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η ανάδειξη της ισοδυναμίας ­και της διαφορετικότητας των συνταγματικών αξιών από την σκοπιά της συγκρότησης της συνταγματικής τάξης και των εσωτερικών, εφαρμοστικών, θεσμικών, μορφωτικών κ.ο.κ. λειτουργιών της. Από την σκοπιά αυτή, είναι ίσως χρήσιμη μία παραμελημένη διάκριση της καντιανής πολιτικής φιλοσοφίας (για την ακρίβεια, τεχνηέντως παραμελημένη από τους ρωλσιανούς επιγόνους του Καντ και τεχνηέντως παρανοημένη από τους χομπσιανούς ή άλλους αντιπάλους της καντιανής φιλοσοφίας, για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εκτεθούν). Αναφέρομαι εδώ στην διάκριση ανάμεσα στο «εγγενές» και στο «κτηθέν» Δίκαιο, η οποία αποτελεί την κεντρική θεματική της Θεωρίας Δικαίου του Καντ[2] και η οποία δεν ταυτίζεται ούτε με τη διάκριση ανάμεσα σε φυσικό (προπολιτικό, ορθολογικό κ.ο.κ.) και θετικό (θεσμικό, καταναγκαστικό κ.ο.κ.) δίκαιο, ούτε με άλλες παραπλήσεις διακρίσεις, όπως αυτές που υποκρύπτονται πίσω από την κλασική αλλά σήμερα παραπλανητική κατηγοριοποίηση των δικαιωμάτων σε αμυντικά-ατομικά, πολιτικά-συμμετοχικά και κοινωνικά-συναινεσιακά. Χονδρικά, το (συνταγματικά) «εγγενές» Δίκαιο αναφέρεται σε όλες εκείνες τις όψεις της βιολογικής, ψυχολογικής, επικοινωνιακής και κοινωνικής μας αυτοτέλειας οι οποίες προκύπτουν ευθέως από το ιδεώδες της ελεύθερης συνύπαρξης των ανθρώπων. Το «κτηθέν Δίκαιο» από την άλλη πλευρά, αναφέρεται σε όλες εκείνες τις εξουσιοδοτήσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που αναφέρονται μεν στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά ως διαμεσολαβημένες από τις (εμπράγματες, ενοχικές και άλλες) σχέσεις τους με τα αντικείμενα του (περατού) εξωτερικού κόσμου. Για τα δικαιώματα του κτηθέντος Δικαίου δεν αρκεί η αταλάντευτη προσήλωσή μας στην αυτονομία των «συνανθρώπων» ή «συμπολιτών» μας. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αναγκαίες αλλά προσωρινές παραχωρήσεις του Δικαίου και η νομιμότητά τους εξαρτάται από την ικανότητα του Kράτους Δικαίου να αναδιαμορφώνει διαρκώς το σύνολο των θεσμών, προκειμένου να εξελίσσονται (και όχι να αναστέλλονται) οι κατακτήσεις της διανεμητικής δικαιοσύνης. Από τη σκοπιά του κλασικού συνταγματικού δικαίου, τα δικαιώματα αυτά (κατά βάση ιδιοκτησιακά ή περιουσιακά αλλά με επεκτάσεις στο πεδίο θεσμικής αναφοράς του συνόλου σχεδόν των λοιπών δικαιωμάτων του συνταγματικού κράτους) αντιστοιχούν χονδρικά στις λεγόμενες «θεσμικές εγγυήσεις» ή/και στις «εγγυήσεις θεσμών» (η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τελευταίων μορφωμάτων είναι σημαντική αλλά σήμερα επίσης παραπλανητική). Τα δικαιώματα, οι εξουσιοδοτήσεις, οι θεσμικές διασφαλίσεις και οι ελευθεριακές ευχέρειες του κτηθέντος Δικαίου είναι πάντα προσωρινές, εν αναμονή και εν αναδιανομή. Οι εφαρμοστικοί διάλογοι που αναφέρονται στα δικαιώματα αυτά απαιτούν διαρκή, συνολική και προοδευτική δηλαδή αποφασιστική αντιμετώπιση του κοινωνικού ζητήματος μάλλον παρά διακηρύξεις περί της αταλάντευτης προσήλωσης «όλων μας» στο ιδεώδες της αυτονομίας και αυστηρές, δια μονοκοντυλιάς θεσμικές «λύσεις».
Ενόψει της διάκρισης αυτής, η τρέχουσα πολιτική συγκυρία φαντάζει σχιζοφρενικά κυνική, τουλάχιστον από τη σκοπιά του ενοποιητικού ρόλου του Συντάγματος και της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεών του. Η ιδιοκτησία του ατόμου, η επιχειρηματική ελευθερία και η χρηματιστηριακή κυκλοφορία, μαζί και όλες οι προστατευτικές ευχέρειες που συνδέονται με τον λόγο αυτών των ελευθεριών (κατασταλτικές, αλλά και δημοσιογραφικές, νομικο-επιστημονικές κ.ο.κ.) έχουν αναχθεί σε ύστατη θεμελιωτική αρχή δια της δογματικής αναγωγής τους στην αυτονομία του καθενός και όλων. Η βιοτική αλλά και επικοινωνιακή, κοινωνική και πολιτική αυτοτέλεια όσων αδυνατούν από μόνοι τους να την κατακτήσουν έχει παραδοθεί στην θεσμική απραξία και σε όλα τα θεσμικά, ιδεολογικά και νομικο-τεχνικά, κατασταλτικά εν τέλει άρματα του συνταγματικού κράτους. Η τυπική ισοδυναμία των συνταγματικών διατάξεων διαψεύδεται πανηγυρικά στο πεδίο των αξιών, της πραγμάτωσης και της δημοκρατικής εφαρμογής, το πεδίο των πολιτικών συσχετισμών. Το Σύνταγμα μεταβάλλεται σε σύνταγμα με γράμματα μικρά και τίθεται στο περιθώριο της ιστορίας. Η επίκλησή του παγιδεύεται στα αδιέξοδα μονοπάτια του πολιτικού ηθικισμού, ο οποίος σήμερα έχει προσλάβει τη μορφή μανιώδους αναζήτησης πολιτικών καθωσπρεπισμών, την καταδίωξη των οποίων εμείς οι νομικοί επιστήμονες φαίνεται κάποιες φορές να έχουμε αναγάγει σε ύστατο συνταγματικό, επιστημολογικό ή άλλο χρέος μας. Σε περιστάσεις τέτοιες, μου μοιάζει εξωπραγματικό και αντιπολιτικό να απαιτώ από τους σημερινούς «ξεβράκωτους» να προβούν σε λεπτολογούσες σταθμίσεις και σε προσεκτική επιτέλεση των ορθόδοξων επαναστατικών τους καθηκόντων. Ασφαλώς και ο Οιδίποδας έκανε κακό στον εαυτό του τη στιγμή που αυτο-τυφλωνόταν. Δεν ξέρω όμως ποιό θα ήταν το νόημα της τραγωδίας, εάν τη στιγμή που το επιχειρούσε παρενέβαινε ο χορός και του εξηγούσε τις κακές επιπτώσεις της τύφλωσης.

[1] Βλ. Naomi Klein, The Shock Doctrine, Penguin, London, 2008.
[2] Βλ. Immanuel Kant, Metaphysics of Morals, Part I: Doctrine of Right, στο Practical Philosophy, επιμ.-μτφ. Mary Gregor, Oxford University Press, New York, 1996.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΪΤΟΥΡΙΔΗΣ

Μοιάζει εύκολο, σχεδόν αυτονόητο να λάβει κανείς ως σημείο αφετηρίας το λόγο των υποκειμένων, προκειμένου να αναλύσει τη νομική και πολιτική συγκυρία. Τα «Δεκεμβριανά 2008» υπήρξαν, από την άποψη αυτή, συν τοις άλλοις εξαιρετικά «ομιλητικά», σε ορισμένες περιπτώσεις στα όρια της φλυαρίας: αδιάκοπες καταγγελίες κατά της αστυνομικής βίας, καλέσματα για αντίσταση και, οπωσδήποτε, ένας «υστερικός» καθολικός νομικός λόγος από την πλευρά της αυτοανακηρυχθείσας πρωτοπορίας. Λόγος για την εκδίκηση, για το δίκιο της επανάστασης, για το δικαίωμα στο αύριο, για την πραγματική δικαιοσύνη και βέβαια λόγος κατά της «εξουσίας»…. Τίποτε πρωτότυπο, τίποτα νέο …από ένα σημείο και μετά. Επανάληψη, στην πραγματικότητα, της καθημερινής πρακτικής αρκετών, τόσο από τους «επαναστάτες», όσο και από τους «βολεμένους»: αφού μιλάς, όσο το δυνατόν περισσότερο, για το καθολικό, για την επανάσταση και τη δικαιοσύνη, τόσο πιο επαναστάτης και δίκαιος είσαι.

Θα πρότεινα να αποφύγουμε αυτήν την έντεχνη ταύτιση συνείδησης και είναι, η οποία συχνά στην πράξη θα διαμεσολαβηθεί αναγκαία από την προσφυγή στην άκριτη βία, και να εκκινήσουμε από τα «σώματα» των υποκειμένων. Στη σκιά και κάτω από την εκκωφαντική ομιλία των παραδοσιακών κέντρων της Αθήνας (και της «πρωτοπορίας» της ελληνικής συνείδησης), μια ομάδα εργαζομένων (που καθαρίζουν, ανάμεσα σε άλλα, τους υπολογιστές, τα σπίτια και τα γραφεία όλων εκείνων που ζουν στο προσκήνιο), και μια δυναμική συνδικαλίστρια από ξεχασμένες γειτονιές άρθρωναν πεισματικά, δυναμικά και πρόσωπο με πρόσωπο με τους αντιπάλους τους έναν λόγο μερικό, χωρίς καθολικότητα. Ο λόγος τους φαινομενικά προσανατολισμένο στο πλέον «ενδεές» των ιδανικών: την εφαρμογή μιας εγκυκλίου. Ασφαλώς θα παρέμενε στα ψιλά γράμματα ο λόγος του συνδικαλισμού, ο οποίος, όμως, επειδή ακριβώς εκφερόταν συστηματικά, σε οργανωμένες επίμονες πρακτικές και πρόσωπο με πρόσωπο διεκδικήσεις, μονότονα και βαρετά – «εφαρμόστε το νόμο και το σύνταγμα, ίσα για όλους τους συναδέλφους» - αποδείχθηκε εξαιρετικά επικίνδυνος. Ο τρόπος που ο λόγος συνδέθηκε με την εκφορά του, στο πρόσωπο και τη δράση της Κωνσταντίνας Κούνεβα, με την αδιαπραγμάτευτη εμμονή της στην ισότητα και στην καταβολή των νομίμων αποδοχών, ήταν τόσο ανατρεπτικός και ριζοσπαστικός που μόνο με τη στόχευση στην εκφορά / στο πρόσωπο μπορούσε να διακοπεί.

Ο λόγος της Κούνεβα, ακόμα και μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, (θα έπρεπε) να συνεχίζει να μας αφήνει άναυδους: όπως είπε νοσηλευόμενη, αγωνίστηκε πάνω από όλα για τις συναδέλφους της και «ντρέπεται» στο άκουσμα των σεναρίων που κυκλοφόρησαν με προτάσεις κομμάτων για εκλόγιμη θέση στην ευρωβουλή. Καμία διάθεση για άρθρωση καθολικού λόγου, καμία επιθυμία για παρέμβαση στην πολιτική πραγματικότητα, μόνο η διεκδίκηση του προσωπικού 114.

Ας μου επιτραπεί να διαγνώσω: να εφαρμοστεί ο νόμος (η εργατική νομοθεσία), να τηρηθεί το σύνταγμα – εδώ η δικαιοσύνη. Αυτό το πιο ενδιαφέρον, το πιο κρίσιμο, το συγκεκριμένο διακύβευμα: πότε έχουμε τήρηση και εφαρμογή του συντάγματος. Το κρίσιμο ερώτημα: τι είναι καταστρατήγηση / καταδολίευση των νόμων και του συντάγματος και πότε αυτή καθίσταται «πραγματικό» σύνταγμα. Και η καλύτερη κοινωνία, η ουτοπία, η συνταγματική δικαιοσύνη; Ας ξεκινήσουμε από τη διεκδίκηση της κυριαρχίας, την κατάφαση της εξουσίας.