Γιώργου Γεραπετρίτη
Eπ. καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Αθηνών
Το ερώτημα των ημερών είναι αν συνιστά καταστρατήγηση του συντάγματος η επιλογή της αντιπολίτευσης να προκαλέσει εκλογές καταψηφίζοντας την υποψηφιότητα του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας και υπερψηφίζοντάς τον εκ των υστέρων, ώστε να αποχωρήσει η κυβέρνηση που προβάλλεται ότι έχει απολέσει τη λαϊκή πλειοψηφία.
Καταστρατήγηση συνιστά η ενσυνείδητη χρήση συνταγματικού κανόνα για σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο τέθηκε. Επειδή άγεται σε στοιχεία συνειδησιακά, η καταστρατήγηση συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο για τις συνταγματικές αξίες, όπως άλλωστε ιστορικά αποδείχθηκε στον μεσοπόλεμο, και θα πρέπει να αποδίδεται με μεγάλη φειδώ. Όπως και η (ευθεία) παραβίαση συντάγματος συνιστά απόκλιση από τη συνταγματική νομιμότητα αν και, ελλείποντος συνταγματικού δικαστηρίου, νομική κύρωση δεν υπάρχει αλλά κρίνεται από το εκλογικό σώμα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις περιπτώσεις αμφίβολης συνταγματικής ευθυκρισίας.
Σκοπός της αυξημένης πλειοψηφίας για την εκλογή Προέδρου είναι να απολαμβάνει της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης. Οι εκλογές που μεσολαβούν λειτουργούν, όπως αποδείχτηκε μεταπολιτευτικά, ως λανθάνουσα συνταγματική πίεση για την ανεύρεση προσώπου κοινής αποδοχής ώστε να αποφεύγονται οι εκλογές. Δεν πρόκειται συνεπώς για μια οιονεί πολιτική αρνησικυρία της αντιπολίτευσης. Στον βαθμό που στη σημερινή συγκυρία διατυπώνεται ρητά σκοπός διαφορετικός του πνεύματος της διαδικασίας, προκύπτουν χαρακτηριστικά καταστρατήγησης του άρθρου 32 του συντάγματος.
Αντεπιχείρημα πρώτο: Η πολιτική πρακτική του παρελθόντος νομιμοποιεί τη σημερινή συγκυρία. Το ιστορικό επιχείρημα αναφέρεται στη διαδικασία εκλογής Προέδρου το 1990, στην πρακτική να διαλύεται η Βουλή με προσχηματική επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας, στην επιλογή της αποχής από κοινοβουλευτική ψηφοφορία για τη σύσταση επιτροπής και στον τερματισμό της τακτικής συνόδου ώστε κατ’ αποτέλεσμα να παραγραφούν τυχόν αδικήματα πολιτικών προσώπων. Ανεξαρτήτως αν έτσι καταστρατηγείται το σύνταγμα, η πολιτική πρακτική δεν μπορεί να αυτονομιμοποιείται, ούτε είναι δυνατόν συνταγματικές αποκλίσεις να λειτουργούν συμψηφιστικά.
Αντεπιχείρημα δεύτερο: Ας αποφανθεί ο λαός, όπερ και το πιο δημοκρατικό. Ο σεβασμός στη δημοκρατία δεν έχει το νόημα της προσφυγής στις κάλπες οποτεδήποτε ανακύψει ζήτημα μεταστροφής του εκλογικού σώματος. Αντιθέτως, ο καθένας οφείλει να σέβεται το αποτέλεσμα των εκλογών από τις οποίες προέκυψε η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία για τον χρόνο και με τον τρόπο που το σύνταγμα παρέχει την τυπική του νομιμοποίηση.
Αντεπιχείρημα τρίτο: Η εφαρμογή του Συντάγματος δεν μπορεί να λειτουργεί σε βάρος του εθνικού συμφέροντος. Είναι νομικά αστήρικτο και θεσμικά επικίνδυνο να οικειοποιείται οποιοσδήποτε την έννοια αυτή και να την αντιπαραβάλλει προς το σύνταγμα, το οποίο συνιστά τη μείζονα αποτύπωση του εθνικού συμφέροντος. Ενόσω η στεγανοποίηση πολιτικής και συντάγματος δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατή, η άκριτη συγχώνευση των δύο αλλοιώνει την ακρίβεια των επιχειρημάτων και αποπροσανατολίζει. Το Σύνταγμα δεν είναι η τεχνική του πολιτικού λόγου, αλλά το όριό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου