Συνταγματικά επιτρεπτή, αλλά όχι πολιτικά αποδεκτή η απόφαση του ΠΑΣΟΚ για την προεδρική εκλογή

Ακρίτα Καϊδατζή

Εκλ. Λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Ένα ζήτημα είναι κατά πόσον είναι συνταγματικά θεμιτή, δηλαδή επιτρεπτή, η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει βουλευτικές εκλογές αξιοποιώντας τη δυνατότητα που το άρθρο 32 δίνει στην κοινοβουλευτική μειοψηφία. Ένα διαφορετικό ζήτημα είναι κατά πόσον η απόφαση είναι πολιτικά σκόπιμη και ορθή. (Συναφές με το προηγούμενο είναι και το ζήτημα ποιος και πώς πήρε την απόφαση αυτή).

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα. Όπως και να το δει κανείς, δεν παραβιάζεται κάποιος συνταγματικός κανόνας. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε εδώ για την άσκηση ενός πολιτικού δικαιώματος και όχι μιας κρατικής αρμοδιότητας. Μπορεί μεν, από πολιτική άποψη, να γίνεται αντιληπτό ως δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας να προκαλέσει διάλυση της Βουλής, από νομική άποψη ωστόσο δεν πρόκειται παρά για την άσκηση εκλογικού δικαιώματος των βουλευτών της μειοψηφίας. Στο κάτω κάτω, όσο προσχηματικά ή «καταχρηστικά» κι αν ασκήσουν το δικαίωμά τους, το «χειρότερο» που μπορεί να συμβεί είναι να πάμε σε εκλογές, δηλαδή να προσφύγουμε στη λαϊκή βούληση –τίποτε παράξενο για ένα πολίτευμα που θεμέλιό του έχει τη λαϊκή κυριαρχία.

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, κάλλιστα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι, εφόσον δεν παραβιάζεται συνταγματικός κανόνας, η ορθότητα της πολιτικής συμπεριφοράς δεν υπόκειται σε περαιτέρω συνταγματική αξιολόγηση, ακριβέστερα: αξιολόγηση βάσει συνταγματικών κανόνων, και να κλείσει εκεί τη συζήτηση. Ό,τι πούμε από δω και πέρα είναι ανταλλαγή πολιτικών επιχειρημάτων.

Αλλά γιατί πρέπει να αποκλείσουμε το Σύνταγμα από τη συζήτηση αυτή;

Το Σύνταγμα είναι βεβαίως πριν απ’ όλα ένα σύστημα κανόνων, με δεσμευτικότητα, είτε δικαιική είτε ηθικοπολιτική, για τα πολιτικά υποκείμενα. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Εκτός από κανόνες, το Σύνταγμα προσφέρει επίσης έρεισμα για πολιτικές διεκδικήσεις, επιχειρήματα στην πολιτική αντιπαράθεση, γενικότερα έναν –μη δεσμευτικό– οδηγό και πλαίσιο πολιτικής συμπεριφοράς. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να χρησιμοποιούμε το Σύνταγμα στον πολιτικό διάλογο ως πολιτικό επιχείρημα, όχι δηλαδή για να κρίνουμε το επιτρεπτό ή μη μιας συμπεριφοράς, αλλά για να υποστηρίξουμε ή να αντικρούσουμε τη σκοπιμότητά και την ορθότητά της. Μπορεί έτσι κάποιος, με επιχείρημα από τη δημοκρατική αρχή, να υποστηρίξει ότι η απόφαση της αντιπολίτευσης να προκαλέσει εκλογές είναι πολιτικά ορθή, προκειμένου να αρθεί η, κατά την άποψή του, δυσαρμονία της σύνθεσης της Βουλής προς το λαϊκό αίσθημα. Άλλος πάλι, με επιχείρημα από το άρθρο 32, μπορεί να θεωρήσει πολιτικά εσφαλμένη την προσφυγή σε εκλογές, διότι υποσκάπτει τη νομιμοποίηση του επόμενου Προέδρου.

Προϋπόθεση, βέβαια, για κάθε χρήση του Συντάγματος ως πολιτικού επιχειρήματος είναι να δηλώνεται ως τέτοια, να μη διατυπώνεται δηλαδή με αξιώσεις κανονιστικής ισχύος, αλλά ως πολιτική άποψη με την οποία μπορεί κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει.

Το κρίσιμο σημείο στο θέμα που ανέκυψε –και εδώ διατυπώνω μια πολιτική άποψη– είναι η πρόθεση του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξει την επανεκλογή του σημερινού Προέδρου μετά τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών, παρόλο που προηγουμένως θα έχει αρνηθεί να τον ψηφίσει, ακριβώς προκειμένου να προκληθούν οι εκλογές. Η στάση αυτή θέτει, κατά τη γνώμη μου, δύο ζητήματα, ένα θεσμικό και ένα ηθικό. Ο τακτικισμός αποτελεί βέβαια αποδεκτή πρακτική στο πλαίσιο του πολιτικού παιγνίου, εδώ όμως εμπλέκει τόσο τον θεσμό του Προέδρου όσο και τον προσωπικό φορέα του. Καταρχάς, προκειμένου να επιτύχει το μέγιστο δυνατό πολιτικό όφελος (και βουλευτικές εκλογές και, πιθανώς, εκλογή του επιθυμητού υποψηφίου στην Προεδρία), το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να αδιαφορεί για το πρόδηλο θεσμικό κόστος. Έτσι, αποκλείει την εκλογή Προέδρου με ευρεία πλειοψηφία και αντιστοίχως ευρεία νομιμοποίηση, παρόλο που υπάρχει υποψήφιος με δεδομένη και δεδηλωμένη υποστήριξη από τα δύο μεγάλα κόμματα –τον οποίο βέβαια, μετά τις εκλογές, η αντιπολίτευση δεν θα έχει κανένα πολιτικό λόγο να ψηφίσει. Από συνταγματική άποψη, επομένως, η μεθόδευση αυτή εξ ορισμού υπονομεύει τη νομιμοποίηση του επόμενου Προέδρου. Ταυτόχρονα, σε προσωπικό επίπεδο, στερεί από τον σημερινό Πρόεδρο τη δυνατότητα να επανεκλεγεί με ευρεία πλειοψηφία. Χειρότερο ακόμη: δεδομένου ότι ενδεχόμενη άρνησή του να είναι υποψήφιος θα μπορούσε να εκληφθεί ως έμμεση αποδοκιμασία του ΠΑΣΟΚ, ο Πρόεδρος εγκλωβίζεται σε μια διαδικασία, στην οποία πιθανόν να μην επιθυμεί πλέον, υπό τους όρους αυτούς, να συμμετάσχει.


Δεν υπάρχουν σχόλια: