Η επικαιρότητα του πανεπιστημιακού ασύλου
και οι συνταγματικοί φραγμοί κατά της ανατροπής
Γιώργου Σ. Κατρούγκαλου, Αν. Καθηγητή ΔΠΘ

Μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, ήρθε για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο η αμφισβήτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, το οποίο βάλλεται εκ νέου ως «παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία, θεσμοθετημένης ασυδοσίας». Το νέο στοιχείο είναι ότι οι βολές δεν προέρχονται πλέον μόνο από συντηρητικούς χώρους. Πρόσφατα, για παράδειγμα, δημοσιεύθηκε άρθρο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου το οποίο καλεί σε νομοθετική κατάργηση του ασύλου[1].
Επέλεξα σαν καμβά, ή μάλλον ως παρτιτούρα αντίστιξης των όσων ακολουθούν το άρθρο αυτό όχι μόνον γιατί οι κριτικές του παρατηρήσεις είναι απείρως σοβαρότερες από αυτές των συνήθων πολεμίων του ασύλου, αλλά κυρίως γιατί ο δάσκαλος μου στο πρώτο έτος της νομικής είναι από τα βασικά μέλη του κύκλου μας, οπότε η κριτική μου δεν είναι τόσο εν δήμω όσο εν οίκω.
Στο πρώτο μέρος της μικρής αυτής συμβολής αναφέρομαι κριτικά στις πολιτικές παραμέτρους του ζητήματος, στο δεύτερο στη συνταγματική του διάσταση.

Α- Η αβάσιμη πολιτική αμφισβήτηση της αναγκαιότητας του ασύλου
Υπάρχουν δύο βασικά επιχειρήματα πολιτικής, εκ των οποίων το ένα προβάλλει τον απολιθωματικό του χαρακτήρα, ότι, δηλαδή, δεν υπηρετεί πλέον καμιά σκοπιμότητα. Το δεύτερο προβάλλει τους κινδύνους διάχυσης της «ανομίας» που αυτό συνεπάγεται.
Πρώτο επιχείρημα: Το άσυλο δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά πουθενά στον κόσμο. Γιατί, στις μεν δημοκρατίες, η αστυνομία ούτε που διανοείται να επέμβει στα ΑΕΙ χωρίς να κληθεί από τις πανεπιστημιακές αρχές. Στις δε δικτατορίες επεμβαίνει ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει κανέναν.
Το έτος 1977 ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος είχε διοριστεί από μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας, γενικά, ομαλής κοινοβουλευτικής ζωής, εξέδωσε την παρακάτω γνωμοδότηση, ως προς τα όρια επέμβασης της αστυνομικής δύναμης στο Πανεπιστήμιο:
«Ειδικώτερον η παρουσία της αστυνομικής αρχής και η υπ' αυτής ενέργεια των εκ των νόμων επιβαλλομένων εις αυτήν, εις προσιτούς εις πάντα Πανεπιστημιακούς χώρους, ως λ.χ. εις τον προ του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών τοιούτον, δεν χρήζει της αδείας οιουδήποτε. (…)
Η παρουσία της αστυνομικής αρχής εις τας φοιτητικάς συνελεύσεις όταν αύται πραγματοποιούνται άνευ εγγράφου αδείας του Πρυτάνεως (…) ως επίσης εις τας κατόπιν αδείας πραγματοποιούμενας συνελεύσεις, τας εκ του σκοπού των παρεκτραπείσας και μεταβληθείσας εις πολιτικάς συναθροίσεις περιέχουσας τον αυτόν κίνδυνον, η αστυνομική αρχή, δεν, έχει, κατά την γνώμην μας, ανάγκην αδείας τινός. (…) Εις την αστυνομικήν αρχήν επιβάλλεται ιδιαιτέρως ή μέριμνα αμέσου διαγραφής των εγγραφών και αφαιρέσεως των επικολληθέντων εντύπων και των «πανώ».

Τα παραπάνω μοιάζουν με δυστοπική εναλλακτική πραγματικότητα, δεν αποτελούν όμως επιστημονική φαντασία αλλά μια δυνάμει μελλοντική εξέλιξη ενός πανεπιστημίου χωρίς πανεπιστημιακό άσυλο, αν σκεφτεί κανείς και την εν γένει τάση ενδυνάμωση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου και παρακολούθησης μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η διαμόρφωση ενός νέου παραδείγματος αμφισβήτησης των εγγυήσεων προστασίας της ασφάλειας του προσώπου. Τούτο συμβαίνει αφενός με ευθείες νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, η εγκατάσταση συστημάτων παρακολούθησης και αφετέρου με υπόγειες κινήσεις των κατασταλτικών μηχανισμών (βλ. π.χ. τη μυστική κράτηση σε φυλακές ευρωπαϊκών χωρών και διακομιδή απαχθέντων κρατούμενων της CIA που κατήγγειλε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[2], τις «δικές μας» απαγωγές Πακιστανών κ.λ.π.).
Για το λόγο αυτό ως αυτονόητο γεγονός και χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη η Εθνική Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποδέχθηκε την εισήγηση του Αντώνη Μανιτάκη, κατά την οποία «η παραβίαση πάντως του ασύλου κινδυνεύει, βέβαια, ακόμη και σήμερα, κυρίως από τις δημόσιες αρχές και ειδικά από τις αστυνομικές, απέναντι στις οποίες και στρέφεται»[3].

Επιχείρημα δεύτερο: Για συμβολικούς πρωτίστως λόγους, πρέπει και σήμερα η νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου να καταργηθεί. Όχι απλώς επειδή, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν υπηρετεί καμιάν απολύτως σκοπιμότητα. Αλλά γιατί το άσυλο, έτσι όπως έχει καταντήσει, υποθάλπει, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, τη βία και την ανομία.
Οι βανδαλισμοί σε κατειλημμένα κτίρια αποτελούν από πολιτική άποψη εκφυλιστικά φαινόμενα, από δε πλευράς συνταγματικού δικαίου κλασική περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος (του αντανακλαστικού δικαιώματος που απορρέει από τη θεσμική εγγύηση για απόκρουση κάθε αστυνομικής επέμβασης) κατ’ άρθρο 25 παρ. 3 και συνεπάγονται την άρση της συνταγματικής προστασίας[4].
Άλλωστε, η απαγόρευση επέμβασης αφορά μόνο τη δημόσια δύναμη, ενώ τα πανεπιστημιακά όργανα όχι απλώς μπορούν, αλλά οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία, κατά την κρίση τους, μέτρα φύλαξης ή επιτήρησης, ώστε να είναι δυνατή η ασφαλής κίνηση και παραμονή στους πανεπιστημιακούς χώρους[5]. Αν δεν το πράξουν, παραβιάζουν θεσμική τους υποχρέωση, χωρίς να ευθύνεται για αυτό το πανεπιστημιακό άσυλο[6]. Εξυπακούεται δε ότι αποτελεί υποχρέωση, όχι νομική, αλλά θεσμική, πολιτικό καθήκον του φοιτητικού κινήματος να περιφρουρήσει εξαρχής το ίδιο το χώρο του. Όταν οι περιστάσεις έχουν φτάσει στο σημείο να απαιτούν επέμβαση των πρυτανικών ή άλλων αρχών, τούτο αποτελεί από μόνο του απόδειξη της αποτυχίας του φοιτητικού κινήματος και της εν γένει πανεπιστημιακής κοινότητας να ανταποκριθεί στην υποχρέωση του αυτή.
Η λογική, όμως, κατά την οποία όταν υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος θα πρέπει να καταργείται το ίδιο το δικαίωμα, προφανώς θα οδηγούσε στην πλήρη κατάργηση μιας σειράς δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης (ελευθερία συνάθροισης, συνεταιρίζεσθαι, συνδικαλιστική ελευθερία κ.λ.π.). Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς συνταγματολόγο που να αποδέχεται παρόμοια προοπτική.
Β- Η συνταγματική κατοχύρωση του ασύλου και η συνεπαγόμενη αδυναμία νομοθετικής του κατάργησης
Ευτυχώς ή δυστυχώς, πάντως, η κατάργηση (όχι, προφανώς, η ρύθμιση επιμέρους πλευρών της προστασίας του ασύλου) εκφεύγει της αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη. Και τούτο γιατί τούτο έχει διπλή συνταγματική κατοχύρωση, αφενός ως έκφανση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου λόγω σχετικού συνταγματικού εθίμου. Συνεπώς, το άσυλο προϋπήρχε της νομοθετικής του κατοχύρωσης και για το λόγο αυτό ο νομοθέτης του ν. 1268/1982 συνειδητά χρησιμοποίησε τη φράση «αναγνωρίζεται το Πανεπιστημιακό Άσυλο»[7], για να δείξει ακριβώς ότι δεν θεσπίσθηκε το πρώτον, αλλά υφίστατο ήδη, ως εθιμικός κανόνας συνταγματικής περιωπής, κατά το χρόνο της ρύθμισης.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στο πανεπιστημιακό άσυλο και σε «άσυλα» προηγούμενων ιστορικών περιόδων έγκειται ακριβώς στον πολιτικό χαρακτήρα του πρώτου, σε αντίθεση με το θεολογικό-ιδεολογικό χαρακτήρα των τελευταίων[8]. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί μία κατάκτηση ελευθερίας που διαμορφώθηκε ιστορικά στο πλαίσιο του αγώνα για αυτονόμηση του Πανεπιστημίου αρχικά από τη μοναρχική και στη συνέχεια και από την εκκλησιαστική εξουσία. Για το λόγο αυτό όχι μόνον δεν αποτελεί «ελληνική πρωτοτυπία», αλλά θεωρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μία από τις βασικές θεσμικές εγγυήσεις του Πανεπιστημίου καθεαυτού[9].
Το άσυλο προστατεύει απολύτως και αυτοτελώς το χώρο του πανεπιστημίου, ανεξαρτήτως από το εάν εκτελούνται σε αυτό εκπαιδευτικές λειτουργίες[10]. Στο πλαίσιο αυτό εξασφαλίζει στις πανεπιστημιακές αρχές τον αποκλειστικό έλεγχο του χώρου ευθύνης τους, αποκλείοντας εκεί κάθε επέμβαση, ή και την απλή παρουσία της αστυνομίας[11], εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει[12]. Αποτελεί, επομένως, μία θεσμική εγγύηση που αποσκοπεί στο να προστατεύσει την αυτοδιοίκηση του Πανεπιστημίου, έναντι της κρατικής εξουσίας, ώστε να παραμείνει αυτό τόπος ακαδημαϊκής ελευθερίας και forum διακίνησης ιδεών.
Και τούτο γιατί ναι μεν ο αρχικός σκοπός της κατοχύρωσης του ήταν η θεσμική διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ακαδημαϊκής διδασκαλίας, το άσυλο όμως, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά, εγγυάται στα όργανα αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο κάθε πανεπιστημιακού χώρου, χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση[13]. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει συμβάλει η συμπληρωματική θεμελίωση του ασύλου στο σχετικό συνταγματικό έθιμο που έχει διαμορφωθεί το οποίο προστατεύει πλέον όχι μόνον την ακαδημαϊκή ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας, αλλά γενικότερα την διακίνηση των ιδεών, ακόμη και εάν δεν γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους ή από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Οι απαρχές της θεμελιωτικής animus του εν λόγω εθίμου ανιχνεύονται στο 19ο αιώνα, εφόσον έγινε επίκλησή του ήδη στο πλαίσιο της πρώτης κατάληψης πανεπιστημιακού κτιρίου στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 1897[14]. Σε όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα η ύπαρξη του ασύλου ήταν γενικής αποδοχής, με αμφισβήτηση μόνον των ορίων της χωρικής του έκτασης[15].
Είναι αλήθεια ότι συχνά το άσυλο παραβιάστηκε, πριν και μετά τη νομοθετική του κατοχύρωση. Οι παραβιάσεις αυτές δεν αποτελούν απόδειξη ανυπαρξίας ή ανατροπής του συνταγματικού εθίμου, για έναν απλό λόγο: οι αστυνομικές επεμβάσεις, ακόμη και κατά την δικτατορική περίοδο, πολύ περισσότερο μετά τη μεταπολίτευση, ουδέποτε έγιναν στο πλαίσιο πεποίθησης δικαίου ότι δεν υφίσταται πανεπιστημιακό άσυλο[16]. Τα όργανα της κρατικής εξουσίας πάντα δρούσαν θεωρώντας δεδομένου ότι υφίσταται κανόνας δικαίου που, κατ’αρχήν, δεν επιτρέπει την πρόσβαση δημόσιας δύναμης στο χώρο του πανεπιστημίου, και προέβαλαν post festum διάφορα προσχήματα για να δικαιολογήσουν την επέμβαση τους σε αυτό. Μάλιστα, η ιστορική ειρωνία είναι ότι ήταν η βιαιότερη πράξη κατάλυσής του που επιβεβαίωσε οριστικά την ευρεία συναίνεση γύρω από την ύπαρξή του: η επέμβαση του στρατού για τη συντριβή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Συνεπώς, η δημιουργία της animus προέκυψε αφενός θετικά, με τη στάση των φοιτητών και των οργάνων του φοιτητικού κινήματος που θεωρούσαν δεδομένη την ύπαρξή του, αλλά και αρνητικά, με την συμπεριφορά των κρατικών οργάνων αστυνόμευσης. Συνιστά, δηλαδή, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το υλικό στοιχείο, το corpus του εθίμου, δεν ανάγεται σε πράξη αλλά σε παράλειψη με συνείδηση δικαίου, την αποχή δηλαδή των διωκτικών οργάνων από τα συνήθη καθήκοντά τους στο χώρο που ορίζεται από το άσυλο.
Η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν είναι μόνο συνταγματική διάταξη. Πριν από αυτήν ήταν, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, διεκδίκηση• ύστερα από αυτήν είναι κατάκτηση. Και θα λειτουργήσει, στο μέτρο ιδίως που οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι στα ΑΕΙ θα έχουν τη θέληση να την περιφρουρήσουν και να την αξιοποιήσουν[17].

[1] Ν. Αλιβιζάτου, «Ασυλο: δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες», Καθημερινή, 22-02-09.
[2] Έκθεση σχετικά με την εικαζόμενη χρήση ευρωπαϊκών κρατών από τη CIA για τη μεταφορά και την παράνομη κράτηση ατόμων (2006/2200(INI)), http://www.europarl.europa.eu/comparl/tempcom/tdip/final_report_el.pdf.
[3] Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ψήφισμα για το ζήτημα του Πανεπιστημιακού Ασύλου, 27.09.07.
[4] Πρβλ. ΑΠ 230/1994 ΠοινΧρ 1994.461, κατά την οποία το «άσυλο έχει την έννοια του προσδιορισμού ορισμένου χώρου ως τέτοιου, όπου κατ' αρχήν η αστυνομική δύναμη δεν μπορούσε, αν δεν είχε προμηθευθεί ορισμένη άδεια εκ της αρμοδίας αρχής του οικείου ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος, να προβαίνει σε συλλήψεις και όχι ως τέτοιου, όπου συγχωρείται η διάπραξη εγκλημάτων».
[5] Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το πανεπιστημιακό άσυλο ΠοινΔικ 6/2003. 664.
[6] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Το Πανεπιστημιακό άσυλο, Απόπειρα, Μάρτιος 1990.6, πρβλ. και σημ. 12.
[7] Άρθρο 2 παρ. 4 ν. 1268/1982.
[8] «Άσυλο» ήταν στην αρχαία και τη μεσαιωνική περίοδο ιεροί χώροι όπου οι φυγάδες ικέτες μπορούσαν να βρουν καταφύγιο, όπως ο «καθάρσιος» βωμός του Δία στην Ολυμπία, καλουμένου του Δία «θεού καθαρσίου». Στη βυζαντινή εποχή τυποποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του ασύλου με ρητές ρυθμίσεις του θετικού δικαίου. Έτσι, στην Α «Νεαρά» (Νovella) του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου οριζόταν ότι «η εκ των ιερών ασφάλεια τοις αδικουμένοις δίδοται, ουχί τοις αδικούσι», ενώ ανάλογη ρύθμιση υπάρχει και στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (βιβλίο β' τίτλος θ'). Εκεί επαναλαμβάνεται και ανάλογη πρόβλεψη των Βασιλικών για την τιμωρία αυτού που παραβιάζει το άσυλο: «ο αυτογνωμόνως αποσπάσας τον καταφυγόντα εις την αγίαν εκκλησίαν τύπτεται, κείρεται και εξορίζεται». Βλ. σχετικά Ν. Πασχαλίδη, Το Πανεπιστημιακό Άσυλο, Υπεράσπιση, 1999.1283.
[9] Βλ. σχετικά Δ. Σαραφιανό, Το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, αδημ. διδ. διατρ., 1994, σ. 331, με παραπομπές στους Mourgeon-Theron και Β. Toulemond, Les libertés et franchises universitaires en France, Revue des droits de l’ homme IV-1, 1971 σ. 8-10.
[10] «Το άσυλο αφορά το χώρο», παρατηρεί εύστοχα η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου (Το πανεπιστημιακό άσυλο ΠοινΔικ 6/2003. 664). «Εφόσον η πλήρης αυτοδιοίκηση κατοχυρώνει την αποκλειστική ευθύνη των πανεπιστημιακών οργάνων να αποφασίζουν για τον τρόπο λειτουργίας όλων των χώρων που χρησιμοποιούνται από το διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές, είτε για διδασκαλία και έρευνα είτε και για την υποστήριξη της συμμετοχής τους στην ακαδημαϊκή ζωή, οι ίδιοι αυτοί χώροι καλύπτονται και από το πανεπιστημιακό άσυλο».
[11] Δεδομένου ότι και η απλή παρουσία μπορεί να επενεργήσει αρνητικά στην ακαδημαϊκή ελευθερία. Βλ. σχετικά Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών 4/1989, πρβλ. Δ. Σαραφιανό, Θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, ό.π., σ. 431.
[12] Εύλογη εξαίρεση προβλέπεται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του νόμου 1268/1982, για τα αυτόφωρα κακουργήματα ή τα εγκλήματα κατά της ζωής, για την αντιμετώπιση των οποίων η αστυνομία όχι απλώς μπορεί αλλά υποχρεώνεται να επέμβει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από απλή πρόσκληση του οικείου πρύτανη. Η Συμεωνίδου-Καστανίδου, (ibidem) υπενθυμίζει ότι σε αυτά συμπεριλαμβάνονται εγκλήματα τα οποία έχουν διαπραχθεί σε ακαδημαϊκούς χώρους χωρίς η αστυνομία να ενεργήσει κατασταλτικά, ως όφειλε, όπως αυτά της κατοχής εκρηκτικών υλών (άρθρο 272 ΠΚ) του εμπρησμού από τον οποίο μπορεί να προκληθεί κίνδυνος ανθρώπου (άρθρο 1 264 περ. β' ΠΚ), της έκρηξης (άρθρο 270 ΠΚ), της διακίνησης ναρκωτικών (άρθρα 5, 6 και 8 Ν 1 729/1987).
[13] Contra η Γνωμοδότηση 1/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2003.272, κατά την οποία η φοιτητική εστία του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, μολονότι περιλαμβάνεται στην περίφρακτη έκταση της Πολυτεχνειούπολης, δεν καλύπτεται από το πανεπιστημιακό άσυλο, όπως και η Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 7/1989, κατά την οποία «ο χώρος του (πανεπιστημιακού) Νοσοκομείου Ρίου Πατρών δεν αποτελεί πανεπιστημιακόν χώρον και δύναται η δημόσια δύναμις να επέμβει εάν παραστεί ανάγκη προς τούτο προς προστασίαν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας.»
[14] Βλ. σχετικά Χρ. Λάζο, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα, Αθήνα 1987, σ. 168, «Ιός», Ποιος φοβάται το άσυλο; «Ελευθεροτυπία» 26/11/2006.
[15] Βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις του Ε. Γιαννόπουλου, «Νομικός Διάλογος», τχ. 2, 10/1979, «Ιός», Ποιος φοβάται το άσυλο; Ibidem.
[16] Πρβλ. Μ. Παπάζογλου, Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1975.
[17] Αρ. Μάνεσης, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, σε Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, 1980.674, σ. 714.

Δεν υπάρχουν σχόλια: