Σκέψεις για την ασφυξία του πολιτικού συστήματος
Τάκη Βιδάλη
Τάκη Βιδάλη
Εισαγωγικά
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου αποτέλεσαν την κορύφωση μιας διαρκούς υφέρπουσας δυσπιστίας απέναντι στο κύρος της έννομης τάξης, αλλά και στο πολιτικό σύστημα που τη διαμορφώνει και την εγγυάται.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια τη χρονική περίοδο από την οποία ξεκίνησε αυτή η δυσπιστία, σίγουρα όμως τα σημάδια υπάρχουν από το 2000 και έπειτα. Τουλάχιστον από τότε, το θέμα της «διαφθοράς» κυριαρχεί στην πολιτική επικαιρότητα και συντηρείται από την αποκάλυψη διαδοχικών σκανδάλων, με την ευθεία εμπλοκή πολιτικών από τα κόμματα εξουσίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι προσβολές της νομιμότητας επιχειρήθηκε να δικαιολογηθούν κυνικά από τους ίδιους τους ενεχόμενους πολιτικούς στο όνομα του κοινού ιδιωτικού συμφέροντος και επειδή «έτσι κάνουν όλοι».
Η αντίδραση των ηγεσιών των κομμάτων στα ακραία αυτά φαινόμενα προσέβαλε επίσης το κύρος των νόμων: οι ενεχόμενοι σε σκάνδαλα αποσύρονται για κάποιο διάστημα από το προσκήνιο, για να επιστρέψουν με την πρώτη ευκαιρία στο όνομα κάποιας «πανστρατιάς» της παράταξής τους. Η δικαιοσύνη, από την πλευρά της, απλώς δεν κινείται αναμένοντας αποφάσεις της Βουλής, που προς το παρόν δείχνει απρόθυμη να κατηγορήσει μέλη της.
Τους πρώτους μήνες του 2009 είχαμε φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στην καθημερινότητα με τυφλή βία, καταστροφές κ.λπ. από χούλιγκανς, που ενισχύουν την παραπάνω εντύπωση.
Η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στην ισχύ των νόμων δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να εξηγηθεί «βολονταριστικά» («κακοί κουκουλοφόροι», «ανίκανη αστυνομία», «ανήθικοι ή αδιάφοροι πολιτικοί»). Ο Δεκέμβριος έχει χαρακτηριστικά αυθεντικής κοινωνικής διαμαρτυρίας, ιδίως από την πλευρά της νεολαίας, επειδή οι αιτίες του είναι δομικές και δεν μπορούν να αναχθούν σε ατομικές συμπεριφορές.
Οι αιτίες αυτές εντοπίζονται τόσο σε εγχώριες θεσμικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες όσο – πολύ φοβάμαι – και σε ορισμένες ριζικές αμφιβολίες για την αξία του Συντάγματος και του δικαίου, που ξεπερνούν την ελληνική πραγματικότητα
Ι. Οι ελληνικές ιδιαιτερότητες
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει κυρίως να «ασφυκτιά», να μην μπορεί να παίρνει αποφάσεις και κυρίως να μεταθέτει ευθύνες. Αυτό, νομίζω, οφείλεται σε τρεις λόγους, έναν κοινωνικοπολιτικό και δύο θεσμικούς. Και οι τρεις ευνοούν την εξυπηρέτηση «μερικών» συμφερόντων από το πολιτικό σύστημα, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον όχι μόνον να υποβαθμίζεται, αλλά και να παραμένει απροσδιόριστο.
Ο κοινωνικοπολιτικός λόγος
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρέμεινε ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση δέσμιο των πελατειακών σχέσεων και μάλιστα των παραδοσιακών που εξακολουθούν να συντηρούν «πολιτικές οικογένειες». Η μεταπολιτευτική πολιτική τάξη καλλιέργησε αυτές τις σχέσεις της εξυπηρέτησης του «μερικού», χρησιμοποιώντας προσχηματικά τις «μεγάλες ιδεολογίες» (που για πρώτη φορά εμφανίσθηκαν να διέπουν τα κόμματα εξουσίας) ως προκαλύμματα «γενικού συμφέροντος» και κυρίως εκμεταλλευόμενη την απουσία κοινωνίας πολιτών (που σε άλλες κοινωνίες νοηματοδοτεί συγκεκριμένα το εκάστοτε γενικό συμφέρον, υποστηρίζοντας τους συνταγματικούς θεσμούς).
Στην πραγματικότητα «κόμματα αρχών» δεν λειτούργησαν ποτέ στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς ποτέ δεν τα ζήτησε η κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, η δημοκρατία ήταν εξ αρχής ευάλωτη, οι θεσμοί λειτουργούν κυριολεκτικά «στον αέρα» και η γνωστή αντίληψη περί της «άψογης λειτουργίας από τη μεταπολίτευση έως σήμερα» (που υιοθετήσαμε και ο Μάνεσης και εμείς…) απέχει από την πραγματικότητα.
Οι θεσμικοί λόγοι
Στο επίπεδο των θεσμών, μια αυταρχική ερμηνεία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (γνωστή από πολύ παλιά άλλωστε) εξακολούθησε να κυριαρχεί. Χαρακτηριστικό της είναι η απέχθεια προς τα «αντίβαρα» της εξουσίας. Η παρατήρηση του Α. Μάνεση για το «πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα», από διαπίστωση («είναι») μεταλλάχθηκε βαθμιαία σε κανόνα δικαίου («δέον»), σαν να μην υπάρχει ανάγκη «αντιβάρων». Το καθεστώς του παντοδύναμου (και ex officio χαρισματικού) πρωθυπουργού λειτούργησε αποτελεσματικά, όσο το πρόσχημα της συνεκτικής «μεγάλης ιδεολογίας» των κομμάτων εξουσίας δεν αμφισβητούνταν. Με την κρίση των μεγάλων ιδεολογιών από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, το πρόσχημα αυτό εξαφανίσθηκε και οι «μερικότητες» των «αυτοδύναμων» επαγγελματιών πολιτικών με πελατειακή ισχύ ήρθαν στο προσκήνιο. Έκτοτε, ο πρωθυπουργός (όχι μόνον ο νυν…) - που άλλοτε θα είχε την άνεση να αποφασίζει βάσει του γενικού συμφέροντος - έχει μετατραπεί σε «απλό προεδρεύοντα» ή, το πολύ, σε διαχειριστή κρίσεων, που εκδηλώνονται μεταξύ ισχυρών υπουργών ή παραγόντων της ιδιωτικής κοινωνίας. Η βαθμιαία ανάδυση του (συνήθως αδιαφανούς) ρόλου του πρωθυπουργικού γραφείου αποσκοπεί ουσιαστικά να καλύψει ένα διαφαινόμενο «κενό εξουσίας» στο υψηλότερο επίπεδο, κατά κανόνα χωρίς επιτυχία.
Το ίδιο το τυπικό Σύνταγμα αμφισβητείται έμπρακτα, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, με διαρκείς προσπάθειες αναθεωρήσεων και μια διάχυτη «συνταγματολογία» που αποδυναμώνει την αξιοπιστία της επιστημονικής ερμηνείας (ο ρόλος των συνταγματολόγων /πολιτικών συμβάλλει ιδιαίτερα σε αυτό). Στην Ελλάδα το Σύνταγμα φαίνεται να αντιμετωπίζεται κυρίως ως εργαλείο εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων, όπου δε προβάλλει ως νομικό κείμενο επιχειρείται η απαξίωσή του από την πολιτική τάξη (περίπτωση άρθρου 24). Η απόλυτη κυριαρχία (και η σταθερή εξύμνηση!) των συγκυριακών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών είναι εδώ κρίσιμη, κυρίως όσον αφορά την εμπέδωση της πεποίθησης ότι «όλα είναι διαπραγματεύσιμα»: η volonte de tous υπονομεύει σταθερά τη volonte generale, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον να μην βρίσκει καταφύγιο πουθενά στους θεσμούς.
ΙΙ. Η κρίση του συνταγματισμού
Πολύ φοβάμαι ότι στην «ασφυξία» του πολιτικού συστήματος μετέχει και ένα στοιχείο που μας ξεπερνά. Πρόκειται για μια βαθμιαία κρίση του συνταγματισμού, που επίσης λειτουργεί υπέρ των «μερικοτήτων», εμποδίζοντας αποφάσεις γενικού συμφέροντος και, συνακόλουθα, απαξιώνοντας το δίκαιο ως ρυθμιστική τάξη.
Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή οφείλεται:
- στην παγκοσμιοποίηση και άρα την υποχώρηση της κλασσικής έννοιας του (κατά Jellinek) «κράτους», που σημαίνει μια θεμελιώδη αδυναμία εφαρμογής «συνολικών» σχεδίων ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης (είτε με Συντάγματα είτε με πολιτικά προγράμματα είτε με «μεγάλες» ιδεολογίες)
- στην ανάδυση μιας νέας έννοιας «δημόσιου χώρου», στον οποίον αφενός οι «διαμορφωτές γνώμης» (ΜΜΕ κ.λπ.) διαδραματίζουν καίριο ρόλο και αφετέρου η ίδια η διαμόρφωση γνώμης είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην παραπλάνηση ή και στη βία, καθώς ο χειρισμός και η επεξεργασία της πληροφορίας αποδεικνύεται αδύνατον να ελεγχθεί (internet, αλλά και ταχύτατα διαδιδόμενη φημολογία, ιδίως στη διεθνοποιημένη αγορά)
Οι δύο αυτές αιτίες αμφισβητούν ευθέως την θεμελιώδη για την τήρηση του Συντάγματος εγγύηση της δημοκρατικής αρχής.
- Με την έκλειψη των «συνολικών σχεδίων», οι πολίτες χάνουν την προοπτική να διαμορφώσουν βούληση για το γενικό συμφέρον, γνώμη δηλαδή αμιγώς πολιτική. Στρέφονται έτσι περισσότερο σε αντιλήψεις του «μερικού» και, τελικά, του ιδιοτελούς (με μονομερώς οικονομικά, φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κ.λπ. κριτήρια), εργαλειοποιώντας οι ίδιοι την πολιτική τους συμμετοχή.
- Στον σύγχρονο δημόσιο χώρο, ο τεράστιος όγκος της πληροφορίας που διακινείται δεν μπορεί να τιθασσευθεί σε ένα forum διαλόγου υποκείμενο σε στοιχειώδεις κανόνες (όπως ήταν π.χ. η αρχαία αγορά ή ο παραδοσιακός τύπος). Η πληροφορία είναι διάχυτη, δεν επιδέχεται αξιολογήσεις εγκυρότητας και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν σε ένα διαρκές «επικοινωνιακό» παιχνίδι, ιδίως από ισχυρά lobbies.
Με τα δεδομένα αυτά, η «γνώμη» του πολίτη παύει να είναι πολιτική και πάντως δεν έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας. Εύκολα χειραγωγείται, ιδίως από επαγγελματίες της επικοινωνίας (ΜΜΕ, δημοσκόπους) και εύκολα μεταβάλλεται συγκυριακά για να υπηρετήσει το «μερικό». Μια τέτοια γνώμη δεν έχει ανάγκη το επιχείρημα ή την αιτιολογία, αλλά μάλλον την εικόνα και την εντύπωση. Γι’ αυτό γοητεύεται από την ισχύ της πλειοψηφίας και τείνει να ενταχθεί σε αυτήν. Η αρχή της πλειοψηφίας μετατρέπεται έτσι από απλή τεχνική λήψης αποφάσεων σε «ουσία» της δημοκρατίας. Ως τέτοια, πρέπει κατά το δυνατόν να λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, να μην «φιλτράρεται» από βαθμίδες γενικού συμφέροντος (θεσμούς ή νόμους): το «άτυπο» δημοψήφισμα παντού είναι το ιδανικό της περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά είναι μοιραίο και οι πολιτικοί να υπόκεινται σε αυτές τις συνθήκες. Η νομιμοποίηση της δραστηριότητάς τους δεν εξαρτάται από την εξυπηρέτηση ενός «συνολικού σχεδίου», αλλά μάλλον από την επιτυχή διαχείριση των «μερικοτήτων» που εκφράζουν οι πολίτες. Ο σύγχρονος επαγγελματίας πολιτικός δρα κυρίως ως συνήγορος οργανωμένων συμφερόντων, διαπραγματευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ψήφο του, φροντίζοντας όμως παράλληλα να μην βρεθεί σε απόσταση από τον «μέσο όρο» της «σιωπηρής πλειοψηφίας» (τον οποίον ανιχνεύει διαρκώς με αγωνιώδεις δημοσκοπήσεις). Η δυσκολία αυτού του διπλού ρόλου οριακά οδηγεί σε αδυναμία λήψης αποφάσεων.
Σε τέτοιες συνθήκες, φαίνεται ότι το κύρος του Συντάγματος και κατ’ επέκταση του δικαίου στο σύνολό του, έχει υπονομευθεί ριζικά:
- το ίδιο το Σύνταγμα παύει να αποτελεί «θεμελιώδη νόμο», καθώς είτε «ρυθμίζει» με εξαντλητικό τρόπο δευτερεύοντα ζητήματα (βλ. Συντάγματα της Α. Ευρώπης) είτε υπόκειται σε διαρκείς αναθεωρήσεις: ακόμη και αν αυτές είναι επουσιώδεις, πάντως η εντύπωση του «όλα αλλάζουν» παραμένει
- στην Ευρώπη, το κύριο βάρος της νομοθετικής ρύθμισης έχουν υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε., χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
- οι περισσότεροι σημαντικοί εθνικοί νόμοι είναι διακηρύξεις καλών προθέσεων ή νόμοι - πλαίσια, με μεγάλο αριθμό εξουσιοδοτήσεων, και άρα μετατοπισμένη την ευθύνη της εφαρμογής
- η εφαρμογή των νόμων συχνά αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης (Ιταλία, Ρωσία).
Υπάρχει διέξοδος;
Οι βολονταριστές ήδη ελπίζουν για το πολιτικό μας σύστημα σε ένα νέο «1909». Ο ρομαντισμός είναι συμπαθής, αλλά «στρατιωτικοί σύνδεσμοι» και «σωτήρες της Πατρίδος» ανήκουν – προφανώς – σε άλλη εποχή. Οι «κυβερνήσεις συνεργασίας», πάλι, δεν εγγυώνται τίποτε, καθώς βασίζονται σε «συμφωνίες κυρίων», επομένως – για την πολιτική – στο κενό. Και οι δύο αυτές επιλογές αγνοούν κυρίως ότι, στην ελληνική περίπτωση, εν πολλοίς οι ίδιοι οι πολίτες νομιμοποιούν το «μερικό» εις βάρος του «γενικού». Το στοιχείο αυτό δύσκολα αντιμετωπίζεται.
Οπωσδήποτε, πάντως, στο θεσμικό επίπεδο μπορούμε να σκεφτούμε τα εξής:
Η πολιτική ζωή είναι εγκλωβισμένη σε μια εκδοχή αυταρχικού κοινοβουλευτικού συστήματος, χωρίς εσωτερικά checks and balances. Η εισαγωγή στοιχείων προεδρικού συστήματος, αλλά και η θεσμική αποδέσμευση των βουλευτών από την πολιτική πελατεία τους (με επεμβάσεις στον εκλογικό νόμο), ώστε να πάψουν να υπόκεινται σε μια εν τοις πράγμασι «επιτακτική εντολή» των lobbies, αποτελούν πλέον άμεση αναγκαιότητα (αναρωτιέμαι, πάντως, ποιος μπορεί να πάρει σήμερα σχετική πρωτοβουλία…).
Οι ανεξάρτητες αρχές θα χρειασθεί να ενισχυθούν θεσμικά, καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι οι μόνες που μπορούν να πάρουν αποφάσεις σε κρίσιμους τομείς. Πρέπει να αναδεικνύονται από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία και να λογοδοτούν άμεσα σε αυτήν.
Ένας άλλος τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να εξετασθεί, χωρίς καμία εμπλοκή της κυβέρνησης (π.χ. εκλογή από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία).
Ορισμένες «κυβερνητικές πράξεις» (ιδίως η διάλυση της Βουλής), όπως και η κοινοβουλευτική διαδικασία θέσπισης των νόμων πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να προσβάλλονται δικαστικά
Τα παραπάνω δεν εγγυώνται πολλά, καθώς η παρακμή του συνταγματισμού θα είναι παρούσα. Ίσως σημαντικότερο είναι να μελετηθούν προοπτικές για τις μορφές «κόμμα» (στο πολιτικό σύστημα) και ΜΚΟ (στην κοινωνία των πολιτών), στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας χωρίς επιστροφή.
Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου αποτέλεσαν την κορύφωση μιας διαρκούς υφέρπουσας δυσπιστίας απέναντι στο κύρος της έννομης τάξης, αλλά και στο πολιτικό σύστημα που τη διαμορφώνει και την εγγυάται.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια τη χρονική περίοδο από την οποία ξεκίνησε αυτή η δυσπιστία, σίγουρα όμως τα σημάδια υπάρχουν από το 2000 και έπειτα. Τουλάχιστον από τότε, το θέμα της «διαφθοράς» κυριαρχεί στην πολιτική επικαιρότητα και συντηρείται από την αποκάλυψη διαδοχικών σκανδάλων, με την ευθεία εμπλοκή πολιτικών από τα κόμματα εξουσίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι προσβολές της νομιμότητας επιχειρήθηκε να δικαιολογηθούν κυνικά από τους ίδιους τους ενεχόμενους πολιτικούς στο όνομα του κοινού ιδιωτικού συμφέροντος και επειδή «έτσι κάνουν όλοι».
Η αντίδραση των ηγεσιών των κομμάτων στα ακραία αυτά φαινόμενα προσέβαλε επίσης το κύρος των νόμων: οι ενεχόμενοι σε σκάνδαλα αποσύρονται για κάποιο διάστημα από το προσκήνιο, για να επιστρέψουν με την πρώτη ευκαιρία στο όνομα κάποιας «πανστρατιάς» της παράταξής τους. Η δικαιοσύνη, από την πλευρά της, απλώς δεν κινείται αναμένοντας αποφάσεις της Βουλής, που προς το παρόν δείχνει απρόθυμη να κατηγορήσει μέλη της.
Τους πρώτους μήνες του 2009 είχαμε φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στην καθημερινότητα με τυφλή βία, καταστροφές κ.λπ. από χούλιγκανς, που ενισχύουν την παραπάνω εντύπωση.
Η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στην ισχύ των νόμων δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να εξηγηθεί «βολονταριστικά» («κακοί κουκουλοφόροι», «ανίκανη αστυνομία», «ανήθικοι ή αδιάφοροι πολιτικοί»). Ο Δεκέμβριος έχει χαρακτηριστικά αυθεντικής κοινωνικής διαμαρτυρίας, ιδίως από την πλευρά της νεολαίας, επειδή οι αιτίες του είναι δομικές και δεν μπορούν να αναχθούν σε ατομικές συμπεριφορές.
Οι αιτίες αυτές εντοπίζονται τόσο σε εγχώριες θεσμικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες όσο – πολύ φοβάμαι – και σε ορισμένες ριζικές αμφιβολίες για την αξία του Συντάγματος και του δικαίου, που ξεπερνούν την ελληνική πραγματικότητα
Ι. Οι ελληνικές ιδιαιτερότητες
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει κυρίως να «ασφυκτιά», να μην μπορεί να παίρνει αποφάσεις και κυρίως να μεταθέτει ευθύνες. Αυτό, νομίζω, οφείλεται σε τρεις λόγους, έναν κοινωνικοπολιτικό και δύο θεσμικούς. Και οι τρεις ευνοούν την εξυπηρέτηση «μερικών» συμφερόντων από το πολιτικό σύστημα, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον όχι μόνον να υποβαθμίζεται, αλλά και να παραμένει απροσδιόριστο.
Ο κοινωνικοπολιτικός λόγος
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρέμεινε ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση δέσμιο των πελατειακών σχέσεων και μάλιστα των παραδοσιακών που εξακολουθούν να συντηρούν «πολιτικές οικογένειες». Η μεταπολιτευτική πολιτική τάξη καλλιέργησε αυτές τις σχέσεις της εξυπηρέτησης του «μερικού», χρησιμοποιώντας προσχηματικά τις «μεγάλες ιδεολογίες» (που για πρώτη φορά εμφανίσθηκαν να διέπουν τα κόμματα εξουσίας) ως προκαλύμματα «γενικού συμφέροντος» και κυρίως εκμεταλλευόμενη την απουσία κοινωνίας πολιτών (που σε άλλες κοινωνίες νοηματοδοτεί συγκεκριμένα το εκάστοτε γενικό συμφέρον, υποστηρίζοντας τους συνταγματικούς θεσμούς).
Στην πραγματικότητα «κόμματα αρχών» δεν λειτούργησαν ποτέ στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, καθώς ποτέ δεν τα ζήτησε η κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, η δημοκρατία ήταν εξ αρχής ευάλωτη, οι θεσμοί λειτουργούν κυριολεκτικά «στον αέρα» και η γνωστή αντίληψη περί της «άψογης λειτουργίας από τη μεταπολίτευση έως σήμερα» (που υιοθετήσαμε και ο Μάνεσης και εμείς…) απέχει από την πραγματικότητα.
Οι θεσμικοί λόγοι
Στο επίπεδο των θεσμών, μια αυταρχική ερμηνεία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (γνωστή από πολύ παλιά άλλωστε) εξακολούθησε να κυριαρχεί. Χαρακτηριστικό της είναι η απέχθεια προς τα «αντίβαρα» της εξουσίας. Η παρατήρηση του Α. Μάνεση για το «πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα», από διαπίστωση («είναι») μεταλλάχθηκε βαθμιαία σε κανόνα δικαίου («δέον»), σαν να μην υπάρχει ανάγκη «αντιβάρων». Το καθεστώς του παντοδύναμου (και ex officio χαρισματικού) πρωθυπουργού λειτούργησε αποτελεσματικά, όσο το πρόσχημα της συνεκτικής «μεγάλης ιδεολογίας» των κομμάτων εξουσίας δεν αμφισβητούνταν. Με την κρίση των μεγάλων ιδεολογιών από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, το πρόσχημα αυτό εξαφανίσθηκε και οι «μερικότητες» των «αυτοδύναμων» επαγγελματιών πολιτικών με πελατειακή ισχύ ήρθαν στο προσκήνιο. Έκτοτε, ο πρωθυπουργός (όχι μόνον ο νυν…) - που άλλοτε θα είχε την άνεση να αποφασίζει βάσει του γενικού συμφέροντος - έχει μετατραπεί σε «απλό προεδρεύοντα» ή, το πολύ, σε διαχειριστή κρίσεων, που εκδηλώνονται μεταξύ ισχυρών υπουργών ή παραγόντων της ιδιωτικής κοινωνίας. Η βαθμιαία ανάδυση του (συνήθως αδιαφανούς) ρόλου του πρωθυπουργικού γραφείου αποσκοπεί ουσιαστικά να καλύψει ένα διαφαινόμενο «κενό εξουσίας» στο υψηλότερο επίπεδο, κατά κανόνα χωρίς επιτυχία.
Το ίδιο το τυπικό Σύνταγμα αμφισβητείται έμπρακτα, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, με διαρκείς προσπάθειες αναθεωρήσεων και μια διάχυτη «συνταγματολογία» που αποδυναμώνει την αξιοπιστία της επιστημονικής ερμηνείας (ο ρόλος των συνταγματολόγων /πολιτικών συμβάλλει ιδιαίτερα σε αυτό). Στην Ελλάδα το Σύνταγμα φαίνεται να αντιμετωπίζεται κυρίως ως εργαλείο εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων, όπου δε προβάλλει ως νομικό κείμενο επιχειρείται η απαξίωσή του από την πολιτική τάξη (περίπτωση άρθρου 24). Η απόλυτη κυριαρχία (και η σταθερή εξύμνηση!) των συγκυριακών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών είναι εδώ κρίσιμη, κυρίως όσον αφορά την εμπέδωση της πεποίθησης ότι «όλα είναι διαπραγματεύσιμα»: η volonte de tous υπονομεύει σταθερά τη volonte generale, έτσι ώστε το γενικό συμφέρον να μην βρίσκει καταφύγιο πουθενά στους θεσμούς.
ΙΙ. Η κρίση του συνταγματισμού
Πολύ φοβάμαι ότι στην «ασφυξία» του πολιτικού συστήματος μετέχει και ένα στοιχείο που μας ξεπερνά. Πρόκειται για μια βαθμιαία κρίση του συνταγματισμού, που επίσης λειτουργεί υπέρ των «μερικοτήτων», εμποδίζοντας αποφάσεις γενικού συμφέροντος και, συνακόλουθα, απαξιώνοντας το δίκαιο ως ρυθμιστική τάξη.
Κατά τη γνώμη μου, η κρίση αυτή οφείλεται:
- στην παγκοσμιοποίηση και άρα την υποχώρηση της κλασσικής έννοιας του (κατά Jellinek) «κράτους», που σημαίνει μια θεμελιώδη αδυναμία εφαρμογής «συνολικών» σχεδίων ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης (είτε με Συντάγματα είτε με πολιτικά προγράμματα είτε με «μεγάλες» ιδεολογίες)
- στην ανάδυση μιας νέας έννοιας «δημόσιου χώρου», στον οποίον αφενός οι «διαμορφωτές γνώμης» (ΜΜΕ κ.λπ.) διαδραματίζουν καίριο ρόλο και αφετέρου η ίδια η διαμόρφωση γνώμης είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην παραπλάνηση ή και στη βία, καθώς ο χειρισμός και η επεξεργασία της πληροφορίας αποδεικνύεται αδύνατον να ελεγχθεί (internet, αλλά και ταχύτατα διαδιδόμενη φημολογία, ιδίως στη διεθνοποιημένη αγορά)
Οι δύο αυτές αιτίες αμφισβητούν ευθέως την θεμελιώδη για την τήρηση του Συντάγματος εγγύηση της δημοκρατικής αρχής.
- Με την έκλειψη των «συνολικών σχεδίων», οι πολίτες χάνουν την προοπτική να διαμορφώσουν βούληση για το γενικό συμφέρον, γνώμη δηλαδή αμιγώς πολιτική. Στρέφονται έτσι περισσότερο σε αντιλήψεις του «μερικού» και, τελικά, του ιδιοτελούς (με μονομερώς οικονομικά, φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά κ.λπ. κριτήρια), εργαλειοποιώντας οι ίδιοι την πολιτική τους συμμετοχή.
- Στον σύγχρονο δημόσιο χώρο, ο τεράστιος όγκος της πληροφορίας που διακινείται δεν μπορεί να τιθασσευθεί σε ένα forum διαλόγου υποκείμενο σε στοιχειώδεις κανόνες (όπως ήταν π.χ. η αρχαία αγορά ή ο παραδοσιακός τύπος). Η πληροφορία είναι διάχυτη, δεν επιδέχεται αξιολογήσεις εγκυρότητας και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν σε ένα διαρκές «επικοινωνιακό» παιχνίδι, ιδίως από ισχυρά lobbies.
Με τα δεδομένα αυτά, η «γνώμη» του πολίτη παύει να είναι πολιτική και πάντως δεν έχει εχέγγυα ανεξαρτησίας. Εύκολα χειραγωγείται, ιδίως από επαγγελματίες της επικοινωνίας (ΜΜΕ, δημοσκόπους) και εύκολα μεταβάλλεται συγκυριακά για να υπηρετήσει το «μερικό». Μια τέτοια γνώμη δεν έχει ανάγκη το επιχείρημα ή την αιτιολογία, αλλά μάλλον την εικόνα και την εντύπωση. Γι’ αυτό γοητεύεται από την ισχύ της πλειοψηφίας και τείνει να ενταχθεί σε αυτήν. Η αρχή της πλειοψηφίας μετατρέπεται έτσι από απλή τεχνική λήψης αποφάσεων σε «ουσία» της δημοκρατίας. Ως τέτοια, πρέπει κατά το δυνατόν να λειτουργεί αδιαμεσολάβητα, να μην «φιλτράρεται» από βαθμίδες γενικού συμφέροντος (θεσμούς ή νόμους): το «άτυπο» δημοψήφισμα παντού είναι το ιδανικό της περιβάλλον.
Από την άλλη πλευρά είναι μοιραίο και οι πολιτικοί να υπόκεινται σε αυτές τις συνθήκες. Η νομιμοποίηση της δραστηριότητάς τους δεν εξαρτάται από την εξυπηρέτηση ενός «συνολικού σχεδίου», αλλά μάλλον από την επιτυχή διαχείριση των «μερικοτήτων» που εκφράζουν οι πολίτες. Ο σύγχρονος επαγγελματίας πολιτικός δρα κυρίως ως συνήγορος οργανωμένων συμφερόντων, διαπραγματευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ψήφο του, φροντίζοντας όμως παράλληλα να μην βρεθεί σε απόσταση από τον «μέσο όρο» της «σιωπηρής πλειοψηφίας» (τον οποίον ανιχνεύει διαρκώς με αγωνιώδεις δημοσκοπήσεις). Η δυσκολία αυτού του διπλού ρόλου οριακά οδηγεί σε αδυναμία λήψης αποφάσεων.
Σε τέτοιες συνθήκες, φαίνεται ότι το κύρος του Συντάγματος και κατ’ επέκταση του δικαίου στο σύνολό του, έχει υπονομευθεί ριζικά:
- το ίδιο το Σύνταγμα παύει να αποτελεί «θεμελιώδη νόμο», καθώς είτε «ρυθμίζει» με εξαντλητικό τρόπο δευτερεύοντα ζητήματα (βλ. Συντάγματα της Α. Ευρώπης) είτε υπόκειται σε διαρκείς αναθεωρήσεις: ακόμη και αν αυτές είναι επουσιώδεις, πάντως η εντύπωση του «όλα αλλάζουν» παραμένει
- στην Ευρώπη, το κύριο βάρος της νομοθετικής ρύθμισης έχουν υπερεθνικά όργανα της Ε.Ε., χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
- οι περισσότεροι σημαντικοί εθνικοί νόμοι είναι διακηρύξεις καλών προθέσεων ή νόμοι - πλαίσια, με μεγάλο αριθμό εξουσιοδοτήσεων, και άρα μετατοπισμένη την ευθύνη της εφαρμογής
- η εφαρμογή των νόμων συχνά αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης (Ιταλία, Ρωσία).
Υπάρχει διέξοδος;
Οι βολονταριστές ήδη ελπίζουν για το πολιτικό μας σύστημα σε ένα νέο «1909». Ο ρομαντισμός είναι συμπαθής, αλλά «στρατιωτικοί σύνδεσμοι» και «σωτήρες της Πατρίδος» ανήκουν – προφανώς – σε άλλη εποχή. Οι «κυβερνήσεις συνεργασίας», πάλι, δεν εγγυώνται τίποτε, καθώς βασίζονται σε «συμφωνίες κυρίων», επομένως – για την πολιτική – στο κενό. Και οι δύο αυτές επιλογές αγνοούν κυρίως ότι, στην ελληνική περίπτωση, εν πολλοίς οι ίδιοι οι πολίτες νομιμοποιούν το «μερικό» εις βάρος του «γενικού». Το στοιχείο αυτό δύσκολα αντιμετωπίζεται.
Οπωσδήποτε, πάντως, στο θεσμικό επίπεδο μπορούμε να σκεφτούμε τα εξής:
Η πολιτική ζωή είναι εγκλωβισμένη σε μια εκδοχή αυταρχικού κοινοβουλευτικού συστήματος, χωρίς εσωτερικά checks and balances. Η εισαγωγή στοιχείων προεδρικού συστήματος, αλλά και η θεσμική αποδέσμευση των βουλευτών από την πολιτική πελατεία τους (με επεμβάσεις στον εκλογικό νόμο), ώστε να πάψουν να υπόκεινται σε μια εν τοις πράγμασι «επιτακτική εντολή» των lobbies, αποτελούν πλέον άμεση αναγκαιότητα (αναρωτιέμαι, πάντως, ποιος μπορεί να πάρει σήμερα σχετική πρωτοβουλία…).
Οι ανεξάρτητες αρχές θα χρειασθεί να ενισχυθούν θεσμικά, καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι οι μόνες που μπορούν να πάρουν αποφάσεις σε κρίσιμους τομείς. Πρέπει να αναδεικνύονται από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία και να λογοδοτούν άμεσα σε αυτήν.
Ένας άλλος τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης πρέπει να εξετασθεί, χωρίς καμία εμπλοκή της κυβέρνησης (π.χ. εκλογή από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία).
Ορισμένες «κυβερνητικές πράξεις» (ιδίως η διάλυση της Βουλής), όπως και η κοινοβουλευτική διαδικασία θέσπισης των νόμων πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να προσβάλλονται δικαστικά
Τα παραπάνω δεν εγγυώνται πολλά, καθώς η παρακμή του συνταγματισμού θα είναι παρούσα. Ίσως σημαντικότερο είναι να μελετηθούν προοπτικές για τις μορφές «κόμμα» (στο πολιτικό σύστημα) και ΜΚΟ (στην κοινωνία των πολιτών), στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας χωρίς επιστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου