Συμβίωση ομοφύλων:

ελληνική πραγματικότητα και ευρωπαϊκή διάσταση (ΕΣΔΑ)

Βαγγέλης Μάλλιος

ΔΝ, Ειδικός Επιστήμων στη Νομική Αθηνών

Από τις αρχές του 2008 έχει ξεκινήσει στην ελληνική κοινωνία εκτεταμένη συζήτηση με αντικείμενο τη νομική κατοχύρωση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Αφορμή για τη συζήτηση αυτή υπήρξε τόσο η προώθηση -την άνοιξη του 2008- από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του λεγόμενου «συμφώνου συμβίωσης» όσο και η τέλεση στις 3 Ιουνίου 2008 δύο γάμων μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών από το Δήμαρχο της Τήλου. Οι ενέργειες αυτές, ιδίως δε η κατάληξή τους, αποκάλυψαν ότι η ελληνική πολιτεία βρέθηκε για μια ακόμη φορά πίσω από τις πραγματικές ανάγκες ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης.

1. Η ελληνική πραγματικότητα

Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν το κύρος των γάμων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου είναι ότι οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα κάνουν λόγο γενικά για το «πρόσωπο» των μελλονύμφων, χωρίς να απαιτούν ρητά αυτοί να ανήκουν σε αντίθετο φύλο. Αντίθετα, η άλλη πλευρά στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ιστορική ερμηνεία του Αστικού Κώδικα[1] και δέχεται ως προϋπόθεση για έναν έγκυρο γάμο την ετερότητα του φύλου μεταξύ των μελλονύμφων. Εντέλει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε προ ημερών ότι οι γάμοι μεταξύ των προσώπων του ιδίου φύλου που τελέσθηκαν πριν ένα χρόνο από τον Δήμαρχο Τήλου είναι ανυπόστατοι[2]. Και τούτο με τη σκέψη ότι η διαφορά φύλου, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, συνιστά αναγκαίο στοιχείο για την τέλεση ενός γάμου.

Ανεξάρτητα από την κατάληξη της εν λόγω δικαστικής διαμάχης, θεωρώ ότι τυχόν ρητή νομοθετική επέκταση της δυνατότητας σύναψης γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια δεν θα συναντούσε προβλήματα συνταγματικής υφής. Και τούτο, για τους ακόλουθους, καταρχήν, λόγους: το γεγονός ότι στην Ελλάδα γάμος τελείται «παραδοσιακά» μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου δεν το μετατρέπει -άνευ άλλου- και σε θεσμό που θα πρέπει να παραμένει ως έχει εις το διηνεκές. Ούτε, βέβαια, και το επιχείρημα της δήθεν προσβολής της «ιερότητας» του γάμου είναι ορθό, αφού αγνοεί παντελώς την εγκαθίδρυση του πολιτικού τύπου γάμου ως ανεξάρτητου και ισότιμου συστατικού τύπου με τον θρησκευτικό. Εντέλει, εσφαλμένη είναι και η άποψη που συνδέει το γάμο με τη δυνατότητα, εκ μέρους του ζευγαριού, απόκτησης τέκνων, αφού πρόκειται για δύο διακριτά δικαιώματα: το αντίθετο δε θα λάμβανε καθόλου υπόψιν, το γεγονός ότι μπορούν να συνάψουν έγκυρο γάμο ζευγάρια, ανεξάρτητα από τη βιολογική δυνατότητά τους ή και την επιθυμία τους να τεκνοποιήσουν[3].

Αντίστοιχη συζήτηση προκάλεσε και η προώθηση του λεγόμενου «συμφώνου συμβίωσης». Εν προκειμένω, οι περισσότερες απόψεις –ακόμα και μεταξύ όσων ήταν καταρχήν αντίθετοι με το γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου– συμφωνούν ότι η καθιέρωσή του θα έδινε διέξοδο σε πολλά ομόφυλα ζευγάρια που θα επιθυμούσαν να προσδώσουν στη συντροφική τους σχέση μονιμότερες συνέπειες. Και τούτο, με τη σκέψη ότι σήμερα η συμβίωση χωρίς νομικό δεσμό δεν εγγυάται λ.χ. δικαιώματα διατροφής και ασφάλισης, δεν προβλέπει κληρονομικά δικαιώματα και δεν ρυθμίζει τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συμβιούντων[4].

Στη συζήτηση δεν άργησε να παρέμβει η Εκκλησία: η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, ενδίδοντας στις ακραίες και αδιάλλακτες στάσεις ιεραρχών, έκανε λόγο για νομιμοποίηση της «πορνείας»[5], ενώ ο Μητροπολίτης Πειραιώς, κ. Σεραφείμ «δυναμίτισε» ακόμα περισσότερο το κλίμα παρομοιάζοντας την ομοφυλοφιλία με «ψυχοσωματική και ψυχοπαθολογική εκτροπή» και εξομοιώνοντας το σύμφωνο συμβίωσης με νομιμοποίηση «του σαδομαζοχισμού, της ουρολαγνείας, της κοπρολαγνείας, της παιδοφιλίας [και] της νεκροφιλίας»[6].

Εντέλει, η κυβέρνηση προώθησε και η βουλή ψήφισε το νόμο 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης[7], χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα ομόφυλα ζευγάρια. Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου της αντιπολίτευσης ήταν ιδιαίτερα έντονες και επεσήμαναν ότι η εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του συνιστά διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων: αυτούς που μπορούν να συνάψουν τόσο γάμο όσο και σύμφωνο συμβίωσης (ετερόφυλα ζευγάρια) και αυτούς που αναγκάζονται να βρίσκονται στο περιθώριο (ομόφυλα ζευγάρια)[8].

Μήπως, όμως, όπως υποστήριξε η κυβέρνηση, η ελληνική κοινωνία δεν είναι «έτοιμη» ακόμα για ένα τέτοιο βήμα; Το εν λόγω επιχείρημα, το οποίο κατά καιρούς προβάλλεται προκειμένου να στερεί από μια κοινωνική ομάδα τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι υπόλοιποι (π.χ. το δικαίωμα ψήφου από τις γυναίκες), δεν έχει θέση σε μια κοινωνία που θέλει να είναι δημοκρατική και φιλελεύθερη. Αν όντως τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν λόγο ύπαρξης δεν μπορεί να συμψηφίζονται ή να παρακάμπτονται με συντηρητικά κλισέ, κάτω από το φόβητρο της αντίδρασης της Εκκλησίας και της μικροπολιτικής ψηφοθηρίας ή επειδή απλώς ορισμένοι «ενοχλούνται». Η ρύθμιση της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών είναι μια πραγματική ανάγκη, γεγονός που επιβεβαιώνεται αφενός μεν από τους αντίστοιχους νόμους των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, αφετέρου δε από τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού δικαίου περί εξάλειψης των διακρίσεων.

2. Η ευρωπαϊκή διάσταση

Προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των σχέσεων μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών συντείνει και η διεθνής συγκυρία: σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκτός από τα κράτη τα οποία έχουν ήδη επεκτείνει τη δυνατότητα σύναψης γάμου και σε ομόφυλα ζευγάρια (Ισπανία, Βέλγιο Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία), οι περισσότερες χώρες έχουν ρυθμίζει νομοθετικά τη συμβίωση μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες για την αναγνώριση της ελεύθερης συμβίωσης είτε αναφέρονται αποκλειστικά σε ομόφυλα ζευγάρια (Κροατία, Τσεχία, Δανία, Φιλανδία, Γερμανία, Ισλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο) είτε επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των σχετικών νόμων τόσο στα ομόφυλα όσο και στα ετερόφυλα ζευγάρια (Ανδόρα, Βέλγιο, Γαλλία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία).

Αντίστοιχα, με μια σειρά αποφάσεών του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής, ΕυρΔΔΑ) έχει ήδη δικαιώσει ομοφυλόφιλους και ομόφυλα ζευγάρια, καταδικάζοντας εθνικές πρακτικές (νομοθετικές, διοικητικές και δικαστικές) διακρίσεων και έχει διαμορφώσει ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή προστασίας των δικαιωμάτων. Μελετώντας κανείς τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής, ΕΣΔΑ) δεν είναι ένα στατικό κείμενο, αλλά ένα «ζωντανό εργαλείο» προστασίας των δικαιωμάτων, το οποίο ερμηνεύεται υπό το φως των δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας.

Ήδη από το 1981, στην υπόθεση Dudgeon[9], το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλικής συνεύρεσης μεταξύ συναινούντων ενηλίκων είναι αντίθετη με το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο. Την ανωτέρω θέση επανέλαβε, μερικά χρόνια αργότερα στην απόφαση Norris κατά Ιρλανδίας[10] και Μοδινός κατά Κύπρου[11].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η μεταστροφή της νομολογίας του Στρασβούργου ως προς το ζήτημα της διαφοροποίησης της ηλικίας έγκυρης συγκατάθεσης σε σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων. Έτσι, αρχικά η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε δικαιώσει το γερμανικό κράτος, το οποίο υποστήριζε ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες συνιστούν κοινωνικό κίνδυνο, αφού αποτελούν ειδικότερη κοινωνική ομάδα με σαφή τάση στον «προσηλυτισμό» των νεαρών αγοριών, τα οποία ωριμάζουν αργότερα από τα κορίτσια και κατά τούτο κινδυνεύουν περισσότερο[12]. Εν συνέχεια το Δικαστήριο του Στρασβούργου όποτε ήρθε αντιμέτωπο με περιπτώσεις ποινικών νόμων οι οποίοι διέκριναν ως προς την ηλικία έγκυρης συγκατάθεσης, δεν δίστασε να διαπιστώσει παραβίαση της ΕΣΔΑ (άρθρα 8 και 14) και να καταδικάσει μια τέτοια διαφοροποίηση, η οποία «εμπεριέχει μια προδιατεθειμένη προκατάληψη υπέρ της ετεροφυλικής πλειοψηφίας ενάντια στην ομοφυλοφιλική μειοψηφία»[13].

Περαιτέρω, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε, στην υπόθεση Smith and Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η απόταξη ομοφυλόφιλων αξιωματικών από τις Ένοπλες Δυνάμεις, αποκλειστικά λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, παραβιάζει την επιταγή σεβασμού του ιδιωτικού τους βίου[14].

Αν για τα ανωτέρω ζητήματα, η ευρωπαϊκή νομολογία έχει πλέον παγιωθεί και οι εθνικές αποκλίσεις καταδικάζονται απερίφραστα, τα πράγματα δεν είναι ακόμα τόσο ξεκάθαρα όσον αφορά το ζήτημα του γάμου και της συμβίωσης ομοφύλων.

Στην απόφαση Mata Estevez κατά Ισπανίας[15], το Δικαστήριο του Στρασβούργου τόνισε ότι μια συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου δεν συνιστά οικογενειακή ζωή (κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ). Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμίσουν –ή θα απέχουν από το να ρυθμίσουν- de facto συμβιώσεις ομοφύλων, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ακόμα ένας κοινά αποδεκτός παρονομαστής. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Στρασβούργου, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση η απουσία ρύθμισης που να εξομοιώνει τη συμβίωση των ατόμων ιδίου φύλου με αυτή των ζευγαριών διαφορετικού φύλου.

Ήδη, εντούτοις, παρατηρείται μετακίνηση από την απόλυτη ως άνω θέση. Έτσι, στην υπόθεση Karner κατά Αυστρίας[16], το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την μεταφορά του μισθωτήριου συμβολαίου στον επιζώντα σύντροφο συνιστά δυσανάλογο μέτρο για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της παραδοσιακής οικογένειας, και κατά τούτο συνιστά παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης.

Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι πιο επιφυλακτική όσον αφορά το δικαίωμα σύναψης γάμου. Έτσι, το ΕυρΔΔΑ έκρινε ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου δεν καλύπτεται από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το δικαίωμα σύναψης γάμου καταλαμβάνει μόνο τον «παραδοσιακό» γάμο μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μόνο αυτή η μορφή προστατεύεται μέχρι στιγμής από την ΕΣΔΑ και δεν αποτελούν προσβολή ούτε διακριτική μεταχείριση εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν το γάμο ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου. Εντούτοις, στις 27.1.2009 το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε παραδεκτή την προσφυγή δύο γαλλίδων οι οποίες διαμαρτύρονταν για την ακύρωση του γάμου τους από την γαλλική δικαιοσύνη και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει αργότερα επί της ουσίας[17].

Τέλος, εκδικάζοντας προσφυγή ομοφυλόφιλης νηπιαγωγού κατά της Γαλλίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απεφάνθη στις 22 Ιανουαρίου 2008 ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ατόμων ή η συμβίωση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο στην υιοθεσία[18]. Και το έπραξε αυτό, ανατρέποντας μια αντίθετη νομολογία πολλών ετών. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αναφορά στην ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στην απόφαση των γαλλικών αρχών να αρνηθούν να το αίτημά της για υιοθεσία. Υπό τα δεδομένα αυτά, το ΕυρΔΔΑ κατέληξε ότι η προσφεύγουσα υπέστη αθέμιτη διάκριση, καθ΄ ό μέτρο οι λόγοι απόρριψης της αίτησής της δεν βασίσθηκαν στην προσωπική ικανότητα της προσφεύγουσας να αναθρέψει ένα παιδί. Αντίθετα, βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στις σεξουαλικές της προτιμήσεις, πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 14 και 8).

3. Αντί επιλόγου

Μελετώντας κανείς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθώς και τη νομοθεσία των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών παρατηρεί αφενός μεν μια βαθμιαία μεταστροφή στην εξέλιξη των αντιλήψεων στο πεδίο της «οικογένειας», αφετέρου δε μια προσπάθεια άρσης των αδικαιολόγητων διακρίσεων εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα αποφασίζει ακόμα μια φορά να «πρωτοτυπήσει»: κάτω από το φόβητρο της αντίδρασης της Εκκλησίας και άλλων συντηρητικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, η Ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες βουλευτές δεν ακολουθούν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού δικαίου περί εξάλειψης των διακρίσεων. Αντίθετα, ψηφίζοντας το -μοναδικό παγκοσμίως- σύμφωνο συμβίωσης που δεν περιλαμβάνει τα ομόφυλα ζευγάρια, απέδειξαν –για ακόμα μια φορά- ότι πολύ συχνά η προσπάθεια προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις και υπονομεύεται στην πράξη από κοινωνικές αγκιστρώσεις που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.



[1] Σύμφωνα με την άποψη αυτή, όταν ο νομοθέτης τροποποιούσε το 1982 τον Αστικό Κώδικα είχε κατά νου μόνο το γάμο μεταξύ ετεροφύλων.

[2] Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, απόφαση 114/2009.

[3] Βλ. μεταξύ άλλων τη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Ομίλου ‘Αριστόβουλος Μάνεσης’, www.manesis.blogspot.com.

[4] Βλ. ενδεικτικά τις από 14.7.2008 παρατηρήσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης, www.nchr.gr.

[5] Διαρκής Ιερά Σύνοδος, 17.3.2008.

[6] Καθημερινή της Κυριακής. 16.3.2008.

[7] Νόμος 37192008 «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 241).

[8] Πρακτικά Βουλής, Ολομέλεια 5.11.2008 και 11.11.2008.

[9] ΕυρΔΔΑ, Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 22.10.1981.

[10] ΕυρΔΔΑ, Norris κατά Ιρλανδίας, 26.10.1988.

[11] ΕυρΔΔΑ, Μοδινός κατά Κύπρου, 22.4.1993.

[12] Στην απόφαση Χ κατά Γερμανίας (αίτηση 5935/72, Yearbook XIX, 1976, 276), η Επιτροπή, ενώ διαπίστωσε διάκριση αντίθετη προς τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ, την έκρινε δικαιολογημένη για λόγους σχετικούς με την προστασία της ηθικής και των τρίτων.

[13] ΕυρΔΔΑ, L και V κατά Αυστρίας και S.L. κατά Αυστρίας, 9.4.2003. Η εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου αφορά άμεσα και την Ελλάδα, αφού το άρθρο 347 του Ποινικού μας Κώδικα προβαίνει σε αντίστοιχη διαφοροποίηση.

[14] ΕυρΔΔΑ, Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Lustig-Prean και Beckett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27.9.1999.

[15] ΕυρΔΔΑ, Mata Estevez κατά Ισπανίας, 10.5.2001.

[16] ΕυρΔΔΑ, Karner κατά Αυστρίας, 24.7.2003.

[17] Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και ο γαλλικός Αστικός Κώδικας δεν προβλέπει ρητά τη διαφορά φύλου στις προϋποθέσεις σύναψης γάμου.

[18] ΕυρΔΔΑ, Ε.Β. κατά Γαλλίας, 22.1.2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια: