Η εκλογή του Προέδρου και το «πραγματικό Σύνταγμα»
Γιώργου Κατρούγκαλου
Αν. καθηγητή ΔΠΘ

Το Σύνταγμα είναι η αρχή και το κέντρο των νόμων.

Κάθε θεσμός που δεν πηγάζει από το Σύνταγμα είναι τυραννία.

Να γιατί οι αστικοί νόμοι, οι πολιτικοί νόμοι, οι νόμοι του δικαίου των ανθρώπων πρέπει να είναι θετικοί

(να θεσπίζονται σύμφωνα με τη συνταγματική διαδικασία)

και να μην αφήνουν περιθώριο ούτε στις φαντασιώσεις, ούτε στις προκαταλήψεις κανενός.

ΣΑΙΝ ΖΥΣΤ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Λίγο πριν τον Αύγουστο, «που δεν υπάρχουν ειδήσεις», ανέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία το θέμα της συνταγματικότητας των χειρισμών του ΠΑΣΟΚ για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ήδη δεν αποφύγαμε (αν και όχι στην οξύτητα της περιόδου της «ψήφου Αλευρά») μια –κατά τη γνώμη μου- υπερβολική ένταση και προσωποποίηση της συζήτησης, μερικές φορές στα όρια της ad hominem πολεμικής. Θεωρώ, λοιπόν, ότι για να μην αναπτύσσονται παράλληλοι μονόλογοι και διαφορετικής ποιότητας επιχειρήματα (συνταγματικά, δικαιοπολιτικά, πολιτικά) είναι αναγκαίο αρχικά να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα μεθόδου (τα οποία δεν αφορούν μόνον τη μέθοδο, αλλά δηλώνουν, ουσιαστικά, και την προερμηνευτική επιλογή του ερμηνευτή).

1. Δεν υπάρχει χώρος μεταξύ της νομικής και πολιτικής λειτουργίας του Συντάγματος για την παρεισαγωγή ενός ενδιαμέσου επιπέδου, της «συνταγματικής ευπρέπειας». Οι κατασκευές του ιταλικού συνταγματικού δικαίου περί correttezza costituzionale, ως κανόνων με «ασθενέστερη ηθικο-πολιτική δεσμευτικότητα σε σχέση με τις συνθήκες του πολιτεύματος, με την έννοια ότι μπορούν να παραμεριστούν εάν υπάρχει συνταγματικά αποχρών λόγος για την απόκλιση από αυτούς»1, είναι εντελώς ξένες στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο και δεν μπορώ να βρω κάποια ωφέλεια από την όψιμη εμφύτευσή τους. Νομίζω, αντιθέτως, ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση, εφόσον στα καθ’ ημάς η θεωρία δεν μπορεί ακόμη να συμφωνήσει ούτε στην ύπαρξη ή όχι συνταγματικού εθίμου2. Ας αρκεστούμε στην έννοια της αξιοπιστίας ως κριτήριο ουσιαστικής νομιμοποίησης της πολιτικής συμπεριφοράς, όπως την έχει προτείνει ο Δ. Τσάτσος: «η πολιτική αξιοπιστία σημαίνει την εμπιστοσύνη που προκαλεί η πολιτική και θεσμική πράξη όταν ο δηλούμενος ρόλος είναι και ο αληθινός, δηλαδή ο θεσμικά ηθελημένος» 3.

Άλλωστε, και οι συνθήκες πολιτεύματος («ισχυρότερες», υποτίθεται, από την correttezza) δεν αποτελούν κανόνες νομικά δεσμευτικούς. Υπενθυμίζεται ότι ως συνθήκη πολιτεύματος θεωρείται στην κλασική αγγλική θεωρία το άτυπο modus vivendi μεταξύ δύο φορέων δημόσιας εξουσίας που δεν αποτελεί κανόνα δικαίου και δεν έχει νομική δεσμευτικότητα4. Δεν αποτελούν, συνεπώς, παρά μόνον αποκρυσταλλώσεις της συνταγματικής πρακτικής. Στο ηπειρωτικό δίκαιο δεν θεωρούνται τίποτα παραπάνω από «άγουρο έθιμο.» Ακόμη και στη Μ. Βρετανία, όμως, η επιλεκτική εφαρμογή5 ή και η εγκατάλειψή τους6 ήταν πάντα ανοικτή στην πολιτική συγκυρία.

Συνεπώς, η εφαρμογή ενός συνταγματικού κανόνα μπορεί να είναι νομικά ορθή ή εσφαλμένη, ποτέ όμως «ευπρεπής» ή «απρεπής». Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική που απορρέει από την εφαρμογή του κανόνα μπορεί να είναι συνταγματική ή αντισυνταγματική, όχι όμως συνταγματική μεν αλλά ανάρμοστη. Άλλωστε, και η πολιτική αντιπαράθεση δεν βασίζεται σε κριτήρια ευπρέπειας και οι πολιτικές πράξεις δεν κρίνονται ως «ανάρμοστες» (ανάρμοστες σε τι;) αλλά με το πολιτικό φορτίο που τους αναλογεί (ποιόν ωφελούν;) και την αξιοπιστία της εφαρμογής τους.

2. Η ορθή ή εσφαλμένη εφαρμογή ενός συνταγματικού κανόνα (με άλλα λόγια ο χαρακτηρισμός μιας πολιτικής πρακτικής ως συνταγματικής ή αντισυνταγματικής) δεν είναι, προφανώς, θέμα απλώς του γράμματος του Συντάγματος. Γλαφυρά το περιγράφει ο Α. Μανιτάκης: «Σύνταγμα είναι αυτό που γίνεται και όχι αυτό που είναι. Το συνταγματικό «είναι» διαμορφώνεται ή γίνεται διαρκώς και αενάως μέσα από αυτό και με βάση αυτό που «είναι» ή «υπάρχει» κάθε φορά. Δεν ισχύει, άλλωστε, επειδή κάποιες δυνάμεις κάποτε το θέλησαν, αλλά επειδή κάποιοι σήμερα το στηρίζουν, το αποδέχονται, το ερμηνεύουν και συμμορφώνονται προς τις εντολές του.7» Άλλωστε, ο κατ’ εξοχήν πολιτικός χαρακτήρας της ύλης που ρυθμίζεται από το Σύνταγμα και το γεγονός ότι αυτό τυποποιεί ρυθμίσεις που ανταποκρίνονται συχνά σε συγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα συνεπάγεται την έλλειψη μονολιθικότητας του τόσο σε οντολογικό επίπεδο, όσο και σε γνωσιολογικό επίπεδο, στο επίπεδο της ερμηνείας.

Η πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, επομένως, ανάμεσα από πολλές συνταγματικά θεμιτές ή ανεκτές επιλογές αποκρυσταλλώνει ιστορικά (άρα αέναα, «παλίμψηστα») το «πραγματικό Σύνταγμα». Η συγκεκριμένη νοηματοδότηση των συνταγματικών αρχών και αξιών, όπως και κάθε, σχεδόν, περίπτωση σταθμίσεων και συγκρούσεων στην κορυφή της ιεραρχικής κλίμακας της έννομης τάξης, δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω της υιοθέτησης μιας «καθαρής» νομικής (τυπικής) λογικής, ακριβώς γιατί προϋποθέτει και πολιτικής υφής σταθμίσεις. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι δυνατές πολιτικές επιλογές είναι συνταγματικές. Τα όρια του συνταγματικά ορθού ορίζονται, κυρίως, από τις εξής παραμέτρους:

* Το γράμμα της διατύπωσης της συνταγματικής διάταξης,

* Τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος και την πρακτική εναρμόνιση της με άλλες ανάλογες ρυθμίσεις. Σε τελευταία ανάλυση, πάντως, καθοριστικότερη παράμετρος παραμένει

* Η Δημοκρατική αρχή, προεχόντως ως αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

3. Μια αναγκαία παρατήρηση για την «εργαλειακή» -σε αντιπαράθεση με την «αξιακή» ερμηνεία του Συντάγματος και την υποτιθέμενη σύγκρουση, επ’αυτού, «θετικιστών» και «αντιθετικιστών». Είναι αλήθεια ότι το Δίκαιο εν γένει –και κατ’εξοχήν το Συνταγματικό, ως το πολιτικότερο δίκαιο, είναι αξιακό, με την έννοια ότι αντανακλά και τυποποιεί τις κρατούσες κοινωνικά αξίες. Συνταγματικές αξίες και αρχές, όπως αυτές της ισότητας, της προστασίας της ανθρώπινης αξίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, νοηματοδοτούν το σύνολο των υπαρχόντων κανόνων δικαίου, χρησιμεύοντας ερμηνευτικά για την αποσαφήνιση του περιεχομένου τους. Ειδικά οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, άλλωστε, σε αντίθεση με τους κανόνες δικαίου με στενή έννοια, δεν επιτρέπουν απλώς ή απαγορεύουν κάτι. Αποτελούν δεοντικές προσταγές που θέτουν σκοπούς οι οποίοι πραγματώνονται σταδιακά και σε συνάρτηση ή στάθμιση με άλλες συμπληρωματικές ή αντιθετικές αρχές8. Με άλλα λόγια, λειτουργούν ως συνταγματικοί μετακανόνες9, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται αυτοτελώς, αλλά χρησιμοποιούνται για την ερμηνευτική αξιοποίηση άλλων συγκεκριμένων θετικών κανόνων. Για τον λόγο αυτό η νομική με την ιδεολογική τους λειτουργία συμπλέκονται τόσο στενά που συχνά δεν μπορούν να διακριθούν.

Τούτο δεν σημαίνει, όμως, ότι κάθε συνταγματική διάταξη –ούτε καν κάθε θεμελιώδης συνταγματική αρχή- έχει ίδιο, αυτοτελές αξιακό περιεχόμενο, με την έννοια ότι η πραγμάτωση της αποτελεί συνταγματικό αυτοσκοπό. Υπάρχουν διατάξεις «συνταγματικής μηχανικής» που αποτελούν απλώς εργαλεία, μέσα για την επίτευξη ενός συνταγματικού σκοπού ή μιας συνταγματικής αξίας πέραν από αυτές. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου ή του κοινωνικού κράτους, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αν και θεμελιώδης, έχει κυρίως εργαλειακό χαρακτήρα10, κατατείνοντας στην διατήρηση και πραγμάτωση άλλων συνταγματικών σκοπών ή αρχών, κυρίως στην πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό, παρά τα όσα γράφτηκαν σχετικά11, η παρούσα συζήτηση δεν αφορά στη σύγκρουση αντιθετικισμού (ή «αρχών») και θετικισμού (ή «κανόνων»).

4. Με βάση τις παραπάνω μεθοδολογικές αποδοχές, πρέπει να εξεταστούν και τα όρια των συνταγματικά ανεκτών επιλογών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 32, όπως και ο συνταγματικός σκοπός που αυτός υπηρετεί. Αντίθετα με ό,τι ευρέως φαίνεται να γίνεται αποδεκτό, προσωπικά δεν θεωρώ ότι η ratio της διάταξης (όπως τη θέλησε ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης) είναι η εκλογή Προέδρου με αυξημένη, συναινετική πλειοψηφία, με άλλα λόγια ότι ο σκοπός της ρύθμισης είναι η εξασφάλιση ευρείας κοινοβουλευτικής αποδοχής στο πρόσωπο του αρχηγού του Κράτους. Η συναίνεση αποτελεί απλώς μέσο (και μάλιστα ένα από τα πιθανά μέσα) για την επίτευξη του πραγματικού σκοπού, που είναι η εκλογή ισχυρού πολιτικά Προέδρου της Δημοκρατίας, ικανού να ασκήσει αποτελεσματικά την αρμοδιότητα του Ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, εάν δεν επιτευχθεί η αυξημένη αρχική πλειοψηφία, η Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές μπορεί να αναδείξει Πρόεδρο με πλειοψηφία απλώς 151 βουλευτών. Τούτο δεν αποτελεί ούτε «κύρωση» προς τη Βουλή, όπως γράφει ο Α. Μανιτάκης12, ούτε έσχατο μέσο για την αποφυγή του πολιτικού αδιεξόδου, όπως γράφει η Λ. Παπαδοπούλου13, αλλά έναν άλλο τρόπο (πέραν της συναίνεσης) για την ανάδειξη, μέσω της οιονεί «άμεσης» εκλογής, ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας.

Όπως όμως θα δειχθεί παρακάτω, η πολιτική πρακτική της εικοσαετίας ακολούθησε δύο διαφορετικούς δρόμους, κανένας από τους οποίους δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη ratio της συνταγματικής ρύθμισης, όπως φαίνεται να την θέλησε ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης.

5. Η συνταγματική πρακτική της τελευταίας εικοσαετίας αποτύπωσε δύο τύπους πολιτικής συμπεριφοράς: Όταν τα κόμματα θεωρούν ότι η Βουλή βρίσκεται σε δυσαρμονία με τους τρέχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στο εκλογικό σώμα προκαλούν εκλογές (η τρέχουσα περίπτωση και η περίπτωση της εκλογής Καραμανλή το 1990, αν και τότε η Νέα Δημοκρατία ήταν πρώτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά χωρίς αυτοδυναμία14). Όταν, αντιθέτως, προβλέπουν ότι η κυβέρνηση που έχει την εξουσία κατά πάσα πιθανότητα θα επανεκλεγεί, συγκατατίθενται στην εκλογή ενός πολιτικού που προέρχεται από το αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο.

Παρά τις προσδοκίες του συντακτικού νομοθέτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται στην δεύτερη περίπτωση, ακόμη και όταν εγγίζει την σχεδόν παμψηφία, όπως στην εκλογή Παπούλια (282 ψήφοι!), δεν οδηγεί στην ανάδειξη ισχυρών Προέδρων. Και τούτο γιατί, όχι η «πονηρία της συνταγματικής ιστορίας» αλλά η πονηριά των Ελλήνων πολιτικών, οδηγεί, τελικά, στην εκλογή ανδρών με υψηλό μεν ηθικό ανάστημα, αποτυχημένων όμως πολιτικά και σε σχέσεις ψυχρότητας με το φυσικό πολιτικό τους χώρο. (Ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε διαλύσει το κόμμα του -ΔΗ.ΑΝΑ.- επειδή στις βουλευτικές εκλογές του 1993 δεν είχε εκλέξει κανένα βουλευτή, ο Κ. Παπούλιας επίσης δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 2004.)

Η επιλογή αυτή των αρχηγών των κυβερνητικών κομμάτων είναι σκόπιμη και στοχεύει ακριβώς στην ανάδειξη αδύναμων Προέδρων. Παρά την υψηλή τους πολιτική δημοφιλία και το εύρος της (κατασκευασμένης) κοινοβουλευτικής αποδοχής τους, οι εν λόγω Πρόεδροι δεν έχουν ίδιο και αυτοτελές πολιτικό κεφάλαιο, πράγμα αναγκαίο για την προσωπική πολιτική νομιμοποίηση κάθε πραγματικού ηγέτη ή statesman. Περαιτέρω, οι δεσμοί με το πολιτικό στρατόπεδο προέλευσης τους, αν δεν είχαν οριστικά διαρραγεί, όπως στην περίπτωση Στεφανόπουλου, πλησίαζαν αυτό το σημείο (περίπτωση Παπούλια), οπότε και η εκείθεν υποστήριξη τολμηρών επιλογών κάθε άλλο παρά δεδομένη ήταν. Η εκλογή τους, συνεπώς, συνιστούσε σκόπιμο πολιτικό ελιγμό και όχι μια «αυτονόητη» επιλογή, όπως αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και οι δύο όφειλαν την διάσωση τους από την πολιτική αφάνεια και αποστρατεία (πραγματική νεκρανάσταση!) όχι στο πολιτικό τους βάρος αλλά στους υπολογισμούς του ηγέτη του αντίπαλου κόμματος.

Ενόψει των παραπάνω, ελλείψει κάθε αυτόφωτης πολιτικής επιρροής στο εκλογικό σώμα, ήταν αναμενόμενο η θητεία τους να είναι χαμηλού προφίλ, χωρίς διάθεση –και, κυρίως, χωρίς πολιτική δυνατότητα, - σύγκρουσης ούτε με τους πρώην αντιπάλους και νυν ευεργέτες ούτε με τον χώρο της πολιτικής τους προέλευσης, εάν εναλλάσσονταν στην εξουσία. Και οι δύο επιλογές θα απαιτούσαν Ταλλευράνδειο αμοραλισμό που και οι δύο άντρες εξορισμού δεν διαθέτουν. (Τα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας τους οφείλονται στην αντίληψη που έχει –ορθά- διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη περί της ακεραιότητας και τιμιότητας τους. Προφανώς, όμως, αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται προσόντα κοινού τόπου για όλους τους ασχολούμενους με τα κοινά, όχι λόγοι εκλογής στο ανώτατο αξίωμα. Η υψηλή δημοφιλία παρόμοιων πολιτικών αποτελεί ταυτόχρονα απόδειξη της κρίσης του πολιτικού συστήματος και πηγή περαιτέρω υπονόμευσης του: Ενισχύει το στερεότυπο –δυστυχώς όχι εκτός πραγματικότητας-15 της γενικευμένης διαφθοράς των πολιτικών και της πολιτικής, γενικότερα.)

Κατ’αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε μια συνταγματική πρακτική κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν άσκησε, για παράδειγμα, ποτέ την αρμοδιότητα του για αναπομπή νομοσχεδίου, λες και δεν υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις τυπικής αντισυνταγματικότητας νόμων και αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε κάθε πρόταση πρόωρης διάλυσης της Βουλής για υποτιθέμενη αντιμετώπιση «εθνικού θέματος», όσο προδήλως αστήρικτη και αντισυνταγματική και να ήταν η πρόταση αυτή.

6. Ας αξιολογήσουμε, λοιπόν, με βάση τις ανωτέρω μεθοδολογικές παρατηρήσεις και αποδοχές την εξαγγελία ΠΑΣΟΚ για τη μεθοδευμένη, μέσω της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, προσφυγή στις κάλπες. Κατ’αρχάς, η συγκεκριμένη προαναγγελθείσα πρακτική προφανώς δεν είναι αντίθετη με το γράμμα του άρθρου 32 του Συντάγματος. Περαιτέρω, η επιλογή αυτή δεν αποτελεί κυρίως, όπως γράφει ο Μανιτάκης, «το μοναδικό θεσμικό αντίβαρο που διαθέτει η αντιπολίτευση για να αντισταθμίσει τη θεσμική παντοδυναμία, που απόκτησε η κυβερνητική πλειοψηφία μετά την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου»16, στο πλαίσιο της εξισορρόπησης της σχέσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης.

Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η κοινοβουλευτική αρχή αλλά η ίδια η δημοκρατική αρχή, υπό την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, που νομιμοποιεί συνταγματικά την πρακτική αυτή. Η ύπαρξη προφανούς δυσαρμονίας της σύνθεσης της Βουλής με το εκλογικό σώμα, ακόμη και εάν είναι ανεκτή στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος, βρίσκεται, πάντως, σε πρόδηλη ένταση με την δημοκρατική αρχή. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η οιονεί κοινοβουλευτική μορφή διάλυσης της Βουλής αναβιώνει με άλλη, δημοκρατικότερη μορφή, τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος, καλύπτοντας το κενό της κατάργησης από την αναθεώρηση του 1986 της ανάλογης Προεδρικής προνομίας για διάλυση της Βουλής, μετά από απλή γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, όταν αυτή τελούσε σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα.

Εν κατακλείδι: Ούτε το γράμμα της ρύθμισης, ούτε η συνταγματική πρακτική, ούτε η συστηματική ενότητα του Συντάγματος, ούτε η δημοκρατική αρχή απαγορεύουν την προαναγγελθείσα πολιτική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ. Η πρακτική αυτή δεν συνιστά καταστρατήγηση του άρθρου 32, με την έννοια της «ενσυνείδητης χρήσης του τελευταίου για σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο τέθηκε»17, εφόσον ο σκοπός της ρύθμισης δεν είναι η ανάδειξη συναινετικού αλλά ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξάλλου, εάν η εργαλειοποίηση της υποψηφιότητάς του Προέδρου εκληφθεί από τον ίδιο –ή αντικειμενικά- ως «απρέπεια» στο πρόσωπο του –και όχι στο Σύνταγμα- έχει πάντα ανοικτή την οδό της παραίτησης από την υποψηφιότητα του.

1 Βλ. τη συμβολή του Χ. Ανθόπουλου, Προεδρική εκλογή και συνταγματική ορθότητα στο ιστολόγιο του Ομίλου μας.

2 Βλ., αντί άλλων, Γ. Κατρούγκαλου, Το Σύνταγμα, 3/1991, σελ.253-279.

3 Δ. Τσάτσου, Η πολιτική αξιοπιστία ως αρχή του Συντάγματος, Αντί 346, 1987 και ανάτυπο, βλ. του ίδιου, Von der Wurde des Staates zur Glaubwürdigkeit der Politik, Berlin, 1987, πρβλ. Γ. Τασόπουλου, Πολιτική αξιοπιστία και θεσμική συνέπεια, σε Α. Ανθόπουλου κ.α., Σύνταγμα και Ερμηνεία, Η συμβολή του Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 2008, σ. 93.

4 A.V.Dicey, Introduction Ζ l'etude du droit constitutionnel, Παρίσι, 1902, σ.350

5 Χαρακτηριστική η διαμάχη Κυβέρνησης και Βουλής των Λόρδων στις μεγάλες κρίσεις του 1906 και 1911, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η ψήφιση νόμων που συναντούσαν την αντίθεση της Επάνω Βουλής: η κυβέρνηση βασιζόταν στην συνθήκη του πολιτεύματος που επέβαλε την υπερίσχυση της γνώμης της Βουλής των Κοινοτήτων σε περίπτωση διαφωνίας των δύο νομοθετικών σωμάτων, οι Λόρδοι στη συνθήκη που ήθελε σε παρόμοια περίπτωση την διενέργεια εκλογών και την υποχρεωτική διάλυση της Κάτω Βουλής. Bλ. Ο.Beaud, Les conventions de la Constitution, Droits 3, 1986.125, σ.127.

6 Παράδειγμα αυτής της περίπτωσης η κάμψη της αρχής της συλλογικής ευθύνης της κυβέρνησης απέναντι στη βουλή που επέβαλαν λόγοι διατήρησης της κυβερνητικής ενότητας στις κρίσεις του 1932, 1975 και 1978. Πρβλ. Β. Uwanno, Les conventions de la Constitution, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Παρίσι Χ, 1982, σ.87.

7 Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, .σ 147 κ.ε.

8 Βλ. R. Αlexy, Τheorie der Grundrechte, Frankfurt a.Μ., 1986, σ. 146, J.R. Siekcmann, Regelmodelle und Ρrinzipienmodelle des Rechtsystems, Βaden-Βaden, 1990, σ. 52 κ.ε

9 Βλ. και Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 272 και Κεφάλαιο έκτο.

10 Πρβλ. E. Benda, Το κοινωνικό κράτος δικαίου (μτφ. Π. Τσούκα), Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1998, αρ. περ. 41.

11 Βλ. τη συμβολή του Τ. Βιδάλη στο σχετικό διάλογο.

12 Α. Μανιτάκη Παραβίαση του συντάγματος, καταστρατήγηση του Ή συνταγματική απρέπεια; Συμβολή στο ιστολόγοι του Ομίλου μας.

13 Λ. Παπαδοπούλου, Οι εκλογές ως έσχατο μέσο, σε: «Ελευθεροτυπία», 29.7.2009

14 Βλ. και τις σχετικές δηλώσεις στη Βουλή του Κ. Μητσοτάκη: «Από την ώρα που το Σύνταγμα (...) προβλέπει τη δυνατότητα, επ’ ευκαιρία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, είναι βέβαιον... ότι όλα τα κόμματα θα κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, αν πολιτικά πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν τον τόπο σε εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Ότι δήθεν παραβιάζουμε το Σύνταγμα, ότι δήθεν υποβιβάζουμε τον θεσμό». Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, 2000, σ. 280. Βλ. σχετικά Χ. Ανθόπουλου, Το «πολιτικό στοιχείο» της εκλογής Προέδρου, ΕΘΝΟΣ 1/7/2009.

15 Βλ. σχετικά Κ. Χρυσόγονου, Η ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2009.

16 Α. Μανιτάκη Παραβίαση του συντάγματος, καταστρατήγηση του Ή συνταγματική απρέπεια; Ibidem.

17 Βλ. σχετικά τη συμβολή του Γ. Γεραπετρίτη στο ιστολόγιο του Ομίλου μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: