Το πανεπιστημιακό άσυλο και ο νομοθέτης:
μια σχέση μαγική που τείνει να γίνει θυελλώδης
Ιφιγένεια Καμτσίδου

Μπορεί ο νομοθέτης να ρυθμίσει, να περιορίσει ή να καταργήσει το πανεπιστημιακό άσυλο; Η νομοθετική παρέμβαση στο ζήτημα του ασύλου αποτελεί αναγκαία ή έστω χρήσιμη απάντηση στις δυσλειτουργίες της ανώτατης εκπαίδευσης και στα φαινόμενα βίας που διαβρώνουν, αυτά και η μιντιακή πρόσληψη και αναπαραγωγή τους, τον υπό αποσάθρωση ιστό της ελληνικής κοινωνίας και απαξιώνουν ακόμη περισσότερο το πολιτικό σύστημα; Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα δυο ερωτήματα ή καθένα μπορεί να απαντηθεί ξεχωριστά;
Οι απόψεις που διατυπώθηκαν ήδη από τους παρεμβαίνοντες δεν αμφισβητούν την συνταγματική διάσταση της προστασίας του πανεπιστημιακού ασύλου, συγκλίνοντας μάλιστα στην κατάφαση της ύπαρξης σχετικού συνταγματικού εθίμου, ήδη από τον 19ο αιώνα. Διαφωνία δεν υπάρχει ούτε για το περιεχόμενο του εθίμου αυτού, δηλαδή την απαγόρευση επέμβασης της αστυνομίας στις αίθουσες διδασκαλίας, στα αμφιθέατρα και εργαστήρια, αλλά και στους ανοιχτούς πανεπιστημιακούς χώρους. Η βασική αυτή παραδοχή αποκρούει την πρόταση για νομοθετική κατάργηση του ασύλου, μεταθέτει όμως την αντιπαράθεση στο πρόβλημα της ευχέρειας του νομοθέτη να «διεισδύει» αυτός στο άσυλο και με τον τρόπο αυτό να κάμπτει την παρεχόμενη συνταγματική προστασία, να απομαγεύει το περιεχόμενο της και να συμβάλλει στον ευτελισμό μιας ρομαντικής κατάκτησης που για πολλές δεκαετίες «στεγάζει» την ακαδημαϊκή ελευθερία, ελευθερία ευγενή και ανεπιφύλακτη.
Το ερώτημα αν στα «φυσικά» δικαιώματα του ανθρώπου εντάσσεται η ελευθερία της επιστήμης και της διδασκαλίας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν τέθηκε με παρόμοιο τρόπο σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δόθηκαν συμβάλλουν στην κατανόηση του συνταγματικού status του πανεπιστημιακού ασύλου και στην οριοθέτηση των σχέσεων του με τον κοινό νομοθέτη. Εντελώς συνοπτικά υπενθυμίζεται, ότι στην αυτοκρατορική Πρωσία, η οποία οικοδομήθηκε ως κρατική οντότητα και οικοδόμησε την πολιτική της κοινότητα πάνω στο διπλό θεμέλιο της υποχρεωτικής στράτευσης και της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, το πανεπιστήμιο οργανώθηκε ως κρατική υπηρεσία, η δραστηριότητα της οποίας ταυτίστηκε με την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία. Τούτο δεν σήμανε την υποταγή της ερευνητικής ή διδακτικής διαδικασίας σε κυβερνητικές επιλογές ή κελεύσματα. Αντίθετα, η οραματική σκέψη των εκπροσώπων του γερμανικού ιδεαλισμού διατύπωσε όχι μόνον μια φιλελεύθερη πρόσληψη της επιστήμης και των φορέων της, αλλά και μια συνολική πρόταση για το πανεπιστήμιο ως δημόσιο πεδίο στο οποίο θα γίνεται πράξη η ανάπτυξη της έρευνας και η κριτική εκπαίδευση των νέων επιστημόνων. Η προσέγγιση αυτή, ήδη κατά τον μεσοπόλεμο, εξελίχθηκε στην ενδιαφέρουσα σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως θεσμικής εγγύησης, δηλαδή ως συνταγματικού δικαιώματος που δεν εξαντλείται απλώς στη διαμόρφωση μιας πτυχής του status negativus των προσώπων, αλλά επιβάλλει στη συνταγματική πολιτεία την υποχρέωση να προβλέπει τους όρους και τις διαδικασίες ανάπτυξης του πανεπιστήμιου, να λαμβάνει δηλαδή μέτρα για την δημοκρατική οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αυτόνομη λειτουργία τους, χωρίς εξαρτήσεις από την κυβέρνηση ή την αγορά. Στην Γαλλία, η δημοκρατική παράδοση συνάρθρωσε την ακαδημαϊκή ελευθερία με την αρμοδιότητα του νομοθέτη να πλαισιώνει και να ρυθμίζει τις πανεπιστημιακές διαδικασίες. Έτσι, στη γαλλική συνταγματική παράδοση δεν αμφισβητείται ότι όταν ασκούνται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα «από την φύση τους η έρευνα και η διδασκαλία όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά απαιτούν προς το συμφέρον της ίδιας της υπηρεσίας, η ελευθερία της έκφρασης και η ανεξαρτησία του προσωπικού να ρυθμίζονται εγγυητικά από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις»[1].
Συνομιλώντας ουσιαστικά με τις ευρωπαϊκές ομολόγους τους η ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη υπερέβησαν την ατομικιστική αντίληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας και ανέπτυξαν μια ενδιαφέρουσα αντίληψη για το δημοκρατικά οργανωμένο πανεπιστήμιο ως αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας. Παρ΄ότι η κατηγοριοποίηση των συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων αποδεικνύεται συχνά σχετική ή αναποτελεσματική, η ένταξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην κατηγορία των θεσμικών εγγυήσεων υπήρξε ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς συνυφαίνεται με την αναγνώριση μιας διπλής δέσμευσης που η παραπάνω φύση της ελευθερίας επιβάλλει στο κράτος: η πολιτεία οφείλει αφενός να απέχει από κάθε ακαδημαϊκή δραστηριότητα, ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες για την ελεύθερη προαγωγή της έρευνας και για την κριτική μετάδοση των επιστημονικών γνώσεων. Αφετέρου, είναι υποχρεωμένη να ιδρύει την δομή –οργανωτική και διαδικαστική- που θα εξασφαλίζει την εκπλήρωση της αποστολής των πανεπιστημίων και να την υποστηρίζει με όλα τα αναγκαία μέσα[2]. Η υποχρέωση αυτή αποχής ενσωματώνει το πανεπιστημιακό άσυλο που διαθέτει συνταγματική διάσταση ως στοιχείο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και προστατεύει την ακαδημαϊκή κοινότητα όχι μόνον από την παρέμβαση της αστυνομικής δύναμης, αλλά από καθεμιά παρέμβαση δημόσιας ή ιδιωτικής εξουσίας στις ακαδημαϊκές διαδικασίες όπου και αν αυτές αναπτύσσονται (π.χ. παρακολούθηση εκπαιδευτικών ή ερευνητικών δραστηριοτήτων με τεχνολογικά μέσα). Με άλλα λόγια, το πανεπιστημιακό άσυλο δεν αποτελεί έναν «αντικειμενικό κανόνα» που εξαιρεί τους πανεπιστημιακούς χώρους από την έννομη τάξη, αλλά στοιχείο μιας ελευθερίας, η οποία θέτει στο επίκεντρο της προστασίας της το αντικείμενο επιστήμη που για να υπάρξει ως διαδικασία, εντάσσεται οργανωτικά στο αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο[3], μιας ελευθερίας που τελεί υπό την εγγυητική επιφύλαξη υπέρ του νόμου.
Τα παραπάνω προσδιορίζουν τα όρια του νομοθέτη σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου: η νομοθετούσα πολιτεία, με τους κανόνες που υιοθετεί, οφείλει να σταθμίζει την απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας με αυτή των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπόλοιπων μελών του κοινωνικού συνόλου, καθώς και να ρυθμίζει εγγυητικά την ανάπτυξη του ασύλου ως πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τούτο επιχείρησε ο νομοθέτης το 1982, υιοθετώντας ρυθμίσεις που επικρίθηκαν ως δύσκαμπτες και μη λειτουργικές και στις οποίες αποδίδονται η απαξίωση του πανεπιστημίου και η αδυναμία περιστολής της παραβατικότητας στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Λησμονείται όμως ότι χωρίς τις ρυθμίσεις αυτές, η στάθμιση των ελευθεριών θα πραγματοποιούνταν από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας ή –στην καλύτερη περίπτωση- από εισαγγελικούς λειτουργούς που θα καλούνταν να κρίνουν εκ των ενόντων ποιο έννομο αγαθό αξίζει να προστατευτεί και με ποιο μέσο, χωρίς ένα γνώμονα γενικότερης αποδοχής που να οριοθετεί τη στάση τους. Η ύπαρξη του νομοθετικού πλαισίου για το άσυλο δεν ήρθε να εξαρτήσει την απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας από τις σχετικές κανονιστικές πράξεις ούτε βέβαια μπορεί ο νομοθέτης στο μέλλον να επιβάλλει τέτοιου είδους δεσμεύσεις στους φορείς της. Ακόμη περισσότερο, η εκνόμευση της παραπάνω πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν συνέβαλλε στην καταχρηστική άσκηση της τελευταίας από ορισμένους φορείς της ή άτομα που δεν έχουν σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε να ζητείται η κατάργηση της. Όπως η αναγνώριση του οικιακού ασύλου ως πτυχής του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή -το οποίο μάλιστα δεν ρυθμίζεται από κανένα κανόνα δικαίου- είναι δύσκολο να αναγνωριστεί ως αίτιο της έντασης των κλοπών, των ληστειών ή της κακομεταχείρισης των γυναικών από τους συντρόφους τους, έτσι είναι άτοπο να αποδίδονται στο πανεπιστημιακό άσυλο οι δυσλειτουργίες των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Παρ΄ότι, λοιπόν, η πρόσφατη νομοθετική μεταρρύθμιση (ν. 3549/2007) έχει εγείρει κάποια σοβαρά ερωτήματα συνταγματικότητας σχετικά με την αντιμετώπιση του ασύλου, η απόλαυση αυτής της πτυχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας δε φαίνεται να μπορεί να ξεπεράσει την παλιά σχέση της με τον νομοθέτη: πρώτον επειδή αυτός ως εγγυητής του συστήματος των ελευθεριών καλείται να σταθμίσει την ισορροπημένη ανάπτυξη της με άλλα θεμελιώδη συνταγματικά αγαθά (ζωή, σωματική ελευθερία, γενετήσια ελευθερία των προσώπων) και δεύτερο επειδή η παρέμβαση του είναι αναγκαία για την ίδρυση και λειτουργία της δομής που υποδέχεται την ενάσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και σε ό,τι αφορά το πανεπιστημιακό άσυλο, η απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας συναρτάται με την συμμετοχή όλων των ομάδων της πανεπιστημιακής κοινότητας στις διαδικασίες που εξασφαλίζουν την πραγμάτωση της

[1] Έτσι η 83-165 DC της 20/1/1984, που χαρακτηρίζεται ως Grande décision, δηλαδή απόφαση που εξαγγέλλει θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα. Η παραπάνω διατύπωση συναντάται πανομοιότυπα σε σειρά επόμενων αποφάσεων, όπως π.χ. στην 93-322 DC της 28/7/1993, η οποία εξέτασε την αντισυνταγματικότητα του νόμου σε σχέση με την μεταχείριση που ο νομοθέτης επιφύλασσε στην ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας των διδασκόντων στην ανώτατη εκπαίδευση. (το κείμενο των αποφάσεων στον δικτυακό τόπο του Conseil Constitutionnel, www.conseil-constitutionnel.fr/)
[2] βλ. Α.Μάνεση, ό.π., σ. 677 επ., Ι.Καμτσίδου, Η επιφύλαξη, σ. 223 επ. και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και την ΣτΕ 4009/2000 που φαίνεται να θεμελιώνει αξίωση των μελών ΔΕΠ προς το κράτος να διασφαλίζει στους πανεπιστημιακούς δασκάλους τις κατάλληλες συνθήκες για να ασκούν το λειτούργημα τους
[3] βλ. Α.Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, σ. 674 επ. (676), Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο Γ’, Θεμελιώδη δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή 1988, σ. 171, Π. Μαντζούφα, ό.π., σ. 351 επ., Ι.Καμτσίδου, Η επιφύλαξη, ό.π., σ. 155 επ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: