Εσχατη μεν, λύση δε
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ*
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 26 Ιουλίου 2009
Η μη αξιοποίηση της δυνατότητας προσφυγής στα κάλπες, που δίνει το άρθρο 32 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει τα της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας, θα καθιστούσε την αντιπολίτευση συνυπεύθυνη για την παραμονή στην εξουσία της χειρότερης εκλεγμένης κυβέρνησης που είχε η χώρα μετά τον πόλεμο.
Δεν είναι δυνατόν το ΠΑΣΟΚ να απεμπολήσει αυτή τη δυνατότητα όταν η καταστρατήγηση των θεμελιωδών αξιών, που ορίζουν τη δημοκρατική ταυτότητα του Συντάγματος, χαρακτηρίζει εξόφθαλμα πλέον τη διακυβέρνηση της Ν.Δ. Τη στιγμή, δηλαδή, που έχει τεθεί αντικειμενικά πλέον ένα ύψιστο θέμα πολιτικής ευθύνης της αντιπολίτευσης.
Ως εκ τούτων, η προσφυγή στο λαό έχει απόλυτη προτεραιότητα και δεν θίγει την προσωπικότητα του προέδρου, του οποίου την επανεκλογή άλλωστε δεσμεύτηκε ότι θα υποστηρίξει το ΠΑΣΟΚ, ως πλειοψηφία. Πρόκειται για «θεσμική εκτροπή» (Κασιμάτης); Καθιστά η πρόθεση αυτή το Σύνταγμα «ερμηνευτικό περίγελο» (Τσάτσος); Είναι «τα μόνα θεμιτά κριτήρια για την εκλογή προέδρου αυτά που αφορούν την προσωπικότητα και πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου» (Τσάτσος); Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της διάταξης;
Στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 41, παρ. 1), προβλεπόταν ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, αν διαπίστωνε δυσαρμονία μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και βούλησης του εκλογικού σώματος, είχε την αρμοδιότητα να διαλύσει τη Βουλή, ώστε η κάλπη να διορθώσει αυτή την αναντιστοιχία. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 1986 ήταν να καταργηθούν αυτές οι «υπερεξουσίες» και να περάσει στη Βουλή αυτή η καθοριστική αρμοδιότητα, υπό την έννοια όμως ότι η ίδια η διαδικασία της εκλογής προέδρου αναδεικνύει σε δείκτη δυσαρμονίας μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και λαϊκής βούλησης την αδυναμία εκλογής προέδρου και προβλέπει προσφυγή στις κάλπες, ώστε να λυθεί αυτή η αντίφαση. Η αναθεώρηση, δηλαδή, ανέδειξε την αντιμετώπιση της πιθανής αναντιστοιχίας μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και λαού ως ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της διαδικασίας εκλογής προέδρου.
Ακόμη και αν επικεντρώσουμε το νόημα της συγκεκριμένης διάταξης στην επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης στο πρόσωπο του προέδρου, αφού η αναζήτηση της μέγιστης δυνατής συναίνεσης, μη επιτευχθείσα στην υπάρχουσα Βουλή, ολοκληρώνεται και επισφραγίζεται με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, ουδόλως θίγεται το κύρος του θεσμού του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται με την ανανέωση της λαϊκής εντολής ως της τελικής και αυθεντικής νομιμοποιητικής βάσης και της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά η αναθεώρηση ενέταξε στο σώμα του Συντάγματος μια επιπλέον θεσμική δυνατότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Πλέον, δηλαδή, των ρητώς προβλεπομένων τεσσάρων λόγων, εκ των οποίων η ανανέωση της λαϊκής εντολής λόγω εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας έχει υποστεί την περισσότερο προσχηματική χρήση.
Αυτή η επιπλέον δυνατότητα λειτουργεί ως αντικειμενικό «αντίβαρο» σε μια κυβερνητική πλειοψηφία η οποία έχει χάσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, εφόσον διαμορφώνει συνθήκες υποχρεωτικής προσαρμογής των κομμάτων στα αριθμητικά δεδομένα. Ουδείς θα διακινδύνευε προσφυγή στην εκλογική αναμέτρηση αν δεν ήταν σίγουρος ότι θα είχε την εμπιστοσύνη των εκλογέων. Αρα, οι διατάξεις του άρθρου 32, αφού προβλέπουν εκλογές, έστω και ως «έσχατο μέσο λύσης» (Τσάτσος), αναφέρονται όχι αποκλειστικά στο πρόσωπο του υποψηφίου, αλλά και στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δημοκρατικής αρχής.
Τελικά, δεν είναι δυνατόν τη στιγμή που με το νέο ΠΔ 81/09 για τους μετανάστες εξευτελίζεται η θεμελιώδης έννοια σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (Σ. άρθρο 2 παρ. 1), τη στιγμή που η γνωμοδότηση Σανιδά ανατρέπει κάθε έννοια προστασίας της ελεύθερης επικοινωνίας (Σ. άρθρο 19), τη στιγμή που η κατά το δοκούν απόσυρση των βουλευτών της πλειοψηφίας και το κλείσιμο της Βουλής αναιρούν κάθε έννοια λογοδοσίας, να εγκλωβιζόμαστε σε μια συζήτηση περί «θεσμικής εκτροπής» όταν στην πράξη θίγονται πλέον τα αξιακά θεμέλια του Συντάγματος ενώπιον μιας κυβέρνησης «παραπλανηθέντων» υπουργών την οποία εγγυάται ο κ. Παυλίδης. Ας σταματήσουμε, έστω αυτή την κρίσιμη στιγμή, να προκρίνουμε τον σεβασμό των οργανωτικών διατάξεων του Συντάγματος, έναντι του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία νομιμοποιούν τη Δημοκρατία μας ως τέτοια.
*Ο ΔΗΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ είναι καθηγητής Πολ. Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Ελλ. Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου