Κώστα Στρατηλάτη
Αφορμή της παρέμβασής μου είναι δύο πτυχές της πρόσφατης πολιτικής συγκυρίας τις οποίες εκλαμβάνω ως συνδεόμενες μεταξύ τους και στην σύνδεσή τους ιδιαιτέρως ομιλητικές για εμάς τους συνταγματολόγους. Εάν οι εκτιμήσεις και οι αξιολογήσεις μου είναι αντικειμενικές, υποκειμενικές ή σωματικές, εάν συνιστούν άσκηση επαναστατικού καθωσπρεπισμού, αφήνω τις διακρίσεις αυτές στις μετα-ηθικές προτιμήσεις και στην φιλελεύθερη αισθητική του καθενός, αντιστοίχως.
Από τη μια πλευρά, παρατηρώ την κυβέρνηση να ικετεύει σχεδόν τις τράπεζες να μεταφέρουν στην «πραγματική οικονομία» τις προσόδους που ιδιοποιήθηκαν δια προηγηθείσας κρατικής παραχώρησης, με δηλωμένο σκοπό την ανακούφιση σημαντικής μερίδας συμπολιτών μας. Οι αιτίες και οι επιπλοκές του φαινομένου της συναινεσιουργού ικεσίας, που κάποιοι το συνδέουν με την απώλεια κυριαρχίας του δημοκρατικού κράτους και κάποιοι άλλοι με την πλημμελή πραγμάτωση του ρωλσιανού φιλελευθερισμού, είναι γνωστές, δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ. Από την άλλη πλευρά, παρατηρώ την κυβέρνηση συνεπικουρούμενη από την αντιπολίτευση, από την μιντιακή δημοσιότητα και από σημαντική μερίδα της φιλελεύθερης διανόησης στη χώρα μας, παρατηρώ λοιπόν όλους τους παραπάνω να επιδίδονται σε ασκήσεις υψηλής θεσμικής φαντασίας, σε ασκήσεις λεπτολογούσας νομικής τεχνολογίας, προκειμένου να προστατεύσουν πάση θυσία δια της ποινικής καταστολής τα συμφέροντα των καταστηματαρχών του Κολωνακίου που πλήττονται από τις επιθέσεις των «κουκουλοφόρων» (όπως βέβαια και για να προστατεύσουν την κοινωνία από τον ανασφαλή και «κακό», δηλαδή μη ορθοδόξως νεωτερικό εαυτό της). Οι αιτίες και αυτού του φαινομένου είναι γνωστές και δεν θα με απασχολήσουν εδώ. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι, ιδωμένα από κοινού, τα δύο αυτά φαινόμενα, η ικεσία από τη μια πλευρά και η εκλέπτυνση των κατασταλτικών τεχνικών από την άλλη πλευρά, συντείνουν στον θρίαμβο της νεοφιλελεύθερης λογικής και του κράτους της.
Εκτός από «ελάχιστο», το κράτος αυτό ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι πλήρως εργαλειακό ως προς τα συμφέροντα των τάξεων που «αντιπροσωπεύει». Δικαιούται όμως σήμερα να διαδηλώνει την μεροληπτικότητα του, χωρίς να επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να αμφισβητήσει την κατασταλτική ή/και συναινεσιουργό νομιμότητα του. Υπό συνθήκες πολιτισμού, ανεκτικότητας και συνενοχής, το νεοφιλελεύθερο κράτος διεκδικεί πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς τους τρόπους και τις εφαρμογές του. Για ορισμένες περιπτώσεις, επιφυλλάσσει την συμβολική και υλική επίταση του πειθαναγκασμού. Για άλλες περιπτώσεις, προσφεύγει στην ηθική της συναίνεσης, δηλαδή την πρακτική της θεσμικής απραξίας και τα ιδεολογικά εργαλεία της δήθεν διαρθρωτικής αδυναμίας του Πολιτικού. Το κράμα διαμορφώνεται μιντιακά και δημοσκοπικά, στις πιο κρίσιμες περιπτώσεις δια της γνωστής τακτικής του «σοκ και δέους»[1], προσαρμοσμένης στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Από την σκοπιά του «πολίτη», το κράτος αυτό μας παρέχει την επιλογή να προβάλλουμε κατά το δοκούν είτε την θετικιστική πίστη στην αποτελεσματικότητα των θεσμών είτε την ηθικιστική διαπίστωση περί της επισφαλούς θεσμικότητας της οργανωμένης κοινωνίας, επικαλούμενοι στην δεύτερη περίπτωση την όποια στοχαστική μας αμφιβολία και βέβαια την μαγική λέξη, την επιδίωξη της συναίνεσης. Αντίστοιχα, έχουμε την ευχέρεια να αποτιμούμε κάποιες φορές την αδυναμία του κράτους ως τεχνική ενώ κάποιες άλλες φορές ως διαρθρωτική. Την δεύτερη αυτή εκδοχή της αδυναμίας του κράτους οφείλουμε, βέβαια, να την παραμερίζουμε, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα που έχουν ορισμένες από τις δημοκρατικές υποχρεώσεις μας, όπως είναι η θωράκιση της ιδιοκτησίας των κατοίκων του Κολωνακίου δια της αυστηροποίησης του ποινικού κολασμού για τους «κουκουλοφόρους», όπως είναι επίσης (αλλά από άλλη σκοπιά) η επιβεβλημένη επίταση της διαβούλευσης περί της συνταγματικότητας μίας πιθανολογούμενης κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου (η οποία μάλλον δεν θα επιχειρηθεί ποτέ στην πράξη, γιατί βέβαια δεν είναι το άσυλο καθ’εαυτό εκείνο που ενδιαφέρει τους κυβερνώντες).
Τα παραπάνω ενέχουν ακύρωση της καθολικής-ηθικοπολιτικής δεσμευτικότητας και του κοινωνικά ενοποιητικού ρόλου του Συντάγματος, που έτσι καθίσταται σύνταγμα με γράμματα πολλά και πολύχρωμα ίσως, αλλά μικρά σίγουρα. Από ειδικότερη, πιο τεχνική σκοπιά, η σκέψη μου είναι ότι τα παραπάνω ενέχουν ακύρωση της ισοτιμίας των συνταγματικών διατάξεων.
Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείτει κανείς εδώ ότι η ειδική μας μέριμνα για την ιδιοκτησία των κατοίκων του Κολωνακίου συνιστά επιβεβαίωση της αταλάντευτης προσήλωσής μας στην διασφάλιση της (αδιάκριτης, ιδιωτικής, κοινωνικής και πολιτικής) αυτονομίας του συνόλου των συμπολιτών μας και άρα επιβεβαίωση ακριβώς της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων. Όπως παρατήρησε θριαμβολογώντας γνωστός τηλεσχολιαστής, τί μας αποτρέπει από το να μεταφράσουμε την ευαισθησία μας απέναντι στους λόγους των κουκουλοφόρων σε ευαισθησία απέναντι στους λόγους των ληστών, των σωματεμπόρων και των λοιπών εγκληματιών του «κοινού» ποινικού δικαίου;
Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη και εν ολίγοις παραπλανητική ή «ιδεολογική», άρα μεροληπτική με τη σειρά της. Οι αρχές της ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων και της ενότητας του Συντάγματος δεν αποτελούν δόγματα ή αξιώματα του κοινωνικο-πολιτικού και νομικού μας πολιτισμού. Στην κανονιστική τους διάσταση, οι αρχές αυτές αποτελούν αιτήματα τα οποία προσκαλούν σε αδογμάτιστη και λεπτολογούσα μέριμνα, σε ακριβοδίκαιη, εν επιτελέσει διαφοροποιητική και εν δυνάμει ενοποιητική ενεργοποίηση των θεσμών, σε αναστοχαστική αναζήτηση της ενότητας αλλά και της διαφορετικότητας των κοινωνικών σκοπών και αξιών ως τέτοιων. Η τυπική ισοτιμία των συνταγματικών διατάξεων δεν αποτελεί από μόνη της απόδειξη της ισοδυναμίας των αξιών και των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα κατοχυρώνει και προωθεί.
Με τον όρο ισοδυναμία δεν αναφέρομαι εδώ μόνον στην ηθική αξία ή απαξία των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται και τις οποίες κατοχυρώνει ή αποτρέπει το Σύνταγμα. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η ανάδειξη της ισοδυναμίας και της διαφορετικότητας των συνταγματικών αξιών από την σκοπιά της συγκρότησης της συνταγματικής τάξης και των εσωτερικών, εφαρμοστικών, θεσμικών, μορφωτικών κ.ο.κ. λειτουργιών της. Από την σκοπιά αυτή, είναι ίσως χρήσιμη μία παραμελημένη διάκριση της καντιανής πολιτικής φιλοσοφίας (για την ακρίβεια, τεχνηέντως παραμελημένη από τους ρωλσιανούς επιγόνους του Καντ και τεχνηέντως παρανοημένη από τους χομπσιανούς ή άλλους αντιπάλους της καντιανής φιλοσοφίας, για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εκτεθούν). Αναφέρομαι εδώ στην διάκριση ανάμεσα στο «εγγενές» και στο «κτηθέν» Δίκαιο, η οποία αποτελεί την κεντρική θεματική της Θεωρίας Δικαίου του Καντ[2] και η οποία δεν ταυτίζεται ούτε με τη διάκριση ανάμεσα σε φυσικό (προπολιτικό, ορθολογικό κ.ο.κ.) και θετικό (θεσμικό, καταναγκαστικό κ.ο.κ.) δίκαιο, ούτε με άλλες παραπλήσεις διακρίσεις, όπως αυτές που υποκρύπτονται πίσω από την κλασική αλλά σήμερα παραπλανητική κατηγοριοποίηση των δικαιωμάτων σε αμυντικά-ατομικά, πολιτικά-συμμετοχικά και κοινωνικά-συναινεσιακά. Χονδρικά, το (συνταγματικά) «εγγενές» Δίκαιο αναφέρεται σε όλες εκείνες τις όψεις της βιολογικής, ψυχολογικής, επικοινωνιακής και κοινωνικής μας αυτοτέλειας οι οποίες προκύπτουν ευθέως από το ιδεώδες της ελεύθερης συνύπαρξης των ανθρώπων. Το «κτηθέν Δίκαιο» από την άλλη πλευρά, αναφέρεται σε όλες εκείνες τις εξουσιοδοτήσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που αναφέρονται μεν στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά ως διαμεσολαβημένες από τις (εμπράγματες, ενοχικές και άλλες) σχέσεις τους με τα αντικείμενα του (περατού) εξωτερικού κόσμου. Για τα δικαιώματα του κτηθέντος Δικαίου δεν αρκεί η αταλάντευτη προσήλωσή μας στην αυτονομία των «συνανθρώπων» ή «συμπολιτών» μας. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αναγκαίες αλλά προσωρινές παραχωρήσεις του Δικαίου και η νομιμότητά τους εξαρτάται από την ικανότητα του Kράτους Δικαίου να αναδιαμορφώνει διαρκώς το σύνολο των θεσμών, προκειμένου να εξελίσσονται (και όχι να αναστέλλονται) οι κατακτήσεις της διανεμητικής δικαιοσύνης. Από τη σκοπιά του κλασικού συνταγματικού δικαίου, τα δικαιώματα αυτά (κατά βάση ιδιοκτησιακά ή περιουσιακά αλλά με επεκτάσεις στο πεδίο θεσμικής αναφοράς του συνόλου σχεδόν των λοιπών δικαιωμάτων του συνταγματικού κράτους) αντιστοιχούν χονδρικά στις λεγόμενες «θεσμικές εγγυήσεις» ή/και στις «εγγυήσεις θεσμών» (η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τελευταίων μορφωμάτων είναι σημαντική αλλά σήμερα επίσης παραπλανητική). Τα δικαιώματα, οι εξουσιοδοτήσεις, οι θεσμικές διασφαλίσεις και οι ελευθεριακές ευχέρειες του κτηθέντος Δικαίου είναι πάντα προσωρινές, εν αναμονή και εν αναδιανομή. Οι εφαρμοστικοί διάλογοι που αναφέρονται στα δικαιώματα αυτά απαιτούν διαρκή, συνολική και προοδευτική δηλαδή αποφασιστική αντιμετώπιση του κοινωνικού ζητήματος μάλλον παρά διακηρύξεις περί της αταλάντευτης προσήλωσης «όλων μας» στο ιδεώδες της αυτονομίας και αυστηρές, δια μονοκοντυλιάς θεσμικές «λύσεις».
Ενόψει της διάκρισης αυτής, η τρέχουσα πολιτική συγκυρία φαντάζει σχιζοφρενικά κυνική, τουλάχιστον από τη σκοπιά του ενοποιητικού ρόλου του Συντάγματος και της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεών του. Η ιδιοκτησία του ατόμου, η επιχειρηματική ελευθερία και η χρηματιστηριακή κυκλοφορία, μαζί και όλες οι προστατευτικές ευχέρειες που συνδέονται με τον λόγο αυτών των ελευθεριών (κατασταλτικές, αλλά και δημοσιογραφικές, νομικο-επιστημονικές κ.ο.κ.) έχουν αναχθεί σε ύστατη θεμελιωτική αρχή δια της δογματικής αναγωγής τους στην αυτονομία του καθενός και όλων. Η βιοτική αλλά και επικοινωνιακή, κοινωνική και πολιτική αυτοτέλεια όσων αδυνατούν από μόνοι τους να την κατακτήσουν έχει παραδοθεί στην θεσμική απραξία και σε όλα τα θεσμικά, ιδεολογικά και νομικο-τεχνικά, κατασταλτικά εν τέλει άρματα του συνταγματικού κράτους. Η τυπική ισοδυναμία των συνταγματικών διατάξεων διαψεύδεται πανηγυρικά στο πεδίο των αξιών, της πραγμάτωσης και της δημοκρατικής εφαρμογής, το πεδίο των πολιτικών συσχετισμών. Το Σύνταγμα μεταβάλλεται σε σύνταγμα με γράμματα μικρά και τίθεται στο περιθώριο της ιστορίας. Η επίκλησή του παγιδεύεται στα αδιέξοδα μονοπάτια του πολιτικού ηθικισμού, ο οποίος σήμερα έχει προσλάβει τη μορφή μανιώδους αναζήτησης πολιτικών καθωσπρεπισμών, την καταδίωξη των οποίων εμείς οι νομικοί επιστήμονες φαίνεται κάποιες φορές να έχουμε αναγάγει σε ύστατο συνταγματικό, επιστημολογικό ή άλλο χρέος μας. Σε περιστάσεις τέτοιες, μου μοιάζει εξωπραγματικό και αντιπολιτικό να απαιτώ από τους σημερινούς «ξεβράκωτους» να προβούν σε λεπτολογούσες σταθμίσεις και σε προσεκτική επιτέλεση των ορθόδοξων επαναστατικών τους καθηκόντων. Ασφαλώς και ο Οιδίποδας έκανε κακό στον εαυτό του τη στιγμή που αυτο-τυφλωνόταν. Δεν ξέρω όμως ποιό θα ήταν το νόημα της τραγωδίας, εάν τη στιγμή που το επιχειρούσε παρενέβαινε ο χορός και του εξηγούσε τις κακές επιπτώσεις της τύφλωσης.
[1] Βλ. Naomi Klein, The Shock Doctrine, Penguin, London, 2008.
[2] Βλ. Immanuel Kant, Metaphysics of Morals, Part I: Doctrine of Right, στο Practical Philosophy, επιμ.-μτφ. Mary Gregor, Oxford University Press, New York, 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου