Προεδρική εκλογή και συνταγματική ορθότητα

του Χαράλαμπου Ανθόπουλου

Επίκουρου Καθηγητή ΕΑΠ

1.. Οι κανόνες «συνταγματικής ορθότητας» έχουν κάποια ομοιότητα με τις «συνθήκες του πολιτεύματος» (constitutional conventions), δηλαδή τους κανόνες συνταγματικής συμπεριφοράς που προέρχονται από την πολιτική ηθική και η τήρηση των οποίων θεωρείται υποχρεωτική, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν νομική ισχύ (βλ. τελείως ενδεικτικά, G. Marshall, The Constitution: Its theory and interpretation, σε: V. Bogdanor, The British Constitution in the twentieth century, 2007, σ. 29 επ., ιδίως σ. 37 επ.). Η εξειδικευμένη προσέγγιση των κανόνων συνταγματικής ορθότητας οφείλεται κυρίως στην ιταλική συνταγματική θεωρία (βλ. S. Romano, Diritto e correttezza costituzionale, σε: Riv. dir. pubbl., 1909, I, σ. 483 επ., P. Biscaretti di Ruffia, Le norme di correttezza costituzionale, 1939, G. Treves, Correttezza costituzionale, σε: Enc. Dir., X, 1962, ad vocem, G. Zagrebelsky, Manuale di diritto costituzionale, I, Il sistema delle fonti del diritto, 1987, σ. 284). Οι κανόνες συνταγματικής ορθότητας έχουν ως αποδέκτες όχι μόνο τα συνταγματικά όργανα αλλά και τα πολιτικά κόμματα, τα οποία δεν αποτελούν απλές ιδιωτικές οργανώσεις αλλά θεσμούς της συνταγματικής ζωής (βλ. Χ. Ανθόπουλου,Ευ. Βενιζέλου, Συνταγματική πρακτική. Μία αυτοτελής έννοια, σε: του ίδιου, Μελέτες συνταγματικού δικαίου, 1980-1987, 1987, σ. 97 επ.), στοιχεία που αποτελούν ουσιώδη γνωρίσματα της έννοιας των συνθηκών του πολιτεύματος. Τρίτον: οι κανόνες συνταγματικής ορθότητας έχουν μία ασθενέστερη ηθικο-πολιτική δεσμευτικότητα σε σχέση με τις συνθήκες του πολιτεύματος, με την έννοια ότι μπορούν να παραμεριστούν εάν υπάρχει συνταγματικά αποχρών λόγος για την απόκλιση από αυτούς. Εννοείται φυσικά ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικότερες διαφορές μεταξύ κανόνων συνταγματικής ορθότητας και συνταγματικών εθίμων, αφού αυτά τα τελευταία αποτελούν νομικούς κανόνες (για όλα αυτά βλ. G. Treves, Correttezza costituzionale, ό.π.). Είναι αμφίβολο αν στο ισχύον ελληνικό συνταγματικό σύστημα μπορεί να εντοπισθεί με βεβαιότητα έστω μόνο μία συνθήκη του πολιτεύματος ή έστω μόνο ένα συνταγματικό έθιμο. Αντίθετα, μπορούν να υποδειχθούν, στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος, αρκετοί κανόνες συνταγματικής ορθότητας που έχουν ως αποδέκτες τα συνταγματικά όργανα και τα πολιτικά κόμματα, όταν κινούνται σε χώρο ελεύθερο από συνταγματικές ρυθμίσεις ή καλούνται να εφαρμόσουν συνταγματικούς κανόνες που αφήνουν ευρύ περιθώριο εναλλακτικών επιλογών. Η εσωτερική δημοκρατία στα πολιτικά κόμματα. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΑΠ 590/2009, σε: ΕφημΔΔ τ.χ. 3, 2009, σ. 300 επ.), και υποδεικνύουν ένα «δεοντολογικά» ορθό τρόπο συμπεριφοράς στις σχέσεις μεταξύ όλων αυτών των συνταγματικών υποκειμένων. Το κοινό τους στοιχείο με τις συνθήκες του πολιτεύματος είναι ότι δεν αποτελούν νομικούς κανόνες, δηλαδή ότι ο σεβασμός ή η παράβασή τους δεν συνεπάγονται νομικές κυρώσεις. Υπάρχουν όμως αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των κανόνων συνταγματικής ορθότητας και των συνθηκών του πολιτεύματος. Πρώτον: οι κανόνες συνταγματικής ορθότητας έχουν δευτερεύουσα ή έστω μικρότερη πολιτικο-συνταγματική σημασία σε σχέση με τις συνθήκες του πολιτεύματος. Δεύτερον: η ύπαρξη των κανόνων συνταγματικής ορθότητας δεν εξαρτάται από τη συμφωνία των εμπλεκόμενων συνταγματικών υποκειμένων για τη χρησιμότητά τους ούτε προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικής «συνταγματικής πρακτικής» (για την έννοια αυτή βλ.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κανόνα συνταγματικής ορθότητας είναι ότι η Κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα πρέπει να αποφεύγουν να ασκούν κριτική στις δημόσιες τοποθετήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η μη τήρηση του κανόνα αυτού δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον δημόσιο λόγο του παίρνει θέση στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση.

2. Η ratio ενός κανόνα συνταγματικού δικαίου δεν αποτελεί η ίδια κανόνα συνταγματικού δικαίου αλλά μέσο για την ερμηνεία του κανόνα αυτού, όταν το γραμματικό νόημά του δεν είναι σαφές. Αν εξαιρέσει κανείς τη φράση «έναν τουλάχιστον μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας» (άρθρο 32 § 1 εδ. α΄ Συντ.), η διατύπωση των §§ 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 32 Συντ. δεν δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και στην τέταρτη, που γίνεται στη νέα Βουλή, μετά την υποχρεωτική διάλυση της προηγούμενης Βουλής, η οποία δεν κατάφερε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία: δύο τρίτων, δύο τρίτων, τριών πέμπτων, τριών πέμπτων, του όλου αριθμού των βουλευτών. Ο νομικός κανόνας αφορά το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία, όχι τον τρόπο και τις πολιτικές διεργασίες με τις οποίες θα επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό. Από το άρθρο 32 Συντ. προκύπτει όμως και ένας κανόνας συνταγματικής ορθότητας: ότι κατά το Σύνταγμα είναι επιθυμητό να γίνεται μία σοβαρή προσπάθεια εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας κοινής εμπιστοσύνης από την υπάρχουσα Βουλή, μετά από συνεννόηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας με την αντιπολίτευση, κατά προτίμηση με όλες τις πολιτικές δυνάμεις που τη συγκροτούν και όχι μόνο ένα μέρος της, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η «συνθετική» αντιπροσωπευτικότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας ως εκφραστή της εθνικής ενότητας. Η υποχρεωτική διάλυση της Βουλής θεσπίζεται ακριβώς για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για «να είναι δυνατόν, εν όψει αυτής, να γίνεται μια σοβαρά προσπάθεια εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας» [στις τρεις πρώτες ψηφοφορίες] (έτσι ο Κ. Τσάτσος, κατά τη συνεδρίαση ΠΘ΄ της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, 20.5.1975, Επίσημα Πρακτικά Βουλής, σ. 943). Όπως και κάθε άλλος κανόνας συνταγματικής ορθότητας, ο κανόνας αυτός έχει μία ηθικο-πολιτική δεσμευτικότητα prima facie: αυτός που αποφασίζει να μην τον τηρήσει είναι υποχρεωμένος να αποδείξει με πειστικό τρόπο ότι υπάρχουν αποχρώντες, κατά το Σύνταγμα, λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή του αυτή. Οι λόγοι αυτοί μετά την αναθεώρηση του 1986, που περιόρισε ουσιωδώς τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν σχετίζονται κατ’ ανάγκην με τα «προσωπικά χαρακτηριστικά» των υποψηφίων (κύρος, κομματική προέλευση, πολιτική βιογραφία, ιδεολογικός προσανατολισμός), αλλά μπορούν να αφορούν και γενικότερα «πολιτικά ζητήματα» (πρβλ. Λίνα Παπαδοπούλου, Οι εκλογές ως έσχατο μέσο, σε: «Ελευθεροτυπία», 29.7.2009).

3. Υπό το ισχύον Σύνταγμα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον εκλέγουν στην ουσία τα κόμματα. Η αντικατάσταση της μυστικής ψηφοφορίας από ονομαστική (φανερή) ψηφοφορία, με την αναθεώρηση του 1986, αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο τον «κοινοβουλευτικό» χαρακτήρα της σχετικής διαδικασίας, καθιστώντας ασφυκτικό τον έλεγχό της από τα κόμματα. Παράλληλα, η κατά το άρθρο 32 § 4 Συντ. υποχρεωτική διάλυση της Βουλής μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία, ρύθμιση που έμεινε ίδια και απαράλλακτη τόσο στην αναθεώρηση του 1986 όσο και σε εκείνη του 2001, δίνει την ευκαιρία στα κόμματα και ιδίως στα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, να εντάξουν το «παιχνίδι της προεδρικής εκλογής» στους πολιτικούς και εκλογικούς τους υπολογισμούς. Ότι η διάταξη αυτή έδινε το δικαίωμα στην κυβερνητική πλειοψηφία ή στην αντιπολίτευση –αν διέθετε 121 βουλευτές- να προκαλέσουν διάλυση της Βουλής και νέες εκλογές, όχι διότι πραγματικά διαφωνούσαν για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά διότι προσδοκούσαν το ίδιο ή καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα στη νέα εκλογική αναμέτρηση -η κυβερνητική πλειοψηφία- ή ανατροπή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων -η αντιπολίτευση-, είχε γίνει πλήρως αντιληπτό ήδη από το 1975, όταν η διάταξη αυτή συζητήθηκε στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή. Στην πραγματικότητα, το πιθανότερο είναι την ευκαιρία αυτή να θέλει να την αξιοποιήσει κυρίως η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. Όπως ήδη σημειώθηκε, μία τέτοια στάση είναι αντίθετη με τον κανόνα συνταγματικής ορθότητας για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω (υπό 2), εκτός εάν υπάρχουν συνταγματικά αποχρώντες λόγοι που τη δικαιολογούν. Ένας τέτοιος λόγος υπάρχει όταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας συμπίπτει με το τελευταίο εξάμηνο ή τρίμηνο (πρβλ. άρθρο 85 του ιταλικού Συντάγματος) της κοινοβουλευτικής περιόδου. Μία εκπνέουσα Βουλή δεν έχει την απαιτούμενη πολιτική νομιμοποίηση για να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τέτοιον λόγο συνιστά και η επιγενόμενη προφανής δυσαρμονία μεταξύ της υπάρχουσας Βουλής και του λαϊκού αισθήματος, όταν υπάρχουν σοβαρές, αντικειμενικές και διαρκείς ενδείξεις που την επιβεβαιώνουν. Στην περίπτωση αυτή, η αξιωματική αντιπολίτευση, επικαλούμενη την υπέρτατη αρχή του Συντάγματος, δηλαδή την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία υπαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη μεγαλύτερη δυνατή ανταπόκριση μεταξύ Βουλής και λαού, έχει για τον λόγο αυτόν επαρκή δικαιολογία να αμφισβητήσει τη νομιμοποίηση της υπάρχουσας Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να προκαλέσει νέες εκλογές –αν μπορεί από μόνη της ή μαζί με άλλα κόμματα της μειοψηφίας να εμποδίσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκλογής στην υπάρχουσα Βουλή. Η άποψη ότι το Σύνταγμα θέλει την κυβερνητική σταθερότητα και για τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπει μια τέτοια χρήση του άρθρου 32 Συντ. (έτσι ο Γ. Κασιμάτης, στη συνέντευξή του στο «Παρόν», 12.7.2009, παραβλέπει ότι σπουδαιότερη ακόμα συνταγματική αξία από την κυβερνητική σταθερότητα έχει η αρχή της μεγαλύτερης δυνατής ανταπόκρισης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, που βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής. Αν η διάγνωση και η πρόγνωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την εξέλιξη των πολιτικών σχέσεων είναι σωστή, αυτό θα το κρίνει η λαϊκή ετυμηγορία. Είναι πάντως φανερό ότι το επιχείρημα της απώλειας της αντιπροσωπευτικότητας της υπάρχουσας Βουλής ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά, εφόσον βέβαια έχει πραγματικό έρεισμα, μόνο αν έχει παρέλθει ικανός χρόνος από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές -τουλάχιστον δύο έτη- και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας βρίσκεται επί θύραις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: