Άσυλο: δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες
Νίκου Κ. Αλιβιζάτου
Τα περιστατικά ωμής και απρόκλητης βίας που σημειώθηκαν τον τελευταίο καιρό σε βάρος πανεπιστημιακών καθηγητών μέσα στο χώρο της δουλειάς τους (Γιάννης Παπαδάτος, Γιάννης Πανούσης και όχι μόνο) δείχνουν ότι η κατάσταση με το άσυλο έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Η ευγενέστερη κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος, στα δύσκολα χρόνια του μετεμφυλιακού διχασμού και της δικτατορίας, έχει εκφυλισθεί σε άλλοθι για τον περιορισμό -αν όχι και την κατάργηση- της ελευθερίας του λόγου, της έρευνας και της διδασκαλίας, εκεί όπου εξ ορισμού θα έπρεπε κατ’ εξοχήν να προστατεύεται. Ταυτόχρονα, το άσυλο «στέγασε» κάθε μορφής παρανομίες και επέτρεψε τον δημόσιο εξευτελισμό δασκάλων, σε βαθμό τόσο απάνθρωπο, που κανένα καθεστώς, κανένα κόμμα, καμιά παράταξη στη νεότερη ιστορία μας δεν είχε ως σήμερα αποτολμήσει. Ακόμη και σε περιόδους μεγάλης πολιτικής έντασης.
Η κατάσταση λοιπόν έχει φθάσει στο ως εδώ και μη παρέκει. Για να σωθεί ό,τι έχει απομείνει από το ελληνικό πανεπιστήμιο, δεν αρκούν οι λεκτικές καταδίκες.
*****
Το άσυλο δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά πουθενά στον κόσμο. Γιατί, στις μεν δημοκρατίες, η αστυνομία ούτε που διανοείται να επέμβει στα ΑΕΙ χωρίς να κληθεί από τις πανεπιστημιακές αρχές. Στις δε δικτατορίες επεμβαίνει ούτως ή άλλως χωρίς να ρωτήσει κανέναν.
Η ρητή νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου, με τον νόμο-πλαίσιο του 1982, είχε συμβολικό νόημα. Θεσπίσθηκε για να τιμήσει τους φοιτητικούς αγώνες κατά της δικτατορίας, και όχι γιατί το πανεπιστημιακό άσυλο παραβιάσθηκε ποτέ, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Για συμβολικούς λοιπόν πρωτίστως λόγους, πρέπει και σήμερα η νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου να καταργηθεί. Όχι απλώς επειδή, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν υπηρετεί καμιάν απολύτως σκοπιμότητα. Αλλά γιατί το άσυλο, έτσι όπως έχει καταντήσει, υποθάλπει, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα, τη βία και την ανομία.
*****
Από εκεί και πέρα, θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι, με την κατάργηση των σχετικών διατάξεων, θα εξαλειφθεί αυτομάτως η βία από το ελληνικό πανεπιστήμιο. Όπως συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατικές χώρες, η αστυνομία θα διστάσει να επέμβει -στις ακραίες περιπτώσεις που πρέπει δίχως άλλο να επέμβει- αν οι πανεπιστημιακές αρχές δεν την καλέσουν. Θα πρέπει, λοιπόν, πάνω απ’ όλα, όλοι όσοι συγκροτούμε την πανεπιστημιακή κοινότητα (διδάσκοντες προπάντων και φοιτητές) να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Εδώ, ωστόσο, επιβάλλεται να γίνει μια σημαντική διάκριση:
Τους κουκουλοφόρους και τους κάθε είδους οπαδούς της βίας, των ξυλοδαρμών και της τρομοκρατίας, οι πανεπιστημιακοί δεν μπορούμε ασφαλώς να τους σταματήσουμε. Αν η αστυνομία δεν κάνει τη δουλειά της, οι επιδρομές τους στα πανεπιστήμια θα συνεχισθούν, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει ως πού μπορεί να φθάσουν.
Απεναντίας, για τη βία που ασκείται μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο με τη μορφή προπηλακισμών, διακοπής μαθημάτων, κατάληψης αιθουσών και ολόκληρων κτιρίων, τη βία δηλαδή που «ανεπαισθήτως» ανεχόμαστε όλοι ως συγχωρητέα τάχα «ελληνική ιδιομορφία» και «αναγκαίο κακό»- θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι υπεύθυνοι για την αντιμετώπισή της είμαστε κυρίως εμείς οι ίδιοι. Εν ανάγκη και με τη βοήθεια της αστυνομίας.
*****
Προς τούτο, εμείς οι διδάσκοντες θα πρέπει από τη μια να ξεπεράσουμε τον καιροσκοπισμό που οδηγεί στη συναλλαγή, ακόμη και με τους οπαδούς αυτής της βίας, για την εκλογή σε πανεπιστημιακά αξιώματα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και, από την άλλη, όσοι τουλάχιστον από μας συμβάλαμε, υπό διαφορετικές συνθήκες, στην κατοχύρωση του ασύλου, να εγκαταλείψουμε τους πατριωτισμούς εκείνων των εποχών, οι οποίοι μας έχουν καθηλώσει στην αδράνεια και την ανυποληψία.
Ίσως τότε, εμείς οι πανεπιστημιακοί να μπορέσουμε να «ξανα-ανακαλύψουμε» τη δουλειά μας. Μια δουλειά συναρπαστική, αφού μας συνδέει με ό,τι πιο ζωντανό και ωραίο διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Κάτι που δεν μπορεί να το εξασφαλίσει ούτε η δόξα μιας πολιτικής καριέρας, ούτε το χρήμα από την άσκηση του όποιου επαγγέλματος.
Αν το κατορθώσουμε, αν ξαναβρούμε δηλαδή τον χαμένο ενθουσιασμό μας, πιστεύω ότι οι λόγοι που γεννούν τη βία στο πανεπιστήμιο θα εκλείψουν σε μεγάλο βαθμό. Και έτσι το άσυλο θα ξαναβρεί το αρχικό, το ευγενικό νόημά του.
_________________
Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου