Τάκη Βιδάλη

Στη συζήτηση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, θα άξιζε ίσως να δούμε και μερικά θέματα «πίσω από τις γραμμές» των απόψεων που έχουν προς το παρόν εκτεθεί.

  1. Η σύγκρουση των δύο γνωμών αντιστοιχεί σε σύγκρουση αντιθετικισμού (ή «αρχών») και θετικισμού (ή «κανόνων»). Το «αντιθετικιστικό» στρατόπεδο εκφράζει η γνώμη περί «παραβίασης» ή «καταστρατήγησης» του Συντάγματος (Γ. Κασιμάτης, Δ. Τσάτσος, Κ. Χρυσόγονος κ.λπ.), ενώ το θετικιστικό στρατόπεδο, η αντίθετη γνώμη (Α. Μανιτάκης, Ν. Αλιβιζάτος, Γ. Δρόσος κ.λπ.). Υπάρχουν προβλήματα μεθόδου και για τις δύο απόψεις:

- Οι «αντιθετικιστές» προβάλλουν εν προκειμένω μια τόσο στενή σχέση δικαίου και ηθικής, που φθάνει να μετατρέπει την ελευθερία της ψήφου για την εκλογή ΠτΔ των βουλευτών σε «υποχρέωση» επιλογής συγκεκριμένου προσώπου [«αφού είπατε ότι θέλετε τον κ. Παπούλια ως πρόσωπο, δεν δικαιούσθε (σ.σ. : νομικά!!!) να μην τον ψηφίσετε τώρα!…]. Αναρωτιέμαι: αν το ΠΑΣΟΚ δεν έλεγε ότι θα ψήφιζε τον κ. Παπούλια μετά τις εκλογές (αλλά μας το φύλαγε για…έκπληξη αφού θα τις κέρδιζε), τότε θα είμαστε εντάξει με το 32 παρ. 4 Σ.; Είτε απαντήσουμε ναι είτε όχι, πάντως το τι είναι συνταγματικό θα εξαρτάται στο εξής και από προθέσεις, συναισθήματα, φόβους, άγχη, «καλούς τρόπους», κ.ο.κ., με προφανές τίμημα την ασφάλειας του δικαίου.

- Οι «θετικιστές», υιοθετώντας αποκλειστικά τη γραμματική ερμηνεία (μεσοπόλεμος!…) αγνοούν κάθε έννοια σκοπού της κρίσιμης διάταξης. Τόσο πολύ μάλιστα, που φθάνουν στο σημείο να επιχειρηματολογούν με εξόφθαλμες λήψεις ζητουμένου («έτσι έκανε και ο Μητσοτάκης το ’90…» - σαν να έκανε σωστά!!) και κυρίως να αρνούνται το ενδεχόμενο εργαλειακής χρήσης του Συντάγματος. Κι όμως, το ενδεχόμενο αυτό υπάρχει. Ας φαντασθούμε π.χ. τη θρησκευτική ελευθερία να πρέπει να οριοθετηθεί - βάσει του 13 παρ. 4 Σ. - με έναν τυπικό νόμο που θα απαγόρευε την ίδρυση ναών. Δεν θα ήταν εργαλειακή η χρήση του Συντάγματος από έναν νομοθέτη που θα ονόμαζε «νόμο» ακόμη και ένα τέτοιο έκτρωμα; Και γενικότερα: ο κίνδυνος εργαλειακής χρήσης όχι μόνον των νομικών κανόνων ή των οποιωνδήποτε κανόνων, αλλά και της ίδιας της λογικής (σοφίσματα!) υφίσταται εξ ορισμού, ακριβώς γιατί το γράμμα είναι – επίσης εξ ορισμού – πολύσημο. Αν πιστέψουμε ότι οι συνταγματικοί κανόνες εξαιρούνται από τη διαπίστωση αυτή, τότε φοβάμαι ότι δεν πρέπει να θεωρούνται ως προϊόν έλλογης δραστηριότητας που θέλουμε να υποβάλλεται και σε επιστημονική ανάλυση. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιχειρηματολογία των «θετικιστών» καταλήγει μοιραία σε ένα Σύνταγμα χωρίς κανονιστική ισχύ, που το επικαλούμαστε μόνον ρητορικά.

2. Επί της ουσίας υπάρχει φυσικά λύση, αν συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στον σκοπό του 32 Σ. που είναι αποκλειστικά η ανάδειξη Προέδρου ει δυνατόν χωρίς διάλυση της Βουλής και μόνον αν αυτό δεν είναι εφικτό μετά από διάλυση και εκλογές. «Δεν είναι εφικτό», όμως, μόνον αν δεν υπάρχει συμφωνία στο πρόσωπο. Όχι για άλλους λόγους πολιτικής, αφού ο Πρόεδρος είναι πολιτικά ανεύθυνος. Αν το πρόσωπο δηλώνεται εξ αρχής κατάλληλο είναι εφικτή η ανάδειξη Προέδρου.

Συμπέρασμα: αν το ΠΑΣΟΚ δεν ψηφίσει τον κ. Παπούλια και προκηρυχθούν εκλογές, η συμπεριφορά του είναι κατ’ αρχήν σύμφωνη με το άρθρο 32 Σ., αν όμως τον προτείνει μετά τις εκλογές, υπάρχει τεκμήριο εργαλειακής χρήσης της διάταξης (μετατροπή του μέσου που προβλέπει – εκλογές – σε «σκοπό» και του σκοπού της – ανάδειξη Προέδρου – σε «μέσο»), επομένως καταστρατήγησης του Συντάγματος.

Η λύση αυτή βρίσκω ότι προσφέρει ένα ασφαλές κριτήριο – την επιλογή ή μη συγκεκριμένου προσώπου – για να διαπιστωθεί η συνταγματικότητα και να καταλογισθεί ή όχι αντίστοιχη πολιτική ευθύνη στο ΠΑΣΟΚ. Η διαφορά με την «αντιθετικιστική» άποψη είναι ότι δεν προεξοφλεί a priori το κριτήριο αυτό – με βάση δηλώσεις, προθέσεις, διακηρύξεις κ.ο.κ. – ηθικολογώντας τελικά για το Σύνταγμα, αλλά ότι το διαπιστώνει ως γυμνό factum εκ των υστέρων, διασώζοντας την ασφάλεια του δικαίου. Η διαφορά με τη «θετικιστική» άποψη είναι ότι δεν θυσιάζει τον σκοπό των κανόνων (όχι των «αρχών»!), αφήνοντάς τους απλά εργαλεία στους εκάστοτε καλοθελητές.

  1. Στη συζήτηση επανατέθηκε το θέμα της επαναφοράς στον Πρόεδρο της αρμοδιότητας διάλυσης της Βουλής. Νομίζω, όχι σωστά. Ένας έμμεσα εκλεγμένος Πρόεδρος μόνον κατ’ όνομα μπορεί να λειτουργεί ως «αντίβαρο» (φαντάζεσθε τον κ. Παπούλια ή, παλιότερα, τον κ. Στεφανόπουλο να …διαλύουν τη Βουλή του 2007 ή του 1993 ή του 1996;). Σε δύσκολες εποχές, η αρμοδιότητα θα καταρρακωνόταν, αφού ο Πρόεδρος θα γινόταν «σάκος του μποξ» για την αντιπολίτευση που θα τον πίεζε ασφυκτικά να την ασκήσει. Τέτοιου είδους αντίβαρα είναι αποτελεσματικά μόνον αν έχουμε άμεση εκλογή Προέδρου (επιλογή που δεν κινείται αναγκαστικά εκτός κοινοβουλευτικού συστήματος) ή αν η κυβερνητική διάλυση «για εθνικό θέμα» ελέγχεται από κάποιο δικαστήριο (η ανάδειξη των μελών του οποίου δεν θα εξαρτάται κατά κανέναν τρόπο από την κυβέρνηση ή την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή).
  2. Τέλος, για το ύφος της αντιπαράθεσης: χαρακτηρισμοί – συχνά βαρείς έως και προσβλητικοί – ακούσθηκαν και από τα δύο στρατόπεδα. Επειδή είναι αρκετά χρόνια τώρα που προσπαθώ να συνδυάσω το δίκαιο με τις θετικές επιστήμες, διαπιστώνω ότι το φαινόμενο συναντάται και αλλού και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση. Πάντοτε όμως προδίδει μια ανασφάλεια για την ισχύ των ουσιαστικών επιχειρημάτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντικείμενο του συνταγματικού δικαίου είναι η συμπεριφορά των πολιτικών που, ανέκαθεν, συνήθιζαν τους χαρακτηρισμούς. Η μίμηση του ύφους τους οδηγεί σε ταυτίσεις του μελετητή με το αντικείμενό του, κάτι που – κυρίως επιστημολογικά – είναι ολέθριο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: