Λίνα Παπαδοπούλου: «Έσχατο μέσο» για ριζική πολιτική διαφωνία οι εκλογές


Οι εκλογές ως «έσχατο μέσο»

Της Λίνας Παπαδοπούλου

Λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου, Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Επιτρέπεται συνταγματικά η άρνηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπερψηφίσει τον προτεινόμενο από την Κυβέρνηση -και αποδεκτό από την ίδια- Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να προκαλέσει εθνικές εκλογές; Στο ερώτημα αυτό συνοψίζεται η διαφωνία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 32 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την προκήρυξη εκλογών σε περίπτωση που κανείς των προτεινόμενων από τα πολιτικά κόμματα υποψηφίων δεν συγκεντρώσει τα δύο τρίτα (στην πρώτη και δεύτερη ψηφοφορία) ή τα τρία πέμπτα (στην τρίτη ψηφοφορία) του όλου αριθμού των βουλευτών.

«Οι πρόωρες εκλογές είναι αυτές που τίθενται στη διάθεση μιας προεδρικής εκλογής ως ultimum remedium. Δηλαδή, ως ‘έσχατο μέσο λύσης’», υπογραμμίζει ορθώς ο κορυφαίος Έλληνας και Ευρωπαίος συνταγματολόγος καθηγητής κ. Δ. Θ. Τσάτσος. (Καθημερινή τη Κυριακής, 19/07/2009). Αποτελεί, όμως, αποκλειστικά και μόνο η «προσωπικότητα και η πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου για το ύπατο αξίωμα της χώρας» (Γ. Κασιμάτης, Το Παρόν 12/07/2009) το κριτήριο που επιτρέπει άρνηση σύμπραξης και πρόκληση εκλογών; Η αρνητική απάντηση φαντάζει σχεδόν αυτονόητη. Θα υποτιμούσε τόσο τη λογική όσο και έναν ολόκληρο λαό να δεχτεί κανείς ότι σε μία δεδομένη στιγμή δεν υπάρχει, δεν μπορεί να βρεθεί, ούτε ένας άνθρωπος, Έλληνας ή Ελληνίδα από το χώρο της πολιτικής, της διανόησης, του πολιτισμού, αφενός πολιτικά κατάλληλος και αφετέρου αποδεκτός από το απαιτούμενο συνταγματικά φάσμα πολιτικών δυνάμεων.

Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί ρυθμιστικό και συμβολικό ρόλο, σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος, και μόνον σε οριακές και σπάνιες περιπτώσεις διαθέτει μια ελάχιστη διακριτική ευχέρεια πολιτικών χειρισμών (π.χ. προεδρική διάλυση Βουλής αν έχουν καταψηφιστεί ή παραιτηθεί δύο κυβερνήσεις και η Βουλή δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα, αναπομπή νομοσχεδίου, επιλογή του Πρωθυπουργού υπηρεσιακής εκλογικής Κυβέρνησης από τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας). Το «πολιτικά ανεύθυνο» του Προέδρου της Δημοκρατίας και οι συνταγματικά περιορισμένες και ονομαστικά προσδιορισμένες αρμοδιότητές του διευκολύνουν αισθητά την ανεύρεση κατάλληλου προσώπου και την καθιστούν σε κάθε περίπτωση δυνατή – εφόσον είναι και πολιτικά επιθυμητή.

Αν, αντιθέτως, το Σύνταγμα έθετε την προσωπικότητα του υποψηφίου Προέδρου ως το μόνο κριτήριο συμφωνίας, θα όριζε συνεχείς διαβουλεύσεις και διερεύνηση πιθανών υποψηφιοτήτων και δεν θα προέβλεπε ως θεσμική δυνατότητα τη διεξαγωγή εκλογών. Προς αυτή την κατεύθυνση, εξάλλου, κινούνταν η πρόταση του ΠΑΣΟΚ κατά τη διαδικασία των δύο τελευταίων συνταγματικών αναθεωρήσεων για αναθεώρηση του άρθρου 32 Συντ., η οποία δεν έγινε δεκτή από την Νέα Δημοκρατία. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν συνταγματικά θεμιτή ούτε η εκ των προτέρων άρνηση του ΚΚΕ να συμπράξει με τα «αστικά» κόμματα για την εκλογή Προέδρου, ανεξάρτητα από την προσωπικότητα των υποψηφίων.

Από τα προηγούμενα συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπό το ισχύον Σύνταγμα -και ανεξάρτητα από τη δικαιοπολιτική ανάγκη αναθεώρησής του, ή ίσως και επιβεβαιώνοντάς την - η διαφωνία των κομμάτων που οδηγεί στην προκήρυξη εκλογών ως «έσχατο μέσο λύσης» είναι πάντοτε και κατ’ ανάγκη πολιτική, ενώ η διαφωνία επί του προσώπου είναι σε κάθε περίπτωση προσχηματική. Και βέβαια η πολιτική διαφωνία, ως συνταγματικά θεμιτή, δεν υποχρεούται να ενδύεται ψευδώς το μανδύα της διαφωνίας επί των προσώπων. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η προσφυγή στις κάλπες προβλέπεται ως «έσχατη λύση» σημαίνει ότι δεν πρέπει να προκαλείται από την καθημερινή και αναμενόμενη τρέχουσα διαφωνία μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αλλά από μια βαθιά, ριζική και αναφερόμενη στην ίδια τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και το περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής διαφωνία που ως τέτοια γνωρίζει μία μόνον -έσχατη- λύση, την αναγωγή στη λαϊκή βούληση.

Στην προκείμενη περίπτωση η ριζική διαφωνία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης πηγάζει από την πεποίθησή της ότι η παρούσα Κυβέρνηση δεν πορεύτηκε εντός του πλαισίου της συνταγματικής ορθότητας ή/και νομιμότητας: αποδυνάμωσε τις ανεξάρτητες αρχές και την αξιοκρατία, υπέσκαψε τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος τόσο στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής προκαλώντας την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και κατά την ψηφοφορία με την εξαφάνιση ψηφοδελτίων σε τσέπες ψηφολεκτών και την αντικατάστασή τους με άλλα, απείχε από κρίσιμες ψηφοφορίες για τη σύσταση ειδικών ανακριτικών επιτροπών από φόβο διαρροών δικών της βουλευτών, έκλεισε εσπευσμένα τη Βουλή για σίγουρη παραγραφή ποινικών ευθυνών υπουργών της στην οριακή ψήφο των οποίων στηρίζει αντιλαϊκά μέτρα, ψήφισε νόμο περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων σε θερινό τμήμα και γενικά πορεύτηκε και πορεύεται με τρόπο που συχνά υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η συνταγματική ορθότητα και τα κοινοβουλευτικά ήθη. Έχοντας έτσι απολέσει την ηθικοπολιτική της νομιμοποίηση και ευρισκόμενη έτσι σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, η Κυβέρνηση -κατά την κρίση πάντοτε του ΠΑΣΟΚ- δεν δικαιούται να κυβερνά (ή να επιβάλλει την ακυβερνησία).

Η κρίση ότι πρόκειται όντως για μια βαθιά και ριζική δικαιοπολιτική διαφωνία που δικαιολογεί την προσφυγή στην κατά το άρθρο 32 Συντ. έσχατη λύση των εκλογών είναι συνεπώς συνταγματικά θεμιτή. Ίσως μάλιστα και επιβεβλημένη, καθώς θα υπέσκαπτε το κύρος του εκλεγμένου Προέδρου μια επιδερμική συμφωνία επί του προσώπου μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που έχουν (ή πάντως θεμιτά επικαλούνται) τόσο θεμελιακές δικαιοπολιτικές διαφωνίες. Ταυτοχρόνως είναι κρίση πολιτειακής ευθύνης, κρίση πολιτική. Ως τέτοια θα κριθεί και αυτή στις εκλογές που το ΠΑΣΟΚ προτίθεται να προκαλέσει το Μάρτιο του 2010 … αν βέβαια αυτές δεν έχουν ήδη μέχρι τότε διεξαχθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: