Συναίνεση και Αυτονομία :

με αφορμή τις υποθέσεις περί σαδομαζοχισμού στο ΕΔΔΑ[1]

Γιώργου Ν.Καραβοκύρη

Δικηγόρου, Δ.Ν.


Εισαγωγή.

Ακόμη και αν δεν τον περιλαμβάνουμε στο σεξουαλικό μας ρεπερτόριο ή δεν έχουμε εντρυφήσει στις φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές του διαστάσεις, διαβάζοντας Freud και Deleuze ή βλέποντας Pasolini, όλοι μας έχουμε λίγο η πολύ, ανάλογα με τις ηθικές μας τάσεις και αντιστάσεις, συναισθηματικά βιώσει το σαδομαζοχισμό στη ζωή μας, στις επαγγελματικές και τις προσωπικές μας σχέσεις. Τη νομική μας, όμως, ευαισθησία μόλις πρόσφατα την προκάλεσε, με αφορμή δυο σχετικές προσφυγές ενώπιον του ΕΔΔΑ. Στις αποφάσεις Laskey, Jaggard και Βrown εν. Ηνωμένου Βασιλείου και Κ.Α., Α.D. εν. Βελγίου[2] το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη των αυτουργών του αμφιλεγόμενου σεξουαλικού παιχνιδιού για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικών βλαβών δεν αντιβαίνει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο επικαλέστηκαν οι διάδικοι ως θεμέλιο προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής και της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης[3].

Τα κύρια πραγματολογικά δεδομένα των δυο αποφάσεων ελάχιστα διαφέρουν. Εκούσια συμμετοχή στα όργια, πρόβλεψη ενός λεκτικού κωδικού μονομερούς λύσης της σύμβασης και περιβολή των πράξεων με τον μανδύα της ιδιωτικότητας. Καμία βαριά σωματική βλάβη δεν προκλήθηκε από τις αναγκαίες, για τη σεξουαλική ηδονή, φυσικές προσβολές και ουδείς από τους παίκτες προσέτρεξε σε ιατρική βοήθεια. Τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Βρετανία οι μαγνητοσκοπημένες από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους επίμαχες πράξεις υπέπεσαν τυχαία στην αντίληψη των διωκτικών αρχών κατά τη διάρκεια άλλων ερευνών. Κατόπιν τούτου η ποινική δίωξη κινήθηκε αυτεπάγγελτα.

Η ανάγνωση βέβαια των πραγματικών περιστατικών δεν συνεπάγεται πάντα και το consensus των ερμηνευτών τους, αυθεντικών και μη. Ιδιαίτερα δε όταν σε ουσιαστικό στοίχημα της σήμανσής τους αναδεικνύεται η εσχάτως νομικά κατοχυρωμένη έννοια της προσωπικής αυτονομίας που διατρέχει ρυθμιστικά, σαν βασική ερμηνευτική αρχή, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ, την ελευθερία αυτοδιάθεσης του υποκειμένου. Ο σαδομαζοχισμός δεν είναι παρά ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των hard cases, εκεί που το δίκαιο και η ηθική δύσκολα αποσυνδέονται (βλ. πορνεία, πορνογραφία, ευθανασία, κλωνοποίηση, παρένθετη μητρότητα, έκτρωση κλπ.) Σύμφωνα με το ίδιο το ΕΔΔΑ, η προσωπική αυτονομία διασφαλίζει «το δικαίωμα του ατόμου να αποφαxσίζει για τον εαυτό του και να κάνει τις δικές του επιλογές»[4], τη «δυνατότητα του καθενός να διαμορφώνει τη ζωή του όπως ο ίδιος το επιθυμεί» (Laskey). Το νεοπαγές δικαίωμα εκτείνεται πέραν του ιδιωτικού βίου και εγγυάται την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του υποκειμένου στη σχέση του με τον κόσμο και τους άλλους, με άλλα λόγια αφορά, τελικά, στην ελευθερία του να εκπονεί το σχέδιο ζωής του. Γι’ αυτό και ο ελλειπτικός νομικός ορισμός της έννοιας χωρά τον πιο πλούσιο φιλοσοφικό προβληματισμό και μετατρέπεται σε πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε δυο -έστω σχηματικά- αντίπαλα στρατόπεδα, το πατερναλιστικό και το ελευθεριακό, που διεκδικούν εντός της φιλελεύθερης παράδοσης την ορθότητα μιας συνεκτικής θεωρίας της αυτονομίας.

Το πιο κρίσιμο και έντονο σημείο της αντιπαράθεσής τους, στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι βαθιές φιλοσοφικές τους διαφορές, έγκειται στην αξιολόγηση του status της συναίνεσης του υποκειμένου[5], της νομιμοποιητικής δύναμης του λόγου του στα συμβόλαια διάθεσης του εαυτού του, όπως στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του σαδομαζοχισμού. Διόλου τυχαία, εκεί ακριβώς διαφοροποιούνται καθοριστικά οι δυο αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

1. Η υποχρεωτική δουλεία της αυτονομίας (απόφαση Laskey, Jaggard και Brown εν. Ενωμένου Βασιλείου).

Στην υπόθεση Laskey οι διάδικοι ματαίως προέβαλαν την ελεύθερη συμμετοχή τους στη σαδομαζοχιστική κοινότητα. Με πρόσχημα το επιχείρημα της προστασίας της υγείας, αφού μόνον επιδερμικές σωματικές βλάβες έλαβαν χώρα, οι δικαστές έκριναν ανυπόστατη τη συναίνεσή τους διότι κανείς δε μπορεί να επιθυμεί την προσβολή ή ακόμη και τη διακινδύνευση της φυσικής του ακεραιότητας. Ο συναινετικός λόγος των παικτών, η ρητή αποδοχή της σωματικής τους προσβολής, εξομοιώνεται λοιπόν με την απόλυτη σιωπή γιατί εξωραΐζει τη διάπραξη του πιο ειδεχθούς λογικού και ηθικού εγκλήματος, την έκπτωση δηλαδή του υποκειμένου σε ένα αναλώσιμο αντικείμενο. Επιπλέον, η έντονη αποδοκιμασία και η απαγόρευση της σαδιστικής προσφοράς του πόνου συνοδεύεται αναπόφευκτα από την απαξίωση και της μαζοχιστικής επιθυμίας. Είναι προφανές, ο μαζοχιστής αναγορεύεται στην ουσία ο ίδιος σε αδίστακτο τύραννο και σαδιστή του εαυτού του, σε συναυτουργό του ηθικο-σωματικού εξευτελισμού του[6]. Έτσι, ο σαδομαζοχισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση, όπως σημειώνει στη σύμφωνη με την πλειοψηφία γνώμη του ο δικαστής Pettiti, κατακρίνοντας παράλληλα την παράλειψη του σώματος να το εντάξει στο αιτιολογικό του, με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, λόγω της παραβίασης της ιερής ενότητας νου και σώματος. Το άτομο εργαλειοποιείται βάρβαρα για χάρη της ερωτικής απόλαυσης και ο σαδιστής αντικειμενοποιεί τον βουλητικά αδύναμο μαζοχιστή στο πλαίσιο μιας απάνθρωπης σύμβασης που φωτογραφίζει τελικά, σαν πρότυπο συμπεριφοράς, τη σύγχρονη παρακμή της ανθρώπινης κατάστασης. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να ανεχτούμε την κανονιστική υπαγωγή των σαδομαζοχιστικών πρακτικών στην προστατευτική ομπρέλα της προσωπικής αυτονομίας όταν αυτές επιτελούν, συμβολικά και πραγματικά, την πλήρη κατάργησή της;[7]

Αφού ουδόλως προσβλήθηκε η υγεία των σαδομαζοχιστών, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε το πραγματικό ελατήριο της απόφασης Laskey, με άλλα λόγια την -άρρητη έστω- επίκληση της ηθικής κατηγορικής προσταγής της αξιοπρέπειας που αφαιρείται από την προσωπική εκτίμηση του παίκτη για να ενσαρκωθεί στην αντικειμενική κρίση του δικαστή, του φορέα του ορθού λόγου στον οποίο εμπίπτει η θεραπεία της παράλογης συναίνεσης των διεστραμμένων διαδίκων. Ιδού το φιλοσοφικό-λογικό παράδοξο της Laskey : η μετωπική αμφισβήτηση της συναίνεσης καταλήγει στην αποθέωση της πλέον μεταφυσικής εκδοχής της βούλησης. Οι δικαστές είναι οι κατεξοχήν αυτόνομοι ενώ οι σαδομαζοχιστές οι πιο ανόητοι και αφελείς δούλοι. Παρότι αρκεί μια πρόχειρη φιλοσοφική παιδεία ή έστω η στοιχειώδης μελέτη ενός εγχειρίδιου βιολογίας για να διαπιστώσουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι βουλήσεις υφίστανται το βιολογικό και τον κοινωνικό ντετερμινισμό και καθίστανται εξαιτίας αυτής της καταστατικής αδυναμίας τους δημοκρατικά ίσες, οι σύγχρονοι πατερναλιστές επιμένουν να πιστεύουν ότι κάποιοι ελεύθερα θέλουν – οι ίδιοι που στην αρχαιότητα θα αποκαλούνταν φρόνιμοι ή σοφοί- ενώ οι υπόλοιποι, διανοητικά κατώτεροι, αναγκαστικά συναινούν.

Μολονότι η παραπάνω θέση διεκδικεί δάφνες κοινωνικοπολιτικής ευαισθησίας, χάρη στη διάγνωση της de facto άνισης διεξαγωγής του παιχνιδιού της ελευθερίας των συμβάσεων, η άκριτη ερμηνευτική της διαστολή αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη για την ατομική ελευθερία επειδή αποσυνδέει οντολογικά τη συναίνεση από την αυτονομία, με αποτέλεσμα η τελευταία να ανακηρύσσεται σε δεσμευτική υποχρέωση του υποκειμένου και όχι σε κυριαρχική του επιλογή. Η φυσική και ανθρωπολογική αλήθεια της ενότητας πνεύματος και σώματος δεν μπορεί να τεθεί στη βουλιμία της υποκειμενικής βούλησης. Ο λόγος, λοιπόν, που υλοποιεί (speech act) την δυνατότητα του ατόμου να εκχωρήσει τον εαυτό του και να θρυμματίσει την προσωπική του υπόσταση δεν ταιριάζει σε έλλογο ανθρώπινο όν. Υποβιβάζεται απλά σε ζωώδη κραυγή, σε έναν ακατάληπτο και ανόητο θόρυβο που δεν μπορεί να διεκδικήσει την παραμικρή βαρύτητα στη ζυγαριά της νομικής επαλήθευσης των πραγματικών περιστατικών. Με ή χωρίς τη συναίνεση, η σαδομαζοχιστική σύμβαση είναι ποινικά κολάσιμη διότι χαρακτηρίζεται ως πραγματικό συμβόλαιο δουλείας και όχι ως ένα σεξουαλικό παιχνίδι, ως μια ρεαλιστική και απάνθρωπη υποταγή που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση και την ικανοποίηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων. Γι΄αυτό και στο δικαστικό σκεπτικό οι πράξεις των παικτών από-ερωτικοποιούνται πλήρως και μειώνονται αυθαίρετα σε βάναυσες σωματικές προσβολές, σε «εκούσια χτυπήματα» και «τραυματισμούς», οργανωμένους σε ειδικά «δωμάτια βασανιστηρίων», που μοναδικό στόχο έχουν να προκαλέσουν κακό και επ’ουδενί ηδονή στον άλλο.

Και το χειρότερο : ο δικαστής της Laskey, σαν ένα ανώτερο κανονιστικό υπερεγώ που υπαγορεύει τη συμβολική τάξη, αποφαίνεται ότι όχι μόνο δεν μπορεί κάποιος να είναι δούλος αλλά ούτε καν να το προσποιείται, για την απλή ευχαρίστησή του. Και όμως, όπως θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω, η αυτονομία, τουλάχιστον στη μοντέρνα version της, έγκειται σε ακριβώς αυτό το ελεύθερο και συμβατικό παιχνίδι της δουλείας.

2. Η αυτονομία των μοντέρνων ή το ελεύθερο παιχνίδι της δουλείας (απόφαση K.A. και A.D. εν.Βελγίου).

Οκτώ χρόνια αργότερα, στην υπόθεση K.A και A.D. εν.Βελγίου η σιωπή των σαδομαζοχιστών μετατρέπεται αίφνης σε έγκυρο λόγο, λόγω της σημασίας που οι δικαστές απέδωσαν στον σεβασμό των όρων του παιχνιδιού και πρωτίστως στην ελευθερία του μαζοχιστή να διακόψει αυτοβούλως την ερωτική επικοινωνία προφέροντας τη συμφωνημένη λέξη κλειδί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η γυναίκα-μαζοχίστρια πολλές φορές αναφώνησε pitié (έλεος!), αλλά ο κωδικός ουδέποτε ενεργοποιήθηκε αφού ο –δικαστής σημειωτέον- σύζυγος της συνέχισε απτόητος μαζί με τον τρίτο της παρέας, ένα γιατρό, να την υποβάλουν σε δοκιμασίες ακόμη μεγαλύτερης έντασης.

Έτσι, σε αντίθεση με την Laskey, το ΕΔΔΑ αφού διευκρινίζει ότι «το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί, καταρχήν, να επεμβαίνει στο πεδίο των εκούσιων σεξουαλικών πρακτικών που αφορούν την ελεύθερη κρίση των ατόμων», παρά μόνο όταν υπάρχουν «ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι», ξεκαθαρίζει ότι «εάν κάποιος αξιώνει το δικαίωμα στην ελεύθερη απόλαυση σεξουαλικών πρακτικών, ένα όριο το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί είναι ο σεβασμός της βούλησης του θύματος», του οποίου «το δικαίωμα στις συνθήκες άσκησης της σεξουαλικής του διάθεσης πρέπει επίσης να προστατευθεί. Με αυτό εννοείται ότι οι πρακτικές διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν ένα τέτοιο σεβασμό, κάτι το οποίο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση». Άλλωστε, οι διάδικοι ομολόγησαν αβίαστα ότι είχαν καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και ότι δεν γνώριζαν που θα κατέληγαν οι σεξουαλικές τους ακροβασίες.

Αναγνωρίζοντας το μονολογικό δικαίωμα του παίκτη να αποχωρήσει από τη σύμβαση το Δικαστήριο καταξιώνει a contrario την ελευθερία της συμμετοχής του. Η κατοχύρωση του σεβασμού της άρνησής του νομιμοποιεί την προηγούμενη κατάφαση στην εξουσία του ερωτικού του κυρίαρχου. Για την ακρίβεια είναι η δύναμη του σαδιστή που εξαρτάται καταστατικά από την ερμηνευτική επικύρωση του μαζοχιστή. Ο σαδομαζοχισμός λοιπόν κάθε άλλο παρά εξωτική μορφή σύμβασης ή αποτρόπαια υποδούλωση αποτελεί. Αντιθέτως, ίσως διεξάγεται πιο ελεύθερα απο την πλειοψηφία των νόμιμων συμβάσεων. Όσο για το τόσο συχνά καταγγελλόμενο στοιχείο της εθελούσιας δουλείας[8] που τον χαρακτηρίζει, αυτό θα υποστηρίξουμε ότι εγγράφεται στη μήτρα όχι μόνο της σεξουαλικής αλλά και κάθε κοινωνικής σχέσης, αρχής γενομένης από το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.

Αν συμβουλευτούμε τον Hobbes ή τον Rousseau θα διαπιστώσουμε ότι η μετάβαση από την αυτό-καταστροφική ή μάταια φυσική αυτονομία του ατόμου στην αποψιλωμένη ελευθερία του κοινωνικού συμβολαίου προϋποθέτει λογικά την εκποίηση του εαυτού, την διάθεση του προσώπου ως αντικειμένου, την εκχώρηση του ατομικού και εγωιστικού εαυτού στη συλλογικότητα του Λεβιάθαν. To Κράτος, ο εγγυητής της φυσικής ελευθερίας των ατόμων, εγκαθίσταται ως το de facto ισχυρό μέρος της σύμβασης, ο κατ’αναλογία ή και καθ’υπερβολή «σαδιστής», ενώ οι πολίτες μόνο ως θέσει «μαζοχιστές» μπορούν να θεωρηθούν, αφού έχουν συν-ομολογήσει την εκχώρηση της βούλησής τους στη διάθεση του θεσπισμένου, μέσω της πολιτικής συναίνεσης, κυρίου τους. Η ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους απαιτεί την έξοδο από τη μοναχική -αν και απόλυτα αυτόνομη- φυσική κατάσταση και τη συμμετοχή στη διαμεσολαβημένη και κίβδηλη, λόγω των επαχθών ορίων των άλλων, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.

Στο σαδομαζοχισμό ο φυσικός πόνος κατασκευάζει την ταυτότητα του υποκειμένου και τα αποτυπωμένα στο δέρμα του σαδομαζοχιστή σημάδια επιτρέπουν την αναγνώρισή του και τη συμβολική, δια της σαρκικής υπόμνησης, επιβεβαίωσή του. Η επιβολή της νομιμοποιημένης, λόγω της συναίνεσης, βίας μετατρέπει το μοναχικό άτομο σε κοινωνικό υποκείμενο. Αν στο κοινωνικό συμβόλαιο η ζωή και η πρόσβαση στην προσωπική ταυτότητα περνούν υποχρεωτικά από τη συλλογική συμβίωση και την υπακοή στο Κράτος, στο σαδομαζοχισμό η ηδονή απολαμβάνεται με την αποδοχή του ψυχo-σωματικού πόνου από τον σεξουαλικό maître.

Κοντολογίς, η ελευθερία εντός της κοινωνίας προϋποθέτει λογικά την αντικειμενοποίηση του υποκειμένου. Από τη στιγμή, όμως, που η προφανώς δουλοπρεπής αυτή ενέργεια επιτελείται με τη συναίνεση του ατόμου διεκδικεί την δικαίωση της ελεύθερης –παρότι αναγκαίας- πράξης και καταξιώνει το άτομο ως πρόσωπο, ως φορέα της επιλογής ανάμεσα στην ελευθερία του Λεβιάθαν και την ακοινώνητη αυτοκαταστροφή. Είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα επιλογής της ετερο-προσδιοριζόμενης αυτονομίας που προσδίδει στον καθένα όχι μόνο την αξιοπρέπειά του αλλά και την ανθρώπινή του υπόσταση δια της πολιτικής και κοινωνικής του συμμετοχής. Το εθελουσίως υποταγμένο άτομο είναι ο ελεύθερος άνθρωπος της νεωτερικότητας που διατηρεί, όπως ακριβώς ο μαζοχιστής, το αναφαίρετο δικαίωμα (αντίστασής) του να ανακαλέσει τη σύμβασή του με τον Κυρίαρχο, όταν κρίνει ανυπόφορη την εξουσία του. Η πραγματολογικά διαλογική επικοινωνία, η οποία χαρακτηρίζει και τη σαδομαζοχιστική σχέση, βρίσκει το όριο του νομικού πολιτισμού της στο δικαίωμα του πολίτη-μαζοχιστή να ερμηνεύει τα ενεργήματα του κυρίαρχου-σαδιστή και να προχωρεί στην αμφισβήτηση του ίδιου του συμβολαίου όταν παραβιάζονται οι όροι του και η υπόσχεση του Κυρίαρχου, η παροχή δηλαδή της ηδονής ή της επιβίωσης, αποδεικνύεται ανεκπλήρωτη ή ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότερο, όμως, η έμφαση στη συναίνεση καθιστά δυνατή τη συμφιλίωση ανάμεσα στον αντικειμενικό ντετερμινισμό και την υποκειμενική ελευθερία[9].

Η νομολογιακή στροφή της K.Α και A.D. εν. Βελγίου επαναφέρει το Δικαστήριο στη νεωτερική πρόσληψη της αυτονομίας σαν μια ελευθερία πάνω απ’όλα του παιχνιδιού της δουλείας, της απελευθερωτικής και ταυτόχρονα δουλικής σχέσης με τον πλησίον. Αυτή είναι η μοντέρνα μετωνυμία της αυτονομίας, με εγγύηση το δικαίωμα του υποκειμένου να αναφωνήσει, όπως σε παιδικό παιχνίδι, στοπ! δεν θέλω άλλο να παίξω μαζί σας[10]. Μόνο το όχι μπορεί να καταξιώσει το ναι[11]. Αντιθέτως, η εξορία του υποκειμένου στη σιωπή, όπως στη Laskey, η σύγχυση του γλωσσικού του ενεργήματος του με την κίνηση ενός φυτού, μας επαναφέρει στον κόσμο της φυσικής δουλείας, εκεί που πραγματικοί σαδιστές αποδεικνύονται, ενίοτε, και οι ίδιοι οι δικαστές. Έτσι, η K.A και A.D εν. Βελγίου υπερασπίζεται το νεωτερικό κεκτημένο του δικαίου, τη δυνατότητα δηλαδή της συμβατικής διάπλασης και νοηματοδότησης της πραγματικότητας. Διότι αν κανείς μας δεν μπορεί να υποδυθεί τον δούλο, τότε δεν μας απομένει παρά να ομολογήσουμε ότι είμαστε πραγματικά και αμετάκλητα δούλοι.



[1] Εισήγηση στο ΙΑ΄ Συμπόσιο του Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» (Σύρος, 18-19 Σεπτεμβρίου). Το παρόν αποτελεί σύντομη εκδοχή σχετικού άρθρου (υπό δημοσίευση).

[2] Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (EΔΔΑ), 19 Φεβρουαρίου 1997, υπόθεση Laskey, Jaggard και Brown εν. Εν.Βασιλείου και 17 Φεβρουαρίου 2005, υπόθεση K.A και A.D εν. Βελγίου. Οι αποφάσεις είναι προσβάσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ΕΔΔΑ : www.echr.coe.int/

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ « 1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ. 2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv ».

[4] Απόφαση Pretty εν. Ενωμένου Βασιλείου, 29 Απριλίου 2002, Receuil 2002 – III, παρ. 61, 66. Η προσωπική αυτονομία στην ουσία ταυτίζεται με το δικαίωμα του ατόμου στον αυτοκαθορισμό του. Στην προκείμενη απόφαση με αντικείμενο την αναγνώριση ενός δικαιώματος στον θάνατο, διαμετρικά αντίθετου με το δικαίωμα στη ζωή αλλά και παραγόμενου απ’αυτό, η προσωπική αυτονομία δεν θεωρήθηκε ικανός λόγος νομιμοποίησης της ευθανασίας.

[5] Για το εξαιρετικά επίκαιρο θέμα της ελευθερίας της συναίνεσης και τις φιλοσοφικο-νομικές του προεκτάσεις βλ. «La liberté du consentement», Droits, Revue française de théorie, de philosophie et de culture juridiques, 2 vol., n.48, PUF, Paris, 2009.

[6] Βλ. Olivier Cayla, « Le plaisir de la peine et l’arbitraire pénalisation du plaisir », σε Daniel Borillo – Danièle Lochak (dir.), « La liberté sexuelle », PUF, Paris, 2005, σελ. 93.

[7] βλ. Michela Marzano, « Je consens, donc je suis...», PUF, Paris, 2006, σελ.167.

[8] . Βλ Εtienne de la Boétie, « Le Discours de la servitude volontaire », Paris, Payot, 1976 και Yves – Charles Zarka et les Intempestifs, « Critique des nouvelles servitudes », P.U.F., Paris, 2007

[9] βλ. Paul Ricoeur, «Philosophie de la volonté», I, «Le volontaire et l’involontaire», Aubier, Philosophie, Paris, 1988, σελ. 439 κ.επ.

[10] Το δικαίωμα, σύμφωνα με την Florence Bellivier, «de dire pouce». Με τη λέξη «pouce» που συνοδεύεται από την ανάταση του αντίχειρα, ο παίκτης επιτελεί τη διακοπή του παιχνιδιού και δηλώνει την αποχώρησή του. Βλ. idem, « Droit de retrait », in «La liberté du consentement», Droits, op.cit., vol.1, PUF, Paris, 2009, σελ. 132.

[11] Geneviève Fraisse, « Du consentement », Seuil, Paris, 2007, σελ.7

Δεν υπάρχουν σχόλια: