ΟΜΙΛΟΣ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ ΜΑΝΕΣΗΣ
ΙΒ’ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, ΦΛΩΡΙΝΑ-ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, 21-23 ΜΑΪΟΥ 2010
Αλέξανδρος Σβώλος
(1892-1956)
Μεταξύ Συντάγματος και πολιτικής στον αιώνα των άκρων



Παρασκευή 21 Μαϊου 2010

Αίθουσα τελετών Δήμου Φλώρινας- Νέο Πάρκο
20.00: Εναρκτήρια συνεδρίαση

Προεδρία: Αντ. Μανιτάκης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)

Χαιρετισμοί:

Δημ. Στεφανίδης, πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Φλώρινας
Στ. Παπαναστασίου, Δήμαρχος Φλώρινας
Ιω. Βοσκόπουλος, Νομάρχης Φλώρινας
20.30: Χάγκεν Φλάϊσερ (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Ο Αλ. Σβώλος και το ΕΑΜ (κεντρική ομιλία)
21.00: Ν.Κ.Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Mικρά μεθοδολογικά προλεγόμενα
21.30: Επίσημο δείπνο
[Ενδέχεται να παρατεθεί το Σάββατο, την ίδια ώρα]

Ξενοδοχείο «Φαίδων Palace»
Αίθουσα εκδηλώσεων
Βίγλας 1, Φλώρινα


Σάββατο 22 Μαϊου 2010
9.30-11.35: Α’ Συνεδρίαση- Προεδρία: Γ. Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Πριν από τον πόλεμο: διαμόρφωση και καθιέρωση ενός συνταγματολόγου

9.30: Δ.Τσαραπατσάνης (Πανεπιστήμιο Paris 10): Πνευματικές καταβολές-Γαλλία
9.45: Αλ. Κεσόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Πνευματικές καταβολές-Γερμανία
10.00: Κυρ. Παπανικολάου (Πανεπιστήμιο Θράκης): Ο Αλ. Σβώλος και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
10.15: Γ. Καραβοκύρης (Πανεπιστήμιο Paris 2): Οι κατά Σβώλο διέξοδοι στην κρίση του κοινοβουλευτισμού
10.30: Άννα Βαλλιανάτου (Πανεπιστήμιο Αθηνών): «Υπόθεση Αγνής Ρουσοπούλου»: έμφυλες ιεραρχίες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου
10.45-11.30: Συζήτηση
11.30-12.00: Διάλειμμα


12.00-14.00: Β’ Συνεδρίαση- Προεδρία: Γ.Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Η δεκαετία του 1940 ή η αδύνατη προσέγγιση Δεξιάς και Αριστεράς

12.00: Στράτος Δορδανάς (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας): Ο Αλ. Σβώλος και η Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών (1941-1943).

12.15: Παν. Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης): Ο Αλ. Σβώλος ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Εθν. Ενότητας

12.30: Ακρ. Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης): Ο Αλ. Σβώλος και το Πανεπιστήμιο Αθηνών: μια περιπετειώδης σχέση

12.45: Χρυσούλα Αντωνίου-Αγγελική Χριστοδούλου: Το αρχείο Σβώλου στα ΑΣΚΙ

13.00: Γερ. Μυλωνάς (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Ο Αλ. Σβώλος και η εφημερίδα «Μάχη» (1945-1952).

13.15-14.00: Συζήτηση

Γεύμα


17.30-19.30: Γ’ Συνεδρίαση- Προεδρία: Γ. Αναστασιάδης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Μετά τον πόλεμο: αναζητώντας την κεντροαριστερά

17.30: Ηλίας Νικολακόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Οι σχέσεις του Αλ. Σβώλου με την κομμουνιστική Αριστερά και οι εκλογικές του επιδόσεις

17.45: Χαρ. Ανθόπουλος (Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο): Ο Αλ. Σβώλος και η συνταγματοποίηση της εργασίας

18.00: Ιω. Στεφανίδης (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης): Ο κοινοβουλευτικός λόγος του Αλ. Σβώλου

18.15: Χρ. Τσαϊτουρίδης (Πανεπιστήμιο Κύπρου): Ο Αλ. Σβώλος και η ΕΣΔΑ

18.30: Γ. Νικολού (Πανεπιστήμιο Αθηνών): Αλ. Σβώλος και Γ. Καρτάλης.

18.45-19.15: Συζήτηση

19.30-20.30: Δ’ Συνεδρίαση. Αντί συμπερασμάτων

Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης: Νομικοί από πέντε διαφορετικές «γενιές» συζητούν για τον Αλ. Σβώλο και τις υποθήκες του: Αντ. Μανιτάκης, Ιφιγ. Καμτσίδου, Mιχ. Τσαπόγας, Δ. Τσαραπατσάνης και Α. Βαλλιανάτου –Συντονίζει ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος

Δείπνο κ.λπ.

Κυριακή 23 Μαϊου 2010
10.30: Μετάβαση στο Κρούσοβο (ΠΓΔΜ) και εντοιχισμός αναμνηστικής πλάκας στην γενέτειρα κατοικία του Αλ. Σβώλου –Γεύμα σε παραδοσιακή ταβέρνα.

14०o: Μετάβαση στο Μοναστήρι (ΠΓΔΜ) Ξενάγηση και ομιλία κ. Βιολέτας Σμυρνιού-Παπαθανασίου (προέδρου Συνδέσμου Μοναστηριωτών): Οι Έλληνες του Μοναστηριού στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα.

19.00: Επιστροφή στη Φλώρινα


ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΑΣ

Με αυτοκίνητο: Το οδικό δίκτυο συνδέει την Φλώρινα με τις διάφορες περιοχές της Ελλάδας διαμέσου ποικίλλων διαδρομών. Κυριότεροι οδικοί άξονες:
Θεσσαλονίκη – Έδεσσα – Φλώρινα
Θεσσαλονίκη – Βέροια - Κοζάνη – Φλώρινα
Αθήνα – Λάρισα - Κοζάνη – Φλώρινα
Ιωάννινα - Κοζάνη – Φλώρινα


Με λεωφορείο: Υπάρχουν τακτικά καθημερινά δρομολόγια που συνδέουν την Φλώρινα με Θεσσαλονίκη, Αθήνα και όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς.


Με τρένο: Καθημερινή σύνδεση με Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Από Αθήνα για Φλώρινα, η σύνδεση δεν γίνεται απευθείας, οι επιβάτες αποβιβάζονται στο Πλατύ και με τα τοπικά τρένα από τη Θεσσαλονίκη μεταφέρονται στη Φλώρινα

Χρήσιμα τηλέφωνα:

ΚΤΕΛ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 23850 22430
ΚΤΕΛ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ 23860 22219
ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 23850 29547
ΟΣΕ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 23850 22404
ΟΣΕ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ 23860 22226
ΤΑΞΙ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 23850 23100 23850 22700 23850 22800
ΤΑΞΙ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ 23860 22988

ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΑΣ

Ξενοδοχείο ΦΑΙΔΩΝ PALACE HOTEL & SPA (Περιοχή Αγ. Παρασκευής)

ΜΟΝΟΚΛΙΝΟ 60 ευρώ με μπουφέ πρωινό

ΔΙΚΛΙΝΟ 80 ευρώ με μπουφέ πρωινό

ΤΡΙΚΛΙΝΟ 95 ευρώ με μπουφέ πρωινό

ΣΟΥΙΤΑ 250 ευρώ με μπουφέ πρωινό

ΣΥΝΟΛΟ : 34 ΔΩΜΑΤΙΑ

Για τις κρατήσεις σας : κος. Τζώτζης Φίλιππος 23850 44800-1

Ξενοδοχείο LINGOS HOTEL ( Κεντρική Πλατεία Φλώρινας)

ΜΟΝΟΚΛΙΝΟ χωρίς διαθεσιμότητα

ΔΙΚΛΙΝΟ 90 ευρώ με πρωινό

ΣΥΝΟΛΟ : 10 ΔΩΜΑΤΙΑ

Για τις κρατήσεις σας: κα. Παναγιωτίδου 23850-28323





Το αρχείο νομικών υποθέσεων του Σβώλου στα ΑΣΚΙ

Χρυσούλα Αντωνίου

Το αρχείο των νομικών υποθέσεων του Σβώλου που φιλοξενείται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας αποτελείται από εκτεταμένο υλικό, που υπερβαίνει τα 20 ταξινομικά κουτιά και τις 300 υποθέσεις, από το 1919 έως το 1941. Ο Σβώλος αναλαμβάνει σημαντικές υποθέσεις, μετά δε το 1929 και την εκλογή του στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου, συχνά συνυπογράφει γνωμοδοτήσεις με άλλους καθηγητές (ενδεικτικά οι Τριανταφυλλόπουλος, Μαριδάκης, Σπυρόπουλος, Μπαλής).

Η μελέτη των νομικών υποθέσεων του Σβώλου έχει διττή αξία:

- αφενός για τις πληροφορίες που παρέχει για τον Σβώλο ως νομικό και την προσέγγιση ιδεών του, ορισμένες εκ των οποίων εμφανίζονται εν είδει τροχιοδεικτικών προτού ακόμη αποτυπωθούν βιβλιογραφικά,

- αφετέρου γιατί, παρακολουθώντας τη δικηγορική πορεία του Σβώλου και τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, ιχνηλατούμε και τη συγκυρία της εποχής με τα εκάστοτε δεσπόζοντα ζητήματα: ανταλλάξιμες περιουσίες, απαλλοτριώσεις για εγκατάσταση προσφύγων, οικονομικές οφειλές και ανεργία από την «οικονομική στενοχωρία» του 1929, ζητήματα κακοδιοίκησης στο νεοπαγές ΣτΕ, παρατυπίες σε εκλογικές αναμετρήσεις, σύσταση δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας, παύση αιρετών τοπικών αρχόντων λόγω πολιτικών ιδεών, κ.α.

Ο μεγάλος όγκος του υλικού επιτρέπει στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης μια σταχυολόγηση, μόνο, ισχυρισμών και επιχειρημάτων από την πληθώρα των υποθέσεων που χειρίστηκε ο δημοσιολόγος।(διαβάστε όλο το κείμενο)


Ο Αλ. Σβώλος και το Πανεπιστήμιο Αθηνών: μια περιπετειώδης σχέση

Ακρίτας Καϊδατζής


«Την δε έδραν του Συνταγματικού Δικαίου, όπως έγραψε από του 1850 ο αρχαιότερος κάτοχος αυτής, ο Ν.Ι. Σαρίπολος, αντιλαμβάνομαι αληθώς ως την “ελευθεροτάτην των εδρών του Πανεπιστημίου”. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι εξ αυτής πρέπει να αισθάνωνται ζωηρώς ότι το πνεύμα του ελληνικού Συντάγματος είναι κατ’ εξοχήν πνεύμα ελευθερίας»[1].

Αυτά έλεγε ο Αλέξανδρος Σβώλος στις 30 Μαρτίου 1929, στον εναρκτήριο λόγο του ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε άλλο σημείο του λόγου του, θα μνημονεύσει το δάσκαλό του, Ν.Ν. Σαρίπολο, για την αρετή του περί «το ανέχεσθαι των αντιβαινόντων παρρησιαστικώς ταις γνώμαις αυτού»[2]. Μιλούσε βεβαίως από προσωπική πείρα. Είχε αξιωθεί το δημόσιο έπαινο και την αναγνώριση του δασκάλου, παρά τα όσα τους χώριζαν επιστημονικά[3].

Ο Σβώλος τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο και τη Νομική Σχολή. Υφηγητής της Γενικής Πολιτειολογίας το 1919. Τακτικός καθηγητής στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου το 1929. Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής το ακαδημαϊκό έτος 1934-35. Νεωτεριστής στην επιστήμη του και με διακηρυγμένες σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, ο Σβώλος κέρδισε παρόλα αυτά την αποδοχή και την εκτίμηση των συναδέλφων του, όπως και το θαυμασμό των μαθητών του. Πέρα από τη σπάνια κατάρτιση, την επιστημονική αυστηρότητα και συνέπεια, το χάρισμα στη γραφή και το λόγο, ο Σβώλος αγαπούσε το πανεπιστήμιο και τη διδασκαλία. Ένιωθε ουσιαστικά την ιδιότητα του μέλους της πανεπιστημιακής κοινότητας και αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως συνεχιστή μιας παράδοσης που φτάνει μέχρι τον Σαρίπολο πατέρα.

Με την παράλληλη δημόσια δράση και τους αγώνες του, ως συνταγματολόγος, ως διανοούμενος, ως δικηγόρος και ενεργός πολίτης, ο Σβώλος υπήρξε διαχρονικά «ενοχλητικός» για τους κρατούντες. Θα απολυθεί τέσσερις φορές από το πανεπιστήμιο, οριστικά το 1946. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, στα ταραγμένα εκείνα χρόνια των διαδοχικών κινημάτων και των πολιτειακών μεταβολών, πρέπει να ανέμενε τις διώξεις που υπέστη από την πολιτική εξουσία. Αυτό που ίσως δεν ανέμενε –και πρέπει να τον πίκρανε βαθιά– ήταν ότι, στην πιο δύσκολη στιγμή, τον αποκήρυξε το ίδιο το πανεπιστήμιό του.

Κι αυτό που εμείς σήμερα δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε είναι ότι ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας συνταγματολόγος του 20ου αιώνα δεν δίδαξε στο πανεπιστήμιο ως καθηγητής περισσότερο συνολικά από εννιά χρόνια।(διαβάστε όλο το κείμενο)



* Σχέδιο εισήγησης για το ΙΒ΄ Συνέδριο του Ομίλου ‘Αρ. Μάνεσης’, Αλέξανδρος Σβώλος. Μεταξύ Συντάγματος και πολιτικής στον αιώνα των άκρων, Φλώρινα-Μοναστήρι 21-23 Μαΐου 2010.

[1] Αλ. Σβώλος, «Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» [1929], σε: Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τόμ. Α΄, Στοχαστής, Αθήνα 1972, σ. 75 επ. [138].

[2] Ό.π.

[3] Νεαρός διδάκτορας, ο Σβώλος θα τιμηθεί με το «Ράλλειον Βραβείον» για την πρωτοποριακή μελέτη του «Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργών υπό συνταγματικήν και οικονομικήν άποψιν» [1918] (σε: Νομικαί Μελέται, τόμ. Β΄, Εκδ. Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Εν Αθήναις 1958, σ. 5 επ.). Εισηγούμενος στη Νομική Σχολή τη βράβευσή του, ο Ν.Ν. Σαρίπολος θα αναγνωρίσει στο μαθητή του «πλούτον γνώσεων, αξιοθαύμαστον ευρύτητα αντιλήψεως του θέματος, πολυσχιδή αυτού εξέτασιν, φιλοσοφικήν δύναμιν, ιστορικήν πολυμάθειαν, αρτίαν χρήσιν της ημεδαπής και ξένης σχετικής φιλολογίας, ύφος κομψόν και σαφές∙ δεν γνωρίζω τί να εξάρω περισσότερον. Προσθέσατε εις πάντα ταύτα, άτινα αποδεικνύουσιν άρτιον και εμβριθή επιστημονικόν νουν, πνοήν φιλανθρωπίας, ήτις διαπνέει ολόκληρον το λαμπρόν τούτο έργον και ήτις ευρίσκεται εν τη επικεφαλίδι αυτού “αγαπήσης τον πλησίον σου ως σεαυτόν” και μη διστάσητε να βραβεύσητε τον συγγραφέα» (αναφέρεται στο: Γ. Μιχαλογιάννης, Αλέξανδρος Σβώλος, Αθήναι 1957, σ. 9, υποσημ. 3).



Ο Όμιλος ‘Αριστόβουλος Μάνεσης’ αποχαιρετά τον επίτιμο πρόεδρό του,

Δημήτρη Τσάτσο



Έσβησε και ένας ακόμη σημαντικός Έλληνας συνταγματολόγος, ο Δημήτρης Θ. Τσάτσος. Ο αναγνωρισμένος και τιμημένος, διεθνώς, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτειολογίας σε ελληνικά και γερμανικά πανεπιστήμια, έκλεισε τα μάτια του τις ίδιες μέρες που η Ελλάδα χρεοκοπούσε και διασυρόταν διεθνώς, την ίδια στιγμή που δοκιμάζεται συθέμελα το πολιτικό σύστημα, που προήλθε από την μεταπολίτευση του 1974. Η αγγελία του θανάτου του συνέπεσε με την προαναγγελία ότι ο κύκλος της συνταγματικής μεταπολίτευσης κλείνει. Αυτό για το οποίο πάσχισε ο ίδιος, προσωπικά, από τα χρόνια της δικτατορίας και συνέβαλε καθοριστικά στην εγκαθίδρυσή του, δεν το είδε να ολοκληρώνεται. Μπορούμε σήμερα να πούμε -αντιγράφοντας μια φράση από τον πρόλογο στο βιβλίο του Δημήτρη Τσάτσου ‘Ελληνική Πολιτεία΄, 1974-1997 που έγραψε ο αγαπημένος φίλος του Κ. Τσουκαλάς: «όπως και η νοσταλγία έτσι και η πολιτική και η πολιτεία δεν είναι πια εκείνες που ήταν, ή τουλάχιστον εκείνες που θα θέλαμε ίσως να είναι».
Υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας το 1974 και γενικός εισηγητής όλης της αντιπολίτευσης για το Σύνταγμα του 1975, ο Δημήτρης Τσάτσος είχε το χάρισμα να στοχάζεται την Πολιτεία και να γράφει γι΄αυτήν, και παράλληλα να δρα πολιτικά, ως βουλευτής άλλοτε του εθνικού κοινοβουλίου και άλλοτε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αναζητώντας διαρκώς μια ιδανική σύνθεση και ισορροπία ανάμεσα στα δύο ευγενή πάθη του: την αγάπη του για την ιδεατή Πολιτεία και την πίστη του στην αξία και στη δύναμη της πολιτικής. Η ιδέα της Πολιτείας τον ενέπνεε και η πολιτική τον προκαλούσε ακατάπαυστα.
Εμπνευσμένος δάσκαλος και συγγραφέας, επιδόθηκε με αφοσίωση σε μια πρωτότυπη, βαθυστόχαστη και εντυπωσιακά πλούσια συγγραφή στη γερμανική και ελληνική γλώσσα, μελετών και συγγραμμάτων, στην γερμανική και ελληνική γλώσσα, που σχετιζόταν με το Σύνταγμα, την έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, με την πολιτεία και τα κόμματα, και τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η «Πολιτειολογία», το ύστατο στα ελληνικά, έργο του, ώριμος καρπός μιας ακατάπαυστης πνευματικής δραστηριότητας, που δεν πρόλαβε να το χαρεί, αποτελεί το απαύγασμα της σκέψης τους, την τελευταία του παρακαταθήκη.
Πολυσύνθετη προσωπικότητα, προικισμένη με ασυνήθιστη ευφυΐα, εξαιρετικός χειριστικής της γλώσσας και γοητευτικός ρήτορας, ευχάριστος συνομιλητής με λεπτό και οξύ χιούμορ, άφηνε να αναβλύζει αβίαστα από τη γραφή και τον προφορικό λόγου του η κλασσική του παιδεία, η βαθειά καλλιέργειά του και η αγάπη του για τις τέχνες και ειδικά για την μουσική, μαζί με την ευγένεια της καταγωγής του.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του τις αφιέρωσε στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμμετέχοντας, ως ευρωβουλευτής, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με εισηγήσεις και καίριες παρεμβάσεις στα θεσμικά ζητήματα της Ευρώπης και με την καθοριστική συμβολή του στη διαμόρφωση των συνθηκών του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της αποτυχημένης απόπειρας καθιέρωσης ενός ευρωσυνάγματος. Την προσωπική πικρία και απογοήτευση που είχε αισθανθεί από το ανεκπλήρωτο των πολιτειακών οραμάτων του στην Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, την αντιστάθμισε εν μέρει με τη δημιουργική παρουσία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για μια δεκαετία.
Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και ειδικά η Νομική Σχολή είχε την τύχη να τον συγκαταλέξει στα μέλη της, αφού σε αυτήν ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του καριέρα ως τακτικός καθηγητής της έδρας του Γενικού Δημοσίου Δικαίου 1974, πλαϊ στον Αριστόβουλο Μάνεση που κατείχε στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου. Η Νομική διένυε τότε την πιο ένδοξη περίοδο της ιστορίας της. Το Τμήμα Νομικής αναγνωρίζοντας την σημαντική προσφορά του στην ελληνική και ευρωπαϊκή επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου τον ανακήρυξε το 2003 επίτιμο διδάκτορα, .
Στην επιστήμη του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και στους Έλληνες συνταγματολόγους ο Δημήτρης Τσάτσος κληροδότησε τρία μεγάλα έργα: το Συνταγματικό Δίκαιο, την Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία και τώρα και την Πολιτειολογία. Στους μαθητές του και στους συναδέλφους του άφησε ένα μοναδικό δείγμα γραφής και ένα πρότυπο ευρωπαίου συνταγματολόγου. Όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να τον απολαύσουμε και να ευνοηθούμε από τη συνεργασία του κρατάμε μια τρυφερή ανάμνηση ζωής και βαρυνόμαστε με ένα χρέος τιμής και αναγνώρισης του έργου του.
Ο Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης» έζησε αυτές τις μέρες, βουβά, την τρίτη μεγάλη του απώλεια, την απώλεια του επίτιμου Προέδρου του, του ανθρώπου που εμπνεύστηκε και πρωτοστάτησε για την ίδρυσή του. Τη θλίψη μας την συνοδεύει το βάρος μιας ανεπανάληπτης πνευματικής κληρονομιάς, που αισθανόμαστε να μας βαραίνει όλο και πιο πολύ και βλέπουμε να μεγεθύνει διαρκώς την συναίσθηση της ευθύνης για τη διατήρηση και συνέχιση της παράδοσης ενός δημοκρατικού, ευρωπαϊκού συνταγματισμού, που ξενικά από τον Σβώλο, περνά από τον Μάνεση και φθάνει σήμερα μέχρι τον Τσάτσο.
Το μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου και όλα τα μέλη του Ομίλου υποκλίνονται στην μνήμη του Δημήτρη Τσάτσου, αποχαιρετώντας τον δάσκαλο, τον συνάδελφο και φίλο. Καταθέτουν, συμβολικό, αμάραντο στεφάνι στον ιστότοπο του Ομίλου μαζί με την ανάρτηση της εικόνας του δίπλα σε εκείνη του Μάνεση και του Παπαδημητρίου.
Στην Άννα και στην Αλεξία, τις θυγατέρες του, εκφράζουμε τα πιο θερμά συλλυπητήριά μας και τις ευχόμαστε ολόψυχα ο πόνος τους να σβήσει σύντομα μέσα στην τρυφερή ανάμνηση του πατέρα τους.


Για τον Όμιλο ο Πρόεδρος
Αντώνης Μανιτάκης

Η γαλλική επιρροή στο έργο του Σβώλου: η περίπτωση Ντυγκύ

Δημήτρη Τσαραπατσάνη

(κείμενο)

Εισαγωγή

Το να μιλήσει κανείς για τις γαλλικές θεωρητικές καταβολές του νομικού έργου του Αλέξανδρου Σβώλου είναι έργο εκ των πραγμάτων περίπλοκο, για δύο τουλάχιστον λόγους. Από την μια μεριά, η «κριτική και εκλεκτική και αντιδογματική υφή της σκέψης» του Σβώλου[1] αντανακλάται στο γεγονός ότι η σβώλεια θεωρητική παραγωγή, ιδωμένη ως όλον, δεν είναι δυνατό να υπαχθεί εξ ολοκλήρου στην τάδε ή δείνα νομική/συνταγματική σχολή σκέψης. Επομένως, και αν ακόμη υπάρχει κάποια «γαλλική επιρροή» στο έργο του Σβώλου, πάντως αυτή δεν φανερώνεται ως άμεση υπαγωγή στους μεθοδολογικούς κανόνες ή στα ουσιαστικά συμπεράσματα της τάδε ή της δείνα γαλλικής σχολής νομικής σκέψης, αλλά ως σχετικά ελεύθερη πηγή θεωρητικής έμπνευσης κατά την πραγμάτευση συγκεκριμένων ερωτημάτων. Από την άλλη μεριά, ο Σβώλος, σαν άριστος γνώστης των θεωρητικών συζητήσεων και διαμαχών της εποχής του, αναφέρεται με μεγάλη συχνότητα, είτε επικριτικά είτε επιδοκιμαστικά, στις απόψεις των περισσότερο σημαντικών γάλλων δημοσιολόγων, το έργο των οποίων γνωρίζει πολύ καλά. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να πραγματευθούμε, και όχι μόνο για λόγους χώρου και χρόνου, το σύνολο του εξαιρετικά πλούσιου, πολυσχιδούς αλλά και αντιφατικού έργου των μεγάλων δημοσιολόγων της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας[2], οφείλουμε για της ανάγκες της παρουσίασης να διαλέξουμε από τους εν λόγω δημοσιολόγους εκείνους των οποίων η επιρροή υπήρξε πιό κρίσιμη και άμεση.

Έχοντας τις δυσκολίες αυτές κατά νου, επιλέξαμε στις αναπτύξεις που ακολουθούν να αναφερθούμε αποκλειστικά στο έργο του Λεόν Ντυγκύ. Μια τέτοια επιλογή φαντάζει αν μη τι άλλο εξαιρετικά ασφαλής, αφού κανείς, απ’όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν φαίνεται να αμφισβητεί την σπουδαιότητα και το ειδικό βάρος της σκέψης του Ντυγκύ εντός της σβώλειας θεωρητικής παραγωγής. Θα σημειώσουμε ωστόσο προκαταρκτικά ότι η επιρροή της διδασκαλίας του Ντυγκύ δεν αφορά το σύνολο του έργου του Σβώλου. Μέχρι το 1918, ο Σβώλος σε γενικές γραμμές ακολουθεί μια εκδοχή της σαριπόλειας νομικής ορθοδοξίας[3], ιδίως δε την από το έργο του Γέλινεκ προερχόμενη ιδέα ότι το κράτος είναι υποκείμενο δικαίου και η κυριαρχία δημόσιο υποκειμενικό δικαίωμα του κράτους, παρά το γεγονός ότι παράλληλα συνδιαλέγεται με επιμέρους όψεις ιδεών του Ντυγκύ[4]. Από το 1918 και μετά, ο Σβώλος φαίνεται να επηρεάζεται πιό άμεσα και καθοριστικά από την διδασκαλία του Ντυγκύ, μεταφράζει δε το 1923 στα ελληνικά το βιβλίο του τελευταίου με τον γαλλικό τίτλο «Le droit social, le droit individuel et la transformation de l’État»[5]. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα σβώλεια κείμενα στα οποία θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι η ανακοίνωση της 5ης Μαϊου 1918 με θέμα την «Επίδρασι του ευρωπαϊκού πολέμου επί του Δημοσίου Δικαίου»[6], το γραπτό του 1921 με τίτλο «Η κοινωνική κατεύθυνσις εν τη εξελίξει του κράτους»[7] και, κυρίως, το ρηξικέλευθο βιβλίο του Σβώλου με τίτλο «Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος»[8]


(συνέχεια)



[1] Αριστόβουλος Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και πράξη Ι, Σάκκουλας, 1980, σ.508.

[2] Μεταφράζουμε τον γαλλικό όρο «République» με τον ελληνικό όρο «δημοκρατία» εν γνώσει του γεγονότος ότι οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στα ελληνικά δεν υπάρχει ακριβής όρος που να αναφέρεται στην πολιτεία ή στο κράτος ως «δημόσιο πράγμα», όπως υποδηλώνει ο λατινικός όρος «res publica».

[3] Γιώργος Πάσχος, Κράτος Δικαίου και Πολιτική, Πολίτης, 1991, σ.263-264.

[4] Στα πρώιμα κείμενά του Σβώλου κάνει πράγματι την εμφάνισή της μια εκδοχή της κεντρικής για τον Ντυγκύ έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης. Βλ., επί παραδείγματι, Αλέξανδρος Σβώλος, Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργών υπό συνταγματικήν και οικονομικήν άποψιν σε Νομικαί Μελέται, τόμος 2, Αθήναι 1958, σ.106: «Η βάσις της κοινωνικής συμβιώσεως είναι κατ’ανάγκην ο δεσμός της κοινωνικής αλληλεξαρτησίας ή της κοινωνικής αλληλεγγύης».

[5] Βλ. Λ.Ντυγκύ, Το Κοινωνικόν Δίκαιον, το Ατομικόν Δίκαιον και η μεταμόρφωσις του Κράτους, μετάφραση Α.Σβώλου, Αθήναι 1923.

[6] Αλέξανδρος Σβώλος, Προβλήματα του Έθνους και της Δημοκρατίας, τόμος Β’, Στοχαστής, 1972, σ.25

[7] Αλέξανδρος Σβώλος, ο.π., σ.7.

[8] Αθήναι, Τύποις «Πυρσού» Α.Ε., 1928, επανεκδ. Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2008.


Ο Αλέξανδρος Σβώλος και η ΕΣΔΑ
Χρήστος Τσαϊτουρίδης,
Λέκτορας Τμήμα Νομικής / Πανεπιστήμιο Κύπρου
(σύνοψη εισήγησης)

Ο «Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης» στρέφει, στο επερχόμενο συμπόσιο, το βλέμμα του α) στο συνταγματικό παρελθόν και β) στον θεωρητικό και πρακτικό βίο ενός από τους σημαντικότερους συνταγματολόγους και νομικούς της ελληνικής δημοκρατίας. Το ζήτημα που πραγματεύεται η παρούσα εισήγηση εκκινεί από το κεφάλαιο «Η διεθνής αναγνώριση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων» στο έργο των Αλ. Σβώλου – Γ. Βλάχου «Το Σύνταγμα της Ελλάδας», μια αξιομνημόνευτη συνεργασία ενός νομικού με έναν πολιτικό επιστήμονα για την θεωρητική ανάλυση του θεμελιώδους νόμου της ελληνικής πολιτείας. Μοναδικό δείγμα έργου με διεπιστημονικό χαρακτήρα στη συνταγματική επιστήμη, το οποίο τονίζει το επιστημονικό ήθος του Αλέξανδρου Σβώλου.
Η παρουσίαση της «Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης» από τους συγγραφείς δεν περιορίζεται διόλου σε μια περιγραφή των βασικών ρυθμίσεων αυτής, αλλά δίνει την αφορμή για μια κατάθεση των θέσεων του(ς) Σβώλου για τη φύση του ατομικού δικαιώματος, ειδικότερα δε για την οικουμενικότητα και συνάμα τον θετικό χαρακτήρα του. Η νομική και αξιολόγηση της ΕΣΔΑ γίνεται σε αντιπαράθεση με αυτή του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που οδήγησαν στην σύνταξή της. Βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι η Σύμβαση υπολείπεται των μεταπολεμικών διακηρύξεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς το περιεχόμενο των προνοιών και το δεοντολογικό «δυναμικό» της, αν και υπογραμμίζεται η θετική σημασία της δημιουργίας διεθνούς Επιτροπής και Δικαστηρίου για τη διασφάλιση του «σεβασμού» των δικαιωμάτων.
Τα ατομικά δικαιώματα δεν εδράζονται σε κανενός είδους «φυσικό δίκαιο» κατά τον Σβώλο, αλλά είναι νομικές δυνατότητες που στρέφονται κατά των εξουσιών του νομοθέτη και της κυβέρνησης. Ειδικότερα, η διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα και υπό το πρίσμα της «ανθρωποκρατίας» στην κατοχύρωσή τους, έχει το νόημα της αναγωγής του ατόμου σε υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και του συνακόλουθου περιορισμού της κυριαρχίας των κρατών. Οι επιφυλάξεις του συγγραφέα σχετικά με την ΕΣΔΑ έχουν, στο πλαίσιο αυτό, ως αφορμή τις πολυάριθμες ρήτρες για την προστασία λ.χ. της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, έναντι της άσκησης των δικαιωμάτων, οι οποίες εκτιμάται ότι έχουν προβλεφθεί υπέρ του «εσωτερικού νομοθέτη» (κυρίως για λόγους «άμυνας» στην κομμουνιστική – σοσιαλιστική δράση). Επιπλέον, τονίζεται ότι δεν υπάρχει καμία προστασία κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ και κρίσιμα δικαιώματα όπως το δικαίωμα προστασίας της ζωής και το δικαίωμα της ψήφου κατοχυρώνονται με ασθενές κανονιστικό περιεχόμενο. Από την άλλη, η λειτουργία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει φραγμό στις εξουσίες του νομοθέτη και συνιστά θετικό βήμα στην κατεύθυνση της ανάδειξης των ατόμων ως υποκειμένων του διεθνούς δικαίου.
Ο Σβώλος, συνεπής με τις θέσεις που έχει διατυπώσει σε όλο το έργο του, προσβλέπει στη έντονη σύνδεση των δικαιωμάτων με την ισότητα και την πολιτική δημοκρατία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η, ενδεχομένως ιδιαίτερα επίκαιρη, επισήμανσή του ότι ο νομοθετικός πολλαπλασιασμός των δικαιωμάτων μπορεί τελικά να οδηγήσει στην ουσιαστική αποδυνάμωσή τους ως νομικών δυνατοτήτων για το άτομο.
Η εισήγηση διαρθρώνεται στις εξής ενότητες:
- Η οικουμενικότητα και ο θετικός χαρακτήρας των ατομικών δικαιωμάτων
- Η ΕΣΔΑ ως διακήρυξη και ως «διοικητικός κανονισμός» για τα ανθρώπινα δικαιώματα
- Δικαίωμα, ισότητα και δημοκρατία
ΥΓ. Έλαχε σε Λέκτορα του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο οποίος μάλιστα διδάσκει το μάθημα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να παρουσιάσει εισήγηση σχετική με την ΕΣΔΑ, η σημασία της οποίας για την Κύπρο είναι γνωστή. Η εισήγηση θα ενδώσει, εύλογα, στον πειρασμό της σύντομης αναφοράς σε πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικές με την Κύπρο, οι οποίες κρίνουν με γνώμονα τόσο το δίκαιο όσο και τη δύναμη, όπως είχε διαβλέψει ο Σβώλος.

«Υπόθεση Αγνής Ρουσοπούλου»:

έμφυλες ιεραρχίες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου

Της Άννας Βαλιανάτου

(κείμενο)

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας και η συμβολή του Α।Σβώλου, ως υπουργού των οικονομικών, στο πρόγραμμα οικονομικής αποκατάστασης

Π.Μαντζούφα

Επίκουρου καθηγητή νομικής στο ΑΠΘ

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ.Παπανδρέου σχηματίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 σε ένα χωριό της Ιταλίας, υπό αντίξοες συνθήκες.

Στην κυβέρνηση μετείχαν μέλη και υποστηρικτές(π.χ Θεμιστοκλής Τσάτσος, Γεώργιος Καρτάλης, Φίλιππος Δραγούμης) που επεδίωκαν μια αναμόρφωση του προπολεμικού πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, η οποία θα περνούσε μέσα από την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών θεσμών. Ωστόσο η όποια μεταρρύθμιση επιδιώκονταν, θα έπρεπε να γίνει μέσα από μια εσωτερική σύγκρουση με το ΕΑΜ, μέλη του οποίου μετείχαν στην κυβέρνηση. Ήταν σαφές, λοιπόν, ότι η ενότητα κρέμονταν κυριολεκτικά από μια κλωστή, καθώς στην Ελλάδα είχε εμπεδωθεί η αντίληψη ότι οδεύουμε προς εμφύλια σύγκρουση.

Το ΕΑΜ κυριαρχούσε στην επαρχία και τους περιφερειακούς δήμους της Αθήνας, ενώ οι δυνάμεις κατοχής και τα τάγματα ασφαλείας κατείχαν το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι αψιμαχίες, οι καθημερινές στρατιωτικές αναμετρήσεις περιορισμένης έκτασης, οι δημόσιοι απαγχονισμοί και οι συνοπτικές εκτελέσεις ήταν συνηθισμένα φαινόμενα στην προάστια της Αθήνας και του Πειραιά, ενώ παράλληλα γίνονταν οι τελευταίες προσπάθειες των Γερμανών, με τα γνωστά «μπλόκα», να μεταφέρουν εργάτες από την Ελλάδα σε άλλα μέτωπα. Στα τέλη του ίδιου μήνα (28/9/1944) υπογράφεται στην Καζέρτα της Ιταλίας -όπου στο μεταξύ είχε μεταφερθεί η εξόριστη κυβέρνηση- συμφωνία που αναθέτει στο Βρετανό στρατηγό Ρ.Σκόμπι την γενική διοίκηση του συνόλου των στρατιωτικών δυνάμεων(Ελλήνων και Βρετανών) που βρίσκονταν στην Ελλάδα(Μαργαρίτης, 2005, σ. 148). Ωστόσο οι Βρετανοί δεν διέθεταν στην Ελλάδα ικανούς συμμάχους μετά την απελευθέρωση. Πολιτικοί τους σύμμαχοι ήταν ο έκπτωτος βασιλιάς και οι προπολεμικές πολιτικές ελίτ, που σχημάτιζαν τις εξόριστες κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι όμως διέθεταν μικρή επιρροή και αμφιλεγόμενο κύρος στην ελληνική κοινωνία (Πιζάνιας, σ. 192-193). Αντίθετα το ΕΑΜ διέθετε ένα αναμφισβήτητο κοινωνικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα που συνίστατο στο ηθικό του κύρος ως αντιστασιακής οργάνωσης και στις αποδεδειγμένες στρατιωτικές του δυνατότητες.

Επομένως η ανάθεση αυτή, μολονότι η ώρα της απελευθέρωσης πλησίαζε και οι Βρετανοί είχαν το φωτοστέφανο των ηγετών της αντίστασης κατά του άξονα, αντιμετωπίστηκε με εύλογη δυσπιστία από την ηγεσία του εαμογενούς αντιστασιακού κινήματος. Η στάση αυτή ήταν δικαιολογημένη, καθώς ήδη από την συμφωνία του Λιβάνου οι Βρετανοί άρχισαν να δείχνουν τις πραγματικές τους προθέσεις απέναντι στο ΕΑΜ. Ο Μ.Μαζάουερ διαπιστώνει χαρακτηριστικά: «…στην πραγματικότητα, ο βαθύτερος τόνος της βρετανικής πολιτικής ήταν εξαρχής αντικομμουνιστικός. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ το αντιμετώπιζαν σαν ένα κίνημα που κυβερνώνταν από τους κομμουνιστές και η συνύπαρξη μαζί του εν καιρώ ειρήνης θα αποδεικνύονταν μάλλον αδύνατη. Στρατιωτικές προτεραιότητες είχαν κάνει αναγκαία την βρετανική υποστήριξη και ενθάρρυνση του ΕΛΑΣ για ορισμένο διάστημα, και είχαν συσκοτίσει το θεμελιώδη ανταγωνισμό μεταξύ τους. Καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση, ο ανταγωνισμός αυτός γινόταν πιο αισθητός, προς όφελος κυρίως των ταγμάτων ασφαλείας.»(Μαζάουερ, 1994, σ. 359)

Οι οδομαχίες μεταξύ ταγματασφαλιτών, χωροφυλάκων και ανταρτών της πόλης συνεχίστηκαν στην Αθήνα ως την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο. Ένα από τα πρώτα προβλήματα της κυβέρνησης του Γ.Παπανδρέου ήταν το πως θα ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας, με δεδομένο ότι η χωροφυλακή συγκέντρωνε έντονη λαϊκή απέχθεια και η αντικρουόμενες παρατάξεις σχεδίαζαν εκατέρωθεν τον έλεγχο των οργάνων που θα επέβαλλαν την τάξη(Μαζάουερ, 1994, σ. 380). Η απελευθέρωση, με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων (12 Οκτωβρίου) από την Αθήνα, ήλθε μέσα σε συνθήκες ξέφρενης χαράς, αλλά βρήκε και τη χώρα βαθύτατα διχασμένη. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του Γ.Παπανδρέου,- που αποβιβάστηκε στον Πειραιά με την κυβέρνησή του λίγες μέρες μετά(18-10-1944)- στον περίφημο πανηγυρικό λόγο της απελευθέρωσης, να γεφυρώσει το χάσμα του διχασμού, μιλώντας ισότιμα για «λαοκρατία» και για «Μεγάλη Ελλάδα» αποδείχθηκε κούφιο ρητορικό σχήμα(Μαργαρίτης, 2005, σ. 150).

Υπό της συνθήκες της επαπειλούμενης ανοιχτής σύγκρουσης, το έργο της κυβέρνησης ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και συμπυκνώνονταν στη λέξη ανασυγκρότηση εκ θεμελίων. Ειδικά στους Υπουργούς που προέρχονταν από την αντίσταση, είχαν ανατεθεί Υπουργεία οικονομικού περιεχομένου. Ο Α.Σβώλος είχε αναλάβει το Υπουργείο των Οικονομικών και έβαλε ως πρωταρχικό του στόχο την νομισματική σταθερότητα. Δεν ήταν μόνο οι ανύπαρκτες υποδομές και ο υπέρογκος πληθωρισμός που είχε να αντιμετωπίσει, όσο η απουσία εμπιστοσύνης στους κεντρικούς κρατικούς μηχανισμούς. Τα δάνεια του τραπεζικού συστήματος προς τους κατακτητές και οι δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες που είχαν καταστραφεί, έδιναν απλώς το μετρήσιμο μέγεθος της καταστροφής(Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2 σ. 216). Το σημαντικότερο ήταν η πλήρης ρήξη του κοινωνικού ιστού και η απότομη υλική και ηθική εκμηδένιση κοινωνικών ομάδων σε συνδυασμό με τη εξίσου απότομη εισοδηματική άνοδο όσων επωφελήθηκαν. Αυτές οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες και οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις που επέφεραν, αναζωπύρωσαν μίση και εντάσεις και ουσιαστικά συνέβαλαν στην δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για εμφύλια αντιπαράθεση.

Επιπλέον το επισιτιστικό πρόβλημα παρέμενε ιδιαίτερα οξύ. Η χώρα ήταν κυριολεκτικά κατεστραμμένη, με τεράστια ανεργία, χωρίς οδικές και θαλάσσιες συγκοινωνίες, με ελλείψεις στα περισσότερα βασικά αγαθά διατροφής, με τράπεζες εκτός λειτουργίας, με 500 χιλιάδες αστέγους και 1200 χωριά πλήρως κατεστραμμένα, με ταμεία λαφυραγωγημένα από του Γερμανούς και με ένα κράτος που στερούνταν εσόδων(Θωμαδάκης σ. 117 επ.).

Ιδιαίτερα το πρόβλημα της ανεργίας επιτείνονταν και από την παύση της λειτουργίας όλων των βιομηχανιών που προμήθευαν την Βέρμαχτ. Καταβάλλονταν μεγάλη προσπάθεια να λειτουργήσουν -μετά από κοινή σύσκεψη του Υπουργείου των οικονομικών, της ΓΣΕΕ, και των βιομηχάνων- 100 εργοστάσια με 20.000 εργάτες, ενώ προπολεμικά λειτουργούσαν 1200 με 200.000 εργάτες. Επιπλέον, ορισμένα εργοστάσια στην επαρχία και στην πρωτεύουσα είχαν καταληφθεί από τους εργαζόμενους, χωρίς να έχει εκπονηθεί ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκλογή μελών του ΕΑΜ στην ηγεσία της ΓΣΕΕ(1-12-1944) δημιούργησε στους βιομηχάνους την αίσθηση ότι επιβάλλονταν ήδη ο κομμουνισμός, ενώ οι Άγγλοι φοβόντουσαν τις γενικές απεργιακές κινητοποιήσεις, πέραν των άλλων και διότι θα αύξαναν το κόστος συντήρησης των δυνάμεων τους στην Ελλάδα(Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, σ. 377). Όλα αυτά σε μια Αθήνα που είχε δεχθεί πλήθος προσφύγων, ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα, ενώ οι Βρετανοί συγκέντρωναν συνεχώς δυνάμεις και ζητούσαν από τον ΕΛΑΣ να αφοπλισθεί και να τεθεί υπό την ηγεσία τους. Ήταν τέτοια η δυναμική της σύγκρουσης που οποιεσδήποτε άλλες επιλογές φάνταζαν ουτοπικές.

Οι αντιξοότητες αυτές δεν πτόησαν το Σβώλο ο οποίος σε σύντομο διάστημα στις αρχές Νοεμβρίου προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για ανεφοδιασμό της χώρας και εξέδωσε το νόμο 18/1944 για τη σταθεροποίηση της δραχμής. Μαζί με το επιτελείο του και την συνδρομή του υφυπουργού και οικονομολόγου Α.Αγγελόπουλου συνέδεσε την δραχμή με τη στερλίνα και επέβαλε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό. Οι πλήρως απαξιωμένες κατοχικές δραχμές θα ανταλλάσσονταν με τις νέες δραχμές με αναλογία 1/50 δισεκατομμύρια, ενώ μία χρυσή λίρα θα αντιστοιχούσε σε 2.800 δραχμές. Ο νόμος θα έπρεπε να εφαρμοστεί άμεσα, πρόβλεψη η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα αισιόδοξη καθώς η καθορισμένη ισοτιμία διατηρήθηκε μόνο για λίγες μέρες και στην συνέχεια ο πληθωρισμός μείωσε την αξία της δραχμής και απογείωσε το χρυσό. Την αποτυχημένη αυτή επιλογή είχε εισηγηθεί ο καθηγητής πολιτικής οικονομίας του πανεπιστημίου Αθηνών Ξ.Ζολώτας, ο οποίος πίστευε, ότι έπρεπε να πουληθεί χρυσός από τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδας, προκειμένου να μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, και στη συνέχεια οι απελευθερωμένοι μηχανισμοί της αγοράς θα οδηγούσαν την οικονομία σε κατάσταση ισορροπίας. Ο Ζολώτας επέβαλε την άποψή του στους Σβώλο και Αγγελόπουλο, ενώ προηγουμένως είχε διοριστεί συνδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντίθετα ο Κ.Βαρβαρέσος επικεφαλής της εξόριστης διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την κατοχή -ο οποίος είχε παραμείνει στο εξωτερικό-, διαφωνούσε με αυτή την τακτική και υποστήριζε τον κρατικό έλεγχο τιμών και εισοδημάτων και ενίσχυση της δραχμής μέσω της φορολογικής πολιτικής(Χατζηιωσήφ τόμος Δ1, σ. 10-12).

Ήταν σαφές ότι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αποκτήσει τόσο γρήγορα εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα, ούτε βέβαια οι καθημαγμένες παραγωγικές δυνάμεις ήταν σε θέση να το στηρίξουν. Η αποτυχημένη αυτή νομισματική μεταρρύθμιση ενέτεινε την δυσαρέσκεια του κόσμου, καθώς εξανέμισε και τις ελάχιστες ελπίδες των μικροκαταθετών να ανακτήσουν έστω και ένα μέρος της αξίας των αποταμιεύσεων που διατηρούσαν στις τράπεζες. Επιπλέον στο μικρό διάστημα της θητείας του Σβώλου δεν υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις για φορολόγηση των κατοχικών κερδών ούτε για αποζημίωση των καταθετών.

Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα με σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες ήταν η τύχη των περιουσιών που είχαν αλλάξει χέρια την περίοδο της κατοχής. Η διευθέτηση αυτή δεν αφορούσε μόνο την επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων Εβραίων μετά τον εκτοπισμό τους, αλλά και των αγοροπωλησιών επί κατοχής στις οποίες οι πωλητές εξαναγκάστηκαν να προβούν, ελλείψη άλλων οικονομικών πόρων προς επιβίωση. Η απονομή οικονομικής δικαιοσύνης ήταν ένα πολυσύνθετο ζήτημα, δεδομένου ότι όσοι είχαν επωφεληθεί από αγορές με πληθωριστικό χρήμα, προσπαθούσαν να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε λύση που θα τους αφαιρούσε τα ακίνητα που απέκτησαν με λιγότερο, κατά μέσο όρο, από το 7% της αξίας τους, κατά την προπολεμική περίοδο. Προς την αντίθετη κατεύθυνση πίεζαν όσοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους με αυτόν τον τρόπο, δημιουργώντας έτσι μια εκρηκτική κατάσταση(Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, σ. 378).

Ένα δεύτερο ριζικό μέτρο που κλήθηκε να πάρει ο Σβώλος και οι συνεργάτες του ήταν η διαγραφή των δεσμευμένων προπολεμικών καταθέσεων στο ήδη καταρρέον τραπεζικό σύστημα. Το ίδιο συνέβη και με τις αμοιβές των εργαζομένων οι οποίες ορίστηκαν με κυβερνητική απόφαση στις 125 δραχμές, ποσό που είχε ανύπαρκτη αγοραστική δύναμη, λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού, γεγονός που επίσης διόγκωσε την λαϊκή δυσαρέσκεια.

Όλες οι παραπάνω αποφάσεις χρεώθηκαν στους εαμογενείς Υπουργούς και προσωπικά στο Σβώλο, οι οποίοι ως υπεύθυνοι για τα οικονομικά, εξ αρχής επωμίστηκαν ένα «αχάριστο» και φθοροποιό καθήκον με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ όλες οι οικονομικές αποφάσεις ήταν προϊόν συλλογικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν έλειψαν οι δημόσιες επικρίσεις από το κόμμα των φιλελευθέρων -που μετείχε στην Κυβέρνηση- με τις οποίες κατηγορούσαν το Σβώλο ότι λήστεψε τους μικροκαταθέτες. Ήδη από τότε έχουμε τα πρώτα δείγματα του κιτρινισμού και της δημοκοπίας, αφού η προπαγάνδα των σχολιαστών της Δεξιάς θεωρούσαν την θητεία των Σβώλου και Αγγελόπουλου ως κορυφαίο δείγμα κοινωνικής αναλγησίας και οικονομικής ανικανότητας της Αριστεράς.

Ο Σβώλος ουσιαστικά άσκησε τα καθήκοντα του Υπουργού για όχι περισσότερες από 45 μέρες. Η παραίτησή του ήλθε στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, λίγο πριν τα δεκεμβριανά, όταν είχε εξαντληθεί και το έσχατο όριο για να αποφευχθεί η σύρραξη. Ήταν τέτοιο το πολιτικό του θάρρος και η επιθυμία του για ενότητα και αποφυγή της εμφύλιας σύγκρουσης που δεν αρνήθηκε τον άχαρο ρόλο ενός Υπουργού που εκ των πραγμάτων θα συγκέντρωνε τις λαϊκές αντιδράσεις και σε μεγάλο βαθμό ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Επιπλέον ο Σβώλος είναι από τους ελάχιστους πολιτικούς άνδρες στην νεώτερη ιστορία που σε σύντομο διάστημα μετά την παραίτησή του(Μάϊός 1945) προέβη σε αναλυτικό απολογισμό της προσπάθειάς του και των λόγων που οδήγησαν στην αποτυχία(Α.Σβώλου, 1945 και ανατύπωση 2005).

Ο Σβώλος στο τολμηρό του κείμενο δεν περιγράφει απλώς τα οικονομικά δεδομένα και τα προβλήματα, αλλά σκιαγραφεί και το κλίμα της εποχής καθώς και τις προσδοκίες που είχαν επενδύσει οι Έλληνες στη συμμαχική βοήθεια. Για το πρόβλημα του εφοδιασμού με τρόφιμα σημειώνει χαρακτηριστικά « Ο αγώνας ήταν καθημερινός κι πρόοδος μικρή, ελάχιστη, γιατί εξαρτάτο από τις προμήθειες που έφερναν οι Σύμμαχοι, και αυτές αργούσαν.» (Α.Σβώλος, 2005, σ. 31).

Προβαίνει μάλιστα και σε αναλυτική περιγραφή της κατάστασης κατά τομείς της οικονομίας: σταθεροποίηση, καταθέσεις και δάνεια, μισθολόγιο, δημοσιονομική πολιτική. Στον επίλογό του ο Σβώλος σημειώνει με πικρία «Κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να αποδώσει μέσα σε 40 μέρες, όσες διάρκεσε η Κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην Ελλάδα. Και από τις 40 αυτές μέρες τις 10 πρώτες η μισή Ελλάδα ήταν ακόμα στα χέρια των Γερμανών -η Κρήτη που θα έδινε λάδι μόλις τώρα απελευθερώνεται- και στις 5 τελευταίες η πολιτική κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, που κάθε άλλη φροντίδα είχε ουσιαστικά παραμεριστεί και κυριαρχούσε μόνο η αγωνία να προληφθούν τα γεγονότα που ακολούθησαν»(Α.Σβώλος, 2005, σ. 73) και καταλήγει «Η δράση των υπουργών της αριστεράς δεν ήταν ούτε επανάσταση, ούτε «παρέκκλιση». Ήταν η σωστή γραμμή της στιγμής εκείνης, όπως και της τωρινής: Η ανασυγκρότηση έπρεπε να χαραχθεί πάνω σε δύο βάσεις: α) να μην γίνει επιχείρηση επικερδής για λίγους ανθρώπους, και β) οι θυσίες των ασθενέστερων να αντισταθμιστούν με τα βάρη που θα επιβάλλονταν στους ισχυρότερους ώμους. Κινηθήκαμε πάνω στη γραμμή αυτή, αλλά μας έλειψε ο χρόνος για να την αναπτύξουμε, να την πραγματοποιήσουμε και να την ολοκληρώσουμε. Ο ελληνικός λαός έχει τα στοιχεία για να κρίνει. Και είναι, πολιτικά, αρκετά ενήλικος ώστε να μπορεί να διακρίνει το θάρρος των υπευθύνων απ’ την άρνηση των κριτικών και την τιμιότητα των αγωνιστών απ’ την ψευτιά των δημαγωγών.» (Α.Σβώλος, 2005, σ. 74-75)

Στην μεταγενέστερη αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Η Μάχη»(11-12-1945) αποτυπώνεται ο προβληματισμός για τα γεγονότα της περιόδου, όπου σημειώνει «…Έχω ήσυχη την συνείδησή μου, ότι έκανα μέχρι τέλους το καθήκον μου για να προαγάγω όσο μπορούσα την εθνική ενότητα, για να προλάβω όσα ακολούθησαν ύστερα, για να προλάβω την σύρραξη του Δεκεμβρίου, για να σταματήση, όταν ξέσπασε, όσο ήταν δυνατόν εγκαιρότερα, για να προληφθούν τόσες συμφορές, τόσα πένθη, τόσα αθώα θύματα. Κι αν σε όλες τις πλευρές υπήρχε η ίδια διάθεση, η ίδια ανιδιοτέλεια, η ίδια αυταπάρνηση, ίσως ο ρους των πραγμάτων να ήταν διαφορετικός». (Τσιριμώκος, σ. 77)

Με την απόσταση και την γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν αντιλαμβανόμαστε το πόσο εύστοχες και συνάμα τραγικές ήταν αυτές οι διαπιστώσεις και πόσο ενδεχομένως διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις αν οι περισσότεροι παράγοντες της περιόδου ενστερνίζονταν τις απόψεις του Σβώλου και είχαν το δικό του θάρρος και την πυγμή να τις εφαρμόσουν.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Iatrides John O.-Bien, Peter-Loomis, JuliaW.- Macrakis, Lily(επιμ.), Η Ελλάδα στην δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, 1984

Richter Heitz, 1936-1946: Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1985

Ελεφάντης Α., Μας πήραν την Αθήνα…Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-1950. Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002

Ελεφάντη Α., Το αντιστασιακό φαινόμενο στην Ευρώπη του Χίτλερ, Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, (8ος τόμος), Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 77 επ.

Θωμαδάκης Σ., «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας», Η Ελλάδα στην δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984, σ. 117-144.

Μαζάουερ Μ., Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της κατοχής, Αλεξάνδρεια, 1994

Μαργαρίτης Γ. Από την ήττα στην εξέγερση, Πολίτης, 1993

Μαργαρίτης Γ., Η ένοπλη αντίσταση, Κατακτήσεις και συγκρούσεις, 1942-1944, Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, (8ος τόμος), Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 111 επ.

Πιζάνιας Π., «Φθινόπωρο του 1944. Πολιτικές συγκρούσεις κατά την απελευθέρωση», Ιστορία του νέου ελληνισμού (8ος τόμος), ό.π, σ. 191 επ.

Σβώλος Αλ., Η ιστορία μιας προσπάθειας, Μέτρον, 2005

Σβώλος Αλ., Προβλήματα του έθνους και της Δημοκρατίας, Στοχαστής, 1972.

Τσιριμώκου Η., Αλ.Σβώλος. Η δική μας αλήθεια, Δίφρος, 1962

Τσουδερού Ε., Ιστορικό Αρχείο, τόμοι 6, Αθήνα, 1990

Φλαϊσερ Χ.- Σβορώνος Ν.(επιμ.) Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Σύγχρονης Ιστορίας, β΄έκδοση, Αθήνα, 1990.

Χατζηιωσήφ Χ., «Η ελληνική οικονομία πεδίο μάχης και αντίστασης», «Δεκέμβρης 1944, τέλος και αρχή», «Η πολιτική οικονομία της ανασυγκρότησης και του εμφυλίου» στους συλλογικούς τόμους Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή-Αντίσταση( τόμος Γ2 τα δύο πρώτα κείμενα) και Ανασυγκρότηση-Εμφύλιος- Παλινόρθωση 1945-1952( τόμος Δ1 το τρίτο κείμενο) επιστημονική επιμέλεια Χ. Χατζηιωσήφ-Π.Παπαστρατής, Βιβλιόραμα 2007(Γ2) 2009(Δ1), σ. 181 επ., 363 επ., 9 επ. αντίστοιχα.

«Οι κατά Σβώλο διέξοδοι στην κρίση του κοινοβουλευτισμού»
Γιώργος Καραβοκύρης
Δ.Ν., Δικηγόρος,
Ειδικός Επιστήμων στο Τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θ.
κείμενο

«Ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων»

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ
για την εισήγηση με θέμα:
«Ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων»
Κυριάκος Π. Παπανικολάου
Ειδικός Επιστήμονας Νομικής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Ο Σβώλος πραγματεύθηκε συστηματικά το ζήτημα του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων με δημοσιεύματά του ήδη από το 1927, οπότε και εισήχθη σχετική συνταγματική διάταξη και ενώ είχαν παρέλθει τριάντα έτη από την έκδοση της πρώτης δικαστικής απόφασης – του Αρείου Πάγου – με την οποία είχε κριθεί ανεφάρμοστη διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική.
Η θεωρία του συνταγματικού δικαίου είχε ήδη να επιδείξει καθοδηγητικά κείμενα σχετικά με το ζήτημα σε μια περίοδο κατά την οποία αυτό συνδεόταν άρρηκτα με την οικοδόμηση στέρεας συνείδησης του κανονιστικού χαρακτήρα του Συντάγματος. Κεντρικό ζήτημα, που απασχόλησε και τον Σβώλο, ήταν η «νομική θεμελίωση» του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Σε αυτό το ζήτημα θα επικεντρωθεί η εισήγηση, καθώς η προσέγγιση του Σβώλου παρουσιάζει λεπτές, αλλά ουσιώδεις, διαφορές έναντι των προδρόμων θεωρητικών θεμελιώσεων και των έως τότε θέσεων της νομολογίας. Η σβώλεια θεμελίωση συνδέεται στενά με τις συντεταγμένες του ευρύτερου δικαιοπολιτικού προβληματισμού του και γι’ αυτό παρέχει ένα από τα προνομιακά πεδία προβολής των βασικών θέσεών του σχετικά με τη θέση και τη λειτουργία του Συντάγματος στην οργάνωση του πολιτικού και κοινωνικού βίου.
Στην εισήγηση θα εξετασθεί για ποιον λόγο ο Σβώλος αποκλείει τη θεμελίωση του ελέγχου συνταγματικότητας σε ορισμένες θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, προκρίνοντας ως ενδεδειγμένη τη θεμελίωση στην «ιεραρχία των κανόνων δικαίου». Αυτή η θεμελίωση δεν είναι τυποκρατική, όπως ενδεχομένως φαίνεται, αλλά ανάγεται στις κομβικές σκέψεις του Σβώλου για το κράτος δικαίου και τον φιλελευθερισμό και δεν ταυτίζεται με ερμηνευτικές προσεγγίσεις περιοριζόμενες στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και στη διαφοροποίησή του από το κοινό δίκαιο. Μάλιστα, η δικαιοκρατική πρόσληψη του ελέγχου συνταγματικότητας από τον Σβώλο παραπέμπει στον ευρύτερο προβληματισμό του για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και δικαίου.
Η παραπάνω αναγωγή της θεμελίωσης του ελέγχου συνταγματικότητας σε βασικές σκέψεις του Σβώλου διαλύει μια απορία που ενδεχομένως γεννάται κατά την πρώτη ανάγνωση των κειμένων του: Για ποιον λόγο ο εμπνεόμενος από την «κοινωνιολογική» μέθοδο Σβώλος αναζητεί με έμφαση το «νομικό» θεμέλιο του ελέγχου συνταγματικότητας, και μάλιστα τονίζει ότι το ανευρίσκει δια της «λογικής» μεθόδου; Εξ άλλου, η εγγύτερη μελέτη των κειμένων του διαλύει κάποιες φαινόμενες θεωρητικές αμφιθυμίες του, π.χ. ως προς την αξιολόγηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Στην εισήγηση, η παρουσίαση της σβώλειας θεμελίωσης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας θα συνδεθεί με επί μέρους σχετικά ζητήματα, επί των οποίων επίσης ο Σβώλος έχει λάβει θέση: (α) Συγκεντρωτικός ή διάχυτος έλεγχος; (β) Αυτεπάγγελτος ή κατ’ ένσταση δικαστικός έλεγχος; (γ) Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων από τη Διοίκηση;


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
1. Το ιστορικό πλαίσιο της διατύπωσης των θέσεων του Σβώλου σχετικά με τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων.
2. Η νομική θεμελίωση του ελέγχου συνταγματικότητας.
(α) Απορριπτόμενες προσεγγίσεις.
(β) Η πρόκριση της «ιεραρχίας των κανόνων δικαίου».
(γ) Σύνδεση με το κράτος δικαίου.
(δ) Το Σύνταγμα και τα όρια της πολιτικής. – Κριτική ενός προτύπου.
3. Μεθοδολογική συνέπεια και ιδεολογικές προεκτάσεις.
4. Δογματικές συνέπειες.
(α) Διάχυτος, παρεμπίπτων και αυτεπάγγελτος έλεγχος.
(β) Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων από τη Διοίκηση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, ΝΙΚΟΣ. Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974). Όψεις της ελληνικής εμπειρίας. Θεμέλιο: σελ. 340 επ.
 ΔΡΟΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ. Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα: σελ. 179 επ.
 ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΥΛΟΣ. Συνταγματισμός και πολιτικές αξίες. Οι κανονιστικές προϋποθέσεις του συνταγματικού δικαίου. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα: σελ. 54 επ.
 ΜΑΝΕΣΗΣ, ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ. «Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως συνταγματολόγος», σε: Ο ΙΔΙΟΣ. Συνταγματική Θεωρία και Πράξη (Ι). Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα: σελ. 506 επ.
 ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ. «Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα», σε: ΤοΣ 29 (2003) 13 επ.
 ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ. «Η θεώρηση του κράτους δικαίου», σε: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (Επιμ.: Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ / Γ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ). Αλέξανδρος Σβώλος. Ο συνταγματολόγος, ο πολιτικός, ο οραματιστής: σελ. 127 επ.
 ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ν. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος (Τόμος Β΄): σελ. 318 επ.

Κομοτηνή, 14.04.2010