Για τον Γιώργο Παπαδημητρίου
Στη ζωή είμαστε όλοι περαστικοί. Στο πέρασμά μας μαθαίνουμε τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ο Καθηγητής το ήξερε καλά. Αγαπούσε με εγκαρδιότητα και μεγαλοκαρδία. Τον αγαπούσαμε ειλικρινά ως φίλο, χαιρόμασταν την αβρότητα και τη γενναιοδωρία του, και τον σεβόμασταν ως πρωτοπόρο επιστήμονα. Θα συνεχίσουμε το έργο του και θα ακολουθήσουμε το παράδειγμά του.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Αιχμάλωτοι στη μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας
Γιάννη Α. Τασόπουλου
Στη ζωή είμαστε όλοι περαστικοί. Στο πέρασμά μας μαθαίνουμε τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ο Καθηγητής το ήξερε καλά. Αγαπούσε με εγκαρδιότητα και μεγαλοκαρδία. Τον αγαπούσαμε ειλικρινά ως φίλο, χαιρόμασταν την αβρότητα και τη γενναιοδωρία του, και τον σεβόμασταν ως πρωτοπόρο επιστήμονα. Θα συνεχίσουμε το έργο του και θα ακολουθήσουμε το παράδειγμά του.
Γιάννης Α. Τασόπουλος
Αιχμάλωτοι στη μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας
Γιάννη Α. Τασόπουλου
Ζήσαμε τις ημέρες εκείνες την κορύφωση της πίεσης που ασκεί η μέγκενη της κρατικής και αντικρατικής βίας. Ο θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού από αστυνομικό όπλο οδήγησε τους μαθητές σε ένα ξέσπασμα δικαιολογημένης αλλά βίαιης οργής. Ποιά έπρεπε να είναι η αντίδραση της πολιτείας; Τις μαζικές διαδηλώσεις ακολούθησαν πυρπολήσεις κτιρίων και καταστροφές καταστημάτων από άγνωστους δράστες. Όλα αυτά έφεραν στο προσκήνιο μια από τις μεγάλες, τις καίριες αντιφάσεις της δημοκρατίας που με τόσες θυσίες θεμελιώσαμε το 1974. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ του διαλογικού χαρακτήρα της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης της βίας ως αποδεκτής πολιτικής πρακτικής.
Η ανοχή και επιείκεια της δημοκρατίας απέναντι στην περιορισμένη και περιστασιακή βία, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα ξεσπάσματος θυμού, στιγμιαία αντίδραση, απώλεια ψυχραιμίας πιθανολογούμενη και προβλέψιμη στην κορύφωση της πολιτικής σύγκρουσης, είναι άλλο πράγμα από τη νομιμοποίηση της βίας. Κανονικά, ο ήπιος χαρακτήρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τα όποια περιθώρια ανοχής μπορεί να επιδείξει απέναντι στις ακρότητες οφείλονται στην εκ μέρους της ρητή, κατηγορηματική και αταλάντευτη καταδίκη της πολιτικής βίας. Δεν πρόκειται για παραδοξολογία. Ακριβώς επειδή η φιλελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία απορρίπτει τη βία, για τον λόγο αυτό προσπαθεί να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια, πριν καταφύγει στην άσκηση κρατικής βίας στο πεδίο των πολιτικών συγκρούσεων. Η ηπιότητα της δημοκρατίας είναι απόδειξη της ηθικοπολιτικής υπεροχής της, της πνευματικής της διαύγειας, της πολιτικής της ευπρέπειας, της αντοχής της που απορρέει από την ικανότητά της να απορροφά ακόμη και τις πιο έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Δυστυχώς όμως φοβάμαι ότι στην Ελλάδα η ανοχή της οριακής πολιτικής βίας οφείλεται λιγότερο στην συνειδητή προσπάθεια αποκλεισμού της ποινικής καταστολής από τον χώρο της πολιτικής διαμάχης και περισσότερο στη νομιμοποίηση της βίας. Αρκεί να αναλογισθούμε το φάσμα των πολιτικών συμπεριφορών και πρακτικών που με τη μια ή την άλλη μορφή έχουν ως κοινό παρονομαστή τη βία: Εξουσιαστές και αντιεξουσιαστές είναι σε διαρκή θέση μάχης, σε ένα κλεφτοπόλεμο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αναζωπυρώσει συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, οδηγώντας σε εκτεταμένες καταστροφές, τραυματισμούς ή και θύματα. Στα πανεπιστήμια, που θα έπρεπε να είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος πνευματικής ελευθερίας, η βία είναι ενδημική, καταστροφική και το χειρότερο απειλητική έναντι όσων υψώνουν το ανάστημά τους απέναντί της. Ακόμη και η ανεπιφύλακτη καταδίκη της τρομοκρατίας εμπεδώθηκε στη χώρα μας με σχετική απροθυμία και καθυστέρηση. Μορφές συμβολικής έκφρασης, όπως οι καταλήψεις σχολείων, παρατείνονται ορισμένες φορές τόσο, ώστε να χάνουν τον συμβολικό τους χαρακτήρα, ενώ συνοδεύονται συχνά από εκτεταμένες καταστροφές.
Η στάση που τηρούμε απέναντι στην πολιτική βία είναι προβληματική. Δημιουργεί εθισμό, που με τη σειρά του τείνει να μετατρέψει την ανοχή σε απάθεια, σε μειωμένα αντανακλαστικά απέναντί της. Η κακή συγκυρία αργά ή γρήγορα θα βρεθεί. Και τότε η κατάσταση είναι επόμενο να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Ρέπουμε λοιπόν προς την πολιτική βία; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και επιτακτικό. Αλλά, αιχμαλωτισμένοι στη μέγκενη μεταξύ κρατικής και αντικρατικής βίας, αποφεύγουμε να το θέσουμε ευθέως με τόλμη και με παρρησία, γιατί φοβόμαστε ότι εν πολλοίς είναι ρητορικό, ότι η ανεπιφύλακτη καταδίκη της πολιτικής βίας αναπόφευκτα σημαίνει τη μονομερή καταδίκη της αντικρατικής, αντιεξουσιαστικής βίας, χωρίς διόλου να θίγεται η αυθαίρετη κρατική καταστολή, στην οποία θα αφεθεί ελεύθερο το πεδίο, χωρίς αντίπαλο δέος. Η ηθικοπολιτική μας αδυναμία να υπερβούμε το δίλημμα μεταξύ κρατικής και αντικρατικής βίας αποτελεί τη σύγχρονη τραγωδία του πολιτικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται από την αμετακίνητη και θεμελιακή του αντιπαράθεση στη βία: Η ριζική πολιτική διαφωνία διατηρεί μεν την οξύτητά της, αλλά πρέπει να κινείται πάντα σε πολιτικά πλαίσια, δηλαδή να σέβεται την πολιτική ελευθερία των άλλων και το δικαίωμά τους να υποστηρίζουν και να επιδιώκουν την πολιτική επικράτηση των απόψεών τους. Η πολιτική βία – είτε κρατική είτε αντικρατική – διαρρηγνύει το πολιτικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης και συνεπώς δεν είναι νομιμοποιημένη. Η πολιτική βία βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής ελευθερίας.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι ασυμβίβαστοι με την πολιτική βία. Η τυραννία της δικτατορίας στέρησε τον λαό μας από την πολιτική ελευθερία, ασκώντας βία με τανκς, όπλα και βασανιστήρια. Η ευαισθησία μας ως κοινωνίας και ως πολιτών για τα κρούσματα αυθαίρετης κρατικής βίας δεν είναι απλώς ιστορικώς ευεξήγητη, αλλά και πολιτικώς υγιής. Η αποφασιστικότητά μας να διατηρήσει η δημοκρατία μας ήπιο πρόσωπο, να δείχνει όσο γίνεται ανεκτικότητα απέναντι σε αυτούς που της ασκούν ριζοσπαστική κριτική και την εχθρεύονται, να αποφύγει τον εξουσιαστικό αυταρχισμό, τη δυσανάλογη αντίδραση και τη βίαιη καταστολή, είναι δείγματα πολιτικού ανθρωπισμού. Οι προθέσεις είναι αγνές και τα αισθήματα ευγενικά. Η πραγματικότητα όμως μας διαψεύδει οικτρά. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Γίναμε μάρτυρες σκηνών βίας ασυνήθιστων για ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου, για μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή κοινωνία. Ζούμε ώρες ιστορικής ευθύνης. Η παραδοσιακή δυσπιστία μεταξύ των πολιτών και του κράτους έχει φθάσει στα όρια της απροκάλυπτης αντιπαράθεσης. Πρέπει να αρχίσει με αποφασιστικότητα η ανόρθωση της πολιτείας μας. Ορισμένα από τα κακώς κείμενα είναι τόσο οφθαλμοφανή, ώστε το μόνο που λείπει είναι η –διακομματική– πολιτική βούληση εξορθολογισμού της κατάστασης με πνεύμα στοιχειώδους πραγματισμού. Παράλληλα, χρειάζεται να επαναπροσεγγίσουμε τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας μας. Ίσως τότε κατορθώσουμε να διαρρήξουμε τον φαύλο κύκλο της βίας για να αναζητήσουμε από την αρχή το νόημα πολιτικού φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, για να αναπνεύσουμε και πάλι τον ζωογόνο αέρα της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου