Τελετές «πολιτικού γάμου»
μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου
Του Κώστα Χ. Χρυσόγονου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Οι πρόσφατες τελετές «πολιτικού γάμου» στο Δημαρχείο της Τήλου προκάλεσαν έντονη δημόσια συζήτηση. Το βασικό επιχείρημα υπέρ του κύρους των τελετών αυτών είναι ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου 1250/1982 κάνουν λόγο γενικά για τα «πρόσωπα» των μελλονύμφων, χωρίς να απαιτούν ρητά αυτοί να ανήκουν σε αντίθετα φύλα. Το επιχείρημα όμως αυτό είναι έωλο, επειδή η παραπάνω απαίτηση προκύπτει από την ίδια την έννοια του γάμου. Ο όρος «γάμος» δεν είναι κενός περιεχομένου, ώστε να μπορεί ο κάθε Δήμαρχος να τον (παρ)ερμηνεύσει κατά βούληση. Κατά την ίδια λογική του παραλόγου θα μπορούσε να τελεσθεί «γάμος» μεταξύ ενός σωματείου (!) και μιας γυναίκας, αφού το σωματείο είναι νομικό πρόσωπο και η προαναφερόμενη νομοθεσία κάνει λόγο γενικά για πρόσωπα και όχι περιοριστικά για φυσικά πρόσωπα. Τέτοιοι γάμοι είναι νομικά ανυπόστατοι. Στην ελληνική έννομη τάξη ως γάμος (είτε πολιτικός είτε θρησκευτικός) νοείται μια καταρχήν μόνιμη συμβίωση προσώπων αντιθέτου φύλου, χαρακτηριζόμενη από την ελεύθερη σύναψη, τη νομική αναγνώριση και ρύθμιση και την ισονομία των συζύγων. Με την έννοια αυτή προστατεύεται ο γάμος και από το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να καταργήσει το γάμο ούτε να μεταβάλει τα θεμελιώδη αυτά χαρακτηριστικά του.
Από τη συνταγματική προστασία του γάμου πάντως δεν μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής απαγόρευση κάθε νομοθετικής ρύθμισης ελεύθερων ενώσεων ή ακόμη και κάποιας μορφής νομικού δεσμού μεταξύ συμβιούντων ομοφυλοφίλων. Ο νομοθέτης είναι καταρχήν ελεύθερος να θεσπίσει ή να μη θεσπίσει διατάξεις σχετικές με παρόμοιες μορφές συμβίωσης, αφού αυτές ούτε προστατεύονται ούτε απαγορεύονται από το άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. Προστατεύεται βέβαια, τόσο από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ελευθερία ανάπτυξης και προσωπικότητας) όσο και από το άρθρο 8 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (σεβασμός του ιδιωτικού βίου) η σεξουαλική ελευθερία. Συνεπώς ο νομοθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει, ούτε να απειλήσει οποιασδήποτε μορφής κυρώσεις για σεξουαλικές δραστηριότητες που τελούνται ιδιωτικά μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, έστω και αν οι δραστηριότητες αυτές αποκλίνουν από τα κοινά παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται και δικαίωμα νομικής τυποποίησης παρόμοιων σχέσεων. Σημειωτέον ότι η αρχή της ισότητας των φύλων στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος αφορά, όπως γίνεται σαφές τόσο από τη γραμματική διατύπωσή της όσο και από το ιστορικό της θέσπισής της, την ισότητα ανδρών και γυναικών και ότι συνεπώς δεν μπορούν να βρουν έρεισμα σ’ αυτή δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Γενικότερα η τυχόν θέσπιση κάποιας μορφής ένωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων συνιστά ουσιώδη μεταβολή στη ισχύουσα ρύθμιση των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων. Αρμόδιος για κάτι τέτοιο είναι μόνο ο νομιμοποιημένος, από το σύνολο του εκλογικού σώματος, νομοθέτης (Βουλή) και όχι ο κάθε δημοτικός άρχοντας, που επιχειρεί, μέσω της παρερμηνείας των διατάξεων περί πολιτικού γάμου, να υφαρπάξει ουσιαστικά νομοθετική αρμοδιότητα.

ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ.
ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

Γ. Παπαδημητρίου
Καθηγητή Πανεπιστημίου. Βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ

I. Η Ελλάδα ανήκει, μαζί με την Ιταλία, στις τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν προβλέπουν το σύμφωνο συμβίωσης ως μορφή με την οποία δύο άνθρωποι επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους χωρίς γάμο. Η καθιέρωσή του θα δώσει διέξοδο σε όσους, για λόγους που αφορούν ιδίως τις ιδεολογικές προτιμήσεις τους, επιθυμούν να προσδώσουν στη συντροφική σχέση που τους ενώνει μονιμότερες συνέπειες. Σήμερα η συμβίωση χωρίς νομικό δεσμό δεν εγγυάται λ.χ. δικαιώματα διατροφής και ασφάλισης, δεν προβλέπει κληρονομικά δικαιώματα και δεν ρυθμίζει τις περιουσιακές τους σχέσεις.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με αντικειμενικές εκτιμήσεις περισσότεροι από εκατό χιλιάδες πολίτες φαίνεται να προσβλέπουν στο σύμφωνο συμβίωσης. Σε μία ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία, όπως η ελληνική, η καθιέρωσή του είναι προ πάντων ζήτημα αρχής. Εκτός αυτού, το ζήτημα τείνει να προσλάβει και σημαντικές ποσοτικές διαστάσεις. Οι λόγοι που οδήγησαν στη γενικευμένη υιοθέτησή του στον ευρωπαϊκό χώρο ισχύουν ασφαλώς και σε μας. Η κοινωνία έχει ωριμάσει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικά και είναι, νομίζω, σε θέση να παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή οικογένεια και να προωθεί τις αναγκαίες τομές για την πιο φιλελεύθερη οργάνωσή της.

II. Θα περίμενε κανείς, γι’ αυτό, ότι θα είχε ανακινηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η σχετική συζήτηση άρχισε ωστόσο με καθυστέρηση μόλις το 2004. Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκπονήθηκε το 2005 πρόταση νόμου για το «Σύμφωνο Συμβίωσης» με ευθύνη του αείμνηστου καθηγητή Γ. Κουμάντου και του συναδέλφου Ν.-Κ. Αλιβιζάτου. Αργότερα ο Υπουργός Δικαιοσύνης συνέστησε ομάδα εργασίας από έγκριτους νομικούς, η οποία επεξεργάστηκε και υπέβαλε το 2007 σχέδιο νόμου για το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης». Η βασική διαφορά μεταξύ της πρότασης και του σχεδίου νόμου τους είναι ότι η πρώτη ρυθμίζει την ελεύθερη συμβίωση ανεξαρτήτως φύλου, δηλαδή τόσο μεταξύ ετερόφυλων όσο και μεταξύ ομόφυλων. Το δεύτερο, αντίθετα, περιορίζεται στην ελεύθερη συμβίωση μόνο μεταξύ ετερόφυλων συντρόφων.
Την προοπτική αυτή, στην πιο προωθημένη εκδοχή της, υιοθέτησε το 2005 το ΠΑΣΟΚ, εγκαινιάζοντας μάλιστα μια σειρά εκδηλώσεων που θα συνέβαλαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετική πρόταση περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του 2007. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία, διαβλέποντας ότι δεν μπορεί να αγνοήσει το πρόβλημα, φαίνεται να προσανατολίζεται προς το παρόν στην υιοθέτηση του συμφώνου μόνο για ετερόφυλους συντρόφους.
Στον αντίποδα φαίνεται ότι βρίσκεται η Εκκλησία της Ελλάδος, με σημαντικές πάντως εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ένα μεγάλο επίσης μέρος της κοινωνίας, που εμφορείται από συντηρητικές αντιλήψεις, αντιμετωπίζει με καχυποψία την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Αν και δεν είναι βέβαια εύκολο να συνθέσει κανείς μια αξιόπιστη εικόνα, ορθότερη είναι η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η κοινωνία φαίνεται να έχει εξοικειωθεί με την ανάγκη υιοθέτησής του.

III
Στη σχετική συζήτηση είναι βέβαια αναγκαίο να διευκρινίσουμε από την αρχή τη θέση του Συντάγματος για το ζήτημα. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εν προκειμένω το άρθρο 5 παρ. 1 που διασφαλίζει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το άρθρο 9 παρ. 1 που εγγυάται το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το άρθρο 2 παρ. 1 που αναγορεύει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας καθώς επίσης και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που προβλέπει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Οι παραπάνω διατάξεις με την ευρεία εμβέλεια και το κανονιστικό περιεχόμενό τους, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις που συντελούνται στην κοινωνία μας, παρέχουν επαρκές έρεισμα για την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης.
Ο νομοθέτης θα έπρεπε λοιπόν να υιοθετήσει το σύμφωνο τόσο για ετερόφυλους όσο και για ομόφυλους συντρόφους που επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους. Ενώ όμως στην περίπτωση των ετερόφυλων συντρόφων φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ευρύτερη συναίνεση στην κοινωνία, αντιρρήσεις εκφράζονται για τη ρύθμιση του συμφώνου μεταξύ ομοφύλων. Όσοι ενστερνίζονται ανάλογες αντιλήψεις παραγνωρίζουν πάντως ότι το Σύνταγμα επιβάλλει, κατά την ορθότερη άποψη, και σε αυτήν την περίπτωση τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν και στους ομόφυλους συντρόφους να ασκούν τα δικαιώματα που κατοχυρώνει.
Το κύριο επιχείρημα που απομένει σε όσους αμφισβητούν τη δυνατότητα υιοθέτησης του συμφώνου συμβίωσης και για ομόφυλους είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου και της λειτουργίας τους με βάση αντιλήψεις που επικρατούσαν πριν από δύο-τρεις δεκαετίες και η επίκληση της ρήτρας των χρηστών ηθών. Και στις δύο περιπτώσεις παραγνωρίζουν όμως ότι τα παραπάνω δικαιώματα καθώς και η έννοια των χρηστών ηθών προσαρμόζονται διαρκώς με γνώμονα τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται με ανάγλυφο τρόπο στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, η οποία συμπυκνώνει άλλωστε τη συνισταμένη της προστασίας των δικαιωμάτων σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

IV. Με αυτές τις σκέψεις είναι ευπρόσδεκτη η πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης να προωθήσει, έστω καθυστερημένα, την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Το νομοσχέδιο που θα υποβάλλει στη Βουλή θα ήταν πάντως προτιμότερο να ρυθμίζει το ζήτημα τόσο για τους ετερόφυλους όσο και για τους ομόφυλους που επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους. Στην εν λόγω λύση θα έπρεπε να προσανατολισθεί, γιατί ανταποκρίνεται περισσότερο στις επιταγές του Συντάγματός μας και της ΕΣΔΑ αλλά και στις νέες αντιλήψεις που τείνουν να επικρατήσουν στην κοινωνία μας. Τα παραδείγματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών βεβαιώνουν ότι διαμαρτυρίες και λοιδορίες, που θα ακουστούν με βεβαιότητα, θα απορροφηθούν γρήγορα, αν δείξουμε ωριμότητα και σοβαρότητα.
Ο γάμος ομόφυλων προσώπων υπό το φως της ισότητας των φύλων
της Λίνας Παπαδοπούλου


Α. Η αποδόμηση ενός παμπάλαιου ορισμού
Γάμος είναι η «ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του νομοδιδασκάλου του Ρωμαϊκού δικαίου, Μοδεστίνου.
Τα περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του ορισμού αυτού επιβίωσαν στους αιώνες, για να αποδομηθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: αμφισβητήθηκε καταρχάς η δια παντός «συγκλήρωσις» του βίου, καθώς επιτράπηκε το διαζύγιο. Όσο και αν η ένωση των δύο βίων γινόταν δια θείου μυστηρίου, η αναγνώριση δυνατότητας λύσης του γάμου ήταν αναπόφευκτη προκειμένου ο θεσμός προσαρμοστεί στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και να επιβιώσει. Κατά δεύτερο λόγο, αμφισβητήθηκε η φύση του ως «θείου δικαίου κοινωνία». Ο θετικισμός και o κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, παρακολούθημα του διαφωτισμού και του ορθού λόγου, οδήγησαν σταδιακά στην αποθρησκειοποίηση του γάμου. Ο τελευταίος αποτελεί κυρίως μια σύμβαση του αστικού δικαίου με έντονα τα προσωπικά στοιχεία, και γι αυτό διαφορετική από τις υπόλοιπες αστικές συμβάσεις, αλλά με κύρια χαρακτηριστικά την ελεύθερη βούληση σύναψής της και τη δυνατότητα λύσης της. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του γάμου επιβιώνει σε όλες τις θρησκείες, ένα κοσμικό και θρησκευτικά ουδέτερο συνταγματικό κράτος, ωστόσο, οφείλει να συνδέει τις νομικές συνέπειες του γάμου με την πολιτική, δηλ. νομική και όχι θρησκευτική, σύναψή του.
Το τελευταίο στοιχείο που έρχεται να αφαιρεθεί από τον ορισμό –και έχει ήδη αφαιρεθεί σε κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο- είναι η διαφορετικότητα των φύλων: η αστική σύμβαση του γάμου έχει καταστεί στις χώρες αυτές ανεξάρτητη από το φύλο των συμβαλλομένων μερών, όπως και κάθε άλλη εξάλλου αστική σύμβαση, εξέλιξη που συναντά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Το ζήτημα έχει αναχθεί σε προμετωπίδα του πολιτικού φιλελευθερισμού και εξισωτισμού και σε αιχμή του δόρατος εναντίον των φιλελεύθερων ιδεών για τους νεοσυντηρητικούς κύκλους. Γιατί όμως; Ποια είναι τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, κυρίως όμως δικαιοπολιτικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές και οι πολέμιοι της αναγνώρισης του γάμου ομοφύλων αντίστοιχα;
Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών των ζητημάτων, πρέπει να κάνουμε μια εννοιολογική αποσαφήνιση: συζητούμε για γάμο ομοφύλων και όχι ομοφυλοφίλων. Οι ομοφυλόφιλοι μπορούν και σήμερα να συνάψουν γάμο μεταξύ τους, εφόσον είναι ετερό-φυλοι, ανήκουν δηλαδή σε διαφορετικά φύλα. Δεν απαιτείται να είναι και ετερο-φυλό-φιλοι, να κατευθύνουν δηλαδή τις ερωτικές τους προτιμήσεις με τρόπο σταθερό σε άτομα του αντίθετου φύλου. Με άλλα λόγια, ένας ομοφυλόφιλος άνδρας μπορεί να συνάψει γάμο με μια ομοφυλόφιλη γυναίκα. Κανένας έλεγχος της σεξουαλικότητας δεν γίνεται και δεν μπορεί βέβαια να γίνει, όπως δεν μπορεί να γίνει έλεγχος της συνείδησης, πολιτικής ή θρησκευτικής, παρά μόνον των εκδηλώσεών της, γιατί τόσο η ερωτική προτίμηση όσο και η συνείδηση ανάγονται στην εσώτερη σφαίρα του ατόμου και βέβαια (μπορούν να) μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Β. Το ουράνιο τόξο των απόψεων
Ας εξετάσουμε σχηματικά μεν αλλά κριτικά την παλέτα των απόψεων που μπορούν να υποστηριχθούν σχετικά με την αναγνώριση γάμου ομοφύλων ξεκινώντας από την πλέον συντηρητική και φτάνοντας στην πλέον φιλελεύθερη:

1. Η ιερότητα του (ετερόφυλου) γάμου και η απαγόρευση νομιμοποίησης της «ανωμαλίας»
Η άποψη αυτή ξεκινάει από την ανθρωπολογικής υφής παρατήρηση ότι η ομοφυλοφιλία είναι «παρά φύση» και «ανωμαλία», καθώς δεν συναντάται στη φύση, και άρα θα έπρεπε να απαγορεύεται, ή πάντως, στην ήπια εκδοχή της άποψης αυτής, να μην αναγνωρίζεται κοινωνικά, πολλώ δε μάλλον νομικά. Η αναγνώρισή της –προστίθεται το επιχείρημα- θα πολλαπλασίαζε τα… «κρούσματα» και το… «κουσούρι» θα εξαπλωνόταν σαν άλλη χολέρα.
Πρόκειται για την πλέον αντιδραστική άποψη, συνδεόμενη με ηθικολογικές και θρησκευτικές αξιωματικές παραδοχές, η οποία δεν μπορεί να αντισταθεί σε κριτική ορθού λόγου. Κι αυτό γιατί: πρώτον, η ομόφυλη σεξουαλική συμπεριφορά απαντάται και στα ζώα, άρα είναι «φυσική», δεύτερον, τι σημασία έχει ακόμη και αν δεν είναι «φυσική», μήπως δεν είναι «παρά φύση» όλος ο πολιτισμός, τόσο ο διανοητικός, καλλιτεχνικός (culture), όσο και ο τεχνικός (civilization); Οδηγεί η «παρά φύση»…φύση τους σε απαγόρευση κοινωνικής αποδοχής και νομικής αναγνώρισης της ύπαρξής τους; Ο δε ιερός χαρακτήρας του γάμου με θρησκευτικούς όρους δεν αφορά μια κοσμική Πολιτεία, παρά μόνον ένα θεοκρατικό κράτος. Τέτοιο όμως δεν μπορεί να είναι το συνταγματικό κράτος και μάλιστα μιας πολυπολιτισμικής, δομημένης στα διδάγματα του διαφωτισμού κοινωνίας.
Όσο για το φόβο της εξάπλωσης του… ιού, πρόκειται για τη μεγαλύτερη παραδοχή, που ούτε οι φανατικοί υπέρμαχοι της ομοφυλοφιλίας ως ερωτικής επιλογής δεν θα τολμούσαν να αρθρώσουν, ότι δηλαδή όλοι, ή, έστω, οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε συνθήκες ίσης και απροκατάληπτης αντιμετώπισης των ερωτικών επιλογών θα επέλεγαν την ομοφυλοφιλία ή πάντως την αμφιφυλοφιλία. Η κυριαρχία της αμφιφυλοφιλίας επιβεβαιώνεται μεν από κάποιες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις και εμπειρικά σε κάποιους πολιτισμούς (ας σκεφτούμε την αρχαία Αθήνα), αλλά αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται η καταπίεση της «φύσης» του ανθρώπου, και άρα το συνολικό επιχείρημα περί «παρά φύση» σεξουαλικότητας υποσκάπτει εαυτό.

2. Νομική αναγνώριση ναι, γάμος όχι!
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ομοφυλοφιλία υπάρχει και πρέπει να δεχόμαστε τους ανθρώπους με τα… «κουσούρια» τους, εξάλλου όλοι τέκνα του θεού είμαστε, άρα… ας αναγνωρίσουμε κάποιες νομικές συνέπειες σε μακρόχρονες σχέσεις ομοφύλων, που τους συνδέει η αγάπη, η συντροφικότητα, ο έρωτας. Εξάλλου, είναι κρίμα άνθρωποι που έζησαν μαζί για χρόνια, να μην μπορούν να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον στο νοσοκομείο, λόγω έλλειψης συγγένειας, να μην μπορούν να κληρονομούν ο ένας τον άλλο, να μοιράζονται τα αποκτήματα και την περιουσία, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της συμβίωσης. Εξάλλου, είναι καλύτερο να ενθαρρύνονται οι μακρόχρονες σχέσεις, από το να ωθούνται οι ομοφυλόφιλοι σε ευκαιριακές συνευρέσεις.
Η άποψη αυτή παρουσιάζεται πιο φιλελεύθερη, καθώς αναγνωρίζει την ερωτική διαφορετικότητα, επιμένει ωστόσο στον ορισμό του γάμου ως ένωση ενός «άνδρα και μιας γυναίκας». Ο λόγος; Επειδή κάθε άλλο ζεύγος (άνδρας-άνδρας, γυναίκα-γυναίκα) δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο: αποτελεί η επιθυμία ή ικανότητα τεκνοποίησης τυπική ή ουσιαστική προϋπόθεση σύναψης γάμου; Καλούνται οι μελλόνυμφοι να υπογράψουν σχετικά ρητή υποχρέωση και τελεί ο γάμος υπό τη διαλυτική αίρεση της απόκτησης κοινών τέκνων; Όχι βέβαια! Γιατί τότε να αποκλείονται μόνον οι ομόφυλοι από τη σύναψη γάμου και όχι π.χ. και οι (λόγω προβλημάτων υγείας ή ηλικίας) ανίκανοι προς τεκνοποίηση; Θα μπορούσε να αναγνωρίζεται –και σύμφωνα με μια άποψη έτσι είναι- ως οικογένεια μόνον η σχέση μεταξύ γονιών (ή γονέα) και κοινού τους τέκνου, αλλά αυτό δεν αφορά τη σύμβαση του γάμου. Ο τελευταίος στηρίζεται στην κοινή βούληση γέννησης δικαιωμάτων και ανάληψης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, ανάμεσα στις οποίες δεν είναι εκείνη της απόκτησης τέκνων, και ούτε θα μπορούσε να είναι, καθώς θα ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των ατόμων.

3. Ναι στην θεσμοθέτηση γάμου ομοφύλων!
Ο γάμος αφορά στην ελεύθερη βούληση συμβίωσης δύο ανθρώπων που επιθυμούν να συνδέσουν τις ζωές τους, για όσο διάστημα τους ενώνουν δεσμοί αγάπης, έρωτα ή / και αλληλεγγύης, οι λόγοι δικοί τους και ανεξερεύνητοι, έτσι κι αλλιώς δεν εξετάζονται ούτε στον ετερόφυλο γάμο, μπορεί να είναι και για να… ενώσουν οι πατεράδες τους τα βασίλειά τους! Συνεπώς, μια τέτοια σχέση μπορεί να υπάρξει ανεξαρτήτως φύλου! Κάποιοι άνθρωποι σταθερά ή σε κάποια φάση της ζωής τους επιλέγουν ομόφυλο σύντροφο και αυτό σε τίποτε δεν διαφοροποιεί το συναίσθημα (ή μη), και πάντως την απόφασή τους, από εκείνους που προτιμούν ετερόφυλο.
Η αντίρρηση από το συντηρητικό οπλοστάσιο είναι ότι γάμος υπήρξε πάντα (βλ. ορισμό ρωμαϊκού δικαίου) ο ετερόφυλος (!) και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις… παραδόσεις! Εξάλλου, η συνταγματική κατοχύρωση του (αναγκαστικά ετερόφυλου) γάμου υποσκάπτεται από την αναγνώρισή του και σε… άλλους. Το επιχείρημα μοιάζει με αυτό που λέει ότι οι γυναίκες (κάποτε) και οι μετανάστες σήμερα δεν επιτρέπεται να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, καθώς το Σύνταγμα το κατοχύρωνε μόνον για τους άρρενες Έλληνες πολίτες.
Είναι προφανές ότι η αναγνώριση περισσότερων δικαιούχων ενός δικαιώματος κάνει μια πολιτική πιο εξισωτική και αφαιρεί προνόμια από τους κατέχοντες το δικαίωμα. Οι αποκλεισμοί ωστόσο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως… συνταγματικό επιχείρημα! Είναι απλώς πολιτικό, στο βαθμό που στηρίζεται και στηρίζει τους κοινωνικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς. Η συμπεριληπτική ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων αποτελεί διακύβευμα και αιτούμενου του πολιτικού φιλελευθερισμού και ως τέτοιο είναι αναμενόμενο να συναντάει την αντίθεση των συντηρητικών ιδεών και ιδεοληψιών.

4. Αναγνώριση de lege lata του γάμου ομοφύλων
Δεν χρειάζεται καν να θεσμοθετηθεί γάμος ομοφύλων, καθώς πουθενά στο νόμο δεν αναφέρεται η διαφορά του φύλου ως προϋπόθεση σύναψης γάμου, και συνεπώς αρκεί μια σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου για να συναφθεί γάμος ομόφυλων ατόμων.
Η συνταγματική επιταγή αναγνώρισης γάμου ομοφύλων αποτελεί απόρροια της αρχής της ισότητας των φύλων στη σύγχρονη εκδοχή της: ισότητα φύλων δεν σημαίνει πλέον απλώς και μόνον οι γυναίκες να μην είναι κατώτερες από τους άνδρες, σημαίνει ότι το φύλο δεν μπορεί να θεωρείται καθοριστικό κριτήριο για τη γέννηση δικαιωμάτων. Ο νόμος πρέπει να μην ενδιαφέρεται για το φύλο του υποκειμένου, προκειμένου να αναγνωρίσει δικαιώματα και υποχρεώσεις, ή για να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό τους. Το να μην μπορεί ο Α να συνάψει σύμβαση με τον Β λόγω του φύλου του συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω φύλου, ακόμη και αν και η Γ δεν μπορεί να συνάψει γάμο με τη Δ, κατά τον ίδιο λόγο που συνιστούσε διάκριση λόγω φυλής η απαγόρευση σύναψης γάμου ενός μαύρου με μια λευκή (στην Αμερική του πρώτου μισού του 20ου αιώνα) ή ενός Γερμανού με μια Εβραία (στο τρίτο Ράιχ), παρότι αντίστοιχα απαγορευόταν και σε έναν λευκό να παντρευτεί μια μαύρη (και σε έναν Εβραίο μια Γερμανίδα). Το ότι δηλαδή η απαγόρευση ισχύει και για τα δύο φύλα δεν της αφαιρεί την έμφυλη διάσταση, όπως η απαγόρευση και στις δύο «φυλές» δεν αφαιρούσε τη διάσταση της ρατσιστικής διάκρισης.
Η μόνη εξαίρεση που προβλέπεται στην ισότητα των φύλων με την έννοια της αδιάκριτης αναγνώρισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων –πέραν των θετικών μέτρων που αποβλέπουν ακριβώς στην αποκατάσταση της αρχής αυτής, η οποία έχει διαταραχθεί λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων και αδικιών- είναι όταν η διαφορετική μεταχείριση ανάγεται και συνδέεται άμεσα με βιολογικές διαφορές. Αν δηλαδή ο γάμος προϋπέθετε τεκνοποιία, και μάλιστα τη γέννηση βιολογικών τέκνων των συζύγων, τότε και μόνον τότε θα μπορούσε να αποκλειστεί ο γάμος ομοφύλων. Εφόσον όμως γάμος δεν επισυνάπτεται μόνον αν υπάρχουν κοινά βιολογικά τέκνα, αυτό σημαίνει ότι δεν ανάγεται σε βιολογικές διαφορές και συνεπώς δεν μπορεί η σύναψή του να έχει ως τυπική προϋπόθεση το φύλο των συμβαλλομένων μερών.
Η νομικά άψογη αυτή άποψη, σύμφωνα με την οποία ήδη βάσει του θετού δικαίου η διαφορά φύλου των υποψηφίων συζύγων δεν αποτελεί προϋπόθεση σύναψης γάμου, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνον με επιχειρήματα που αναφέρονται στη δημοκρατική διαδικασία και την ιστορική ερμηνεία των νόμων. Σύμφωνα με το αντεπιχείρημα αυτό ο ιστορικός νομοθέτης είχε στο νου του το γάμο ως ένωση ετεροφύλων και αυτό μόνον ο παροντικός ή μελλοντικός νομοθέτης μπορεί να το αλλάξει, και όχι ο δικαστής, ο ερμηνευτής ή ο δήμαρχος. Μια τέτοια αλλαγή, συνεχίζει το επιχείρημα, καθώς αγγίζει ζητήματα κοινωνικής ηθικής, πρέπει να αποτυπώνεται στην απόφαση του δημοκρατικά εκλεγμένου νομοθέτη, ακριβώς επειδή ο τελευταίος απολαμβάνει αυξημένης νομιμοποίησης σε σχέση με τους υπόλοιπους ερμηνευτές και εφαρμοστές του Συντάγματος και των νόμων. Το επιχείρημα, που είναι γνωστό και από άλλες περιπτώσεις προστασίας θεμελιωδών, κυρίως μειονοτικών, δικαιωμάτων, ανάγεται στη φύση και τη μορφή της δημοκρατίας, και θέτει το ερώτημα σχετικά με τη διαλεκτική σύνθεση των διαδικαστικά δημοκρατικών, δηλαδή πλειοψηφικών, και των ουσιαστικά δημοκρατικών, αλλά διαδικαστικά αριστοκρατικών, συστατικών της. Είναι δε, αντικείμενο άλλης εκτενούς συζήτησης, που δεν μπορεί να διεξαχθεί εδώ.

Αυτό που ωστόσο γίνεται καθολικά δεκτό είναι ότι η διαδικαστική, δηλαδή αυστηρή πλειοψηφική διάσταση της δημοκρατικής αρχής έχει εμπλουτιστεί με ουσιαστικά, δηλαδή αξιακά εννοιολογικά στοιχεία, με κυριότερα τα θεμελιώδη δικαιώματα, και με θεσμούς αριστοκρατικής (ή τεχνοκρατικής) καταγωγής προς διαφύλαξη των στοιχείων αυτών, όπως είναι τα δικαστήρια και οι ανεξάρτητες αρχές.

Γ. Αντί επιλόγου… πολιτικός κατά νομικού λόγου και η … άρνηση του Λόγου!
Είναι προφανές ότι όλες οι παραπάνω απόψεις εκκινούν από βασικές παραδοχές που ανάγονται στην πολιτική άποψη και –συνειδητά ή ασυνείδητα- σε πολιτικές θεωρίες. Η υιοθέτηση της μιας ή άλλης από αυτές είναι συνεπώς περισσότερο θέμα ιδεολογικής τοποθέτησης. Η δογματική καθαρότητα της τελευταίας άποψης βρίσκει τα όριά της στην πολιτική μας προαντίληψη και προκατάληψη.
Ωστόσο, υπάρχει και κάτι πέραν του… Λόγου: υπάρχει η αγάπη που διατρέχει θρησκεία και πολιτική και τις ενώνει! Υπάρχει η αγάπη για τον άλλον και για τον Άλλον, όχι απλώς η ανοχή (tolerance) για το Διαφορετικό, αλλά η αποδοχή του ως κομμάτι μας, ως πλούτος, και άρα η συμπερίληψή του. Το αιτούμενο του πολιτικού φιλελευθερισμού για συμπεριληπτική, ολοένα διευρυνόμενη ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων, δεν στηρίζεται τόσο σε επιχειρήματα πολιτικής θεωρίας, όσο στην αγαπητική σχέση εαυτών προς αλλήλους, στο πάθος για ισότητα και στο συναίσθημα της συμ-πάθειας έναντι όσων στερούνται των πραγματικών δυνατοτήτων άσκησης των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε (με ελάχιστες διαφορές) στο περιοδικό έντυπο του Συλλόγου Νέων Νομικών ΣΥ.Ν.ΝΟ.Δ.ος Ιδεών, τεύχος 3ο, Μάρτιος 2006, σελ. 24-25 και στις ιστοσελίδες www.anatheorisi.org [εδώ] και www.e-rooster.gr [εδώ με σχετική συζήτηση]


Ο γάμος των ομόφυλων προσώπων και οι νόμοι
του Θ.Κ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ
Καθηγητή Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ:
«Ανυπόστατος σήμερα ο γάμος ομοφυλοφίλων, ελεύθερος ο νομοθέτης να το προβλέψει»

Συνέντευξη του καθηγητή Θανάση Κ. Παπαχρίστου
Εφημερίδα ΑΥΓΗ, 27/05/2008 & "Μαχητό Τεκμήριο"
Το Σύμφωνο Συμβίωσης και οι διακρίσεις
του Κωστή Παπαϊωάννου,
Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Εφημερίδα ΑΥΓΗ, 27/05/2008 (δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο "Μαχητό τεκμήριο")
Σκοπός και περιεχόμενο του προσχεδίου νόμου περί του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 27/05/2008 (και "μαχητό τεκμήριο")
εφημερίδα ΑΥΓΗ
Θανάσης Κ. Παπαχρίστου
BHMA Ιδεών, 04.04.2008

Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας. Το «σύμφωνο κοινωνικής αλληλεγγύης» στη Γαλλία
Ιφιγένεια Καμτσίδου, Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Α.Π.Θ.
Περιοδικό Δικαιώματα του Ανθρώπου, 20/2003



Λίνα Παπαδοπούλου
Λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Προδημοσίευση από το Περιοδικό Δικαιώματα του Ανθρώπου 38/2008
- Πρώτη δημόσια εκδήλωση του Ομίλου
Ομιλία «Θεμελιώδη Θεσμικά Προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του μέλλοντος»
Αίθουσα της παλιάς Βουλής, 24 Ιανουαρίου 2002

- Α’ Επιστημονικό Συνέδριο
«Νέες Τεχνολογίες και Συνταγματικά Δικαιώματα»
Θήβα, 26 – 27 Ιανουαρίου 2002

- Β΄Επιστημονικό Συμπόσιο
«Ασφάλεια του Κράτους και Ανασφάλεια Δικαίου μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001»
Μηλιές Πηλίου, 28,29 και 30 Ιουνίου 2002

- Γ΄Επιστημονικό Συμπόσιο
«Αυτορύθμιση»
Καρπενήσι, 14 – 16 Φεβρουαρίου 2003

- Δ΄Επιστημονικό Συμπόσιο
«Δίκαιος Πόλεμος, Δίκαιο του Πολέμου»
Χανιά, 5-6 Σεπτεμβρίου 2003

- Ε’ Επιστημονικό Συμπόσιο
«Αναζητώντας τον κανονιστικό πυρήνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων»
Μεσολόγγι, 30 Απριλίου – 1 Μαϊου 2004

- ΣΤ’ Επιστημονικό Συμπόσιο
«Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης ενόψει της Συνταγματικής Συνθήκης»
Δελφοί, 28 – 29 Ιανουαρίου 2005

- Ζ’ Επιστημονικό Συμπόσιο
«Σύνταγμα και πολυπολιτισμικότητα»
Χίος – Σμύρνη, 15 – 17 Απριλίου 2006

- Εκδήλωση παρουσίασης του Αρχείου Αριστόβουλος Μάνεσης
Αίθουσα «Δ.Κωνσταντόπουλος», Τμήμα Νομικής ΑΠΘ
13 Ιανουαρίου 2006

- Η’ Επιστημονικό Συμπόσιο
«Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων»
Θεσσαλονίκη, 16 – 17 Μαρτίου 2007

- Θ’ Επιστημονικό Συμπόσιο
« Έννομη προστασία και κοινωνική ένταξη των μεταναστών στην Ελλάδα»
Ιωάννινα, 4 – 5 Απριλίου 2008

- Ι΄ Επιστημονικό Συμπόσιο «Σύνταγμα και πολιτική πραγματικότητα με έναυσμα τα ‘Δεκεμβριανά 2008’ και τις εν γένει εξελίξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», Λίμνη Πλαστήρα, 20-21 Μαρτίου 2009

Τομέας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΠΑΣΟΚ
Πρόεδρος της Επιτροπής: Καθ. Νίκος Αλιβιζάτος
Παρουσιάστηκε σε δημόσια εκδήλωση το Μάρτιο του 2006


ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο συμβίωσης»

AΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Α’
Επί της αρχής

1. Στην Ελλάδα, αν και το ποσοστό των παντρεμένων επί του συνόλου των ζευγαριών που συμβιώνουν είναι, μαζί με αυτό της Ιρλανδίας, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ελεύθερων ενώσεων αυξάνεται συνεχώς. Βέβαια, ακριβή στατιστικά στοιχεία για τα ανύπαντρα ζευγάρια δεν υπάρχουν, όμως όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι το ποσοστό τους, στις νεαρές ιδίως ηλικίες, μεγαλώνει. Διότι, όπως έχει επισημανθεί, ο γάμος σήμερα αποτελεί συνήθως περισσότερο το επιστέγασμα ενός προγενέστερου και συνήθως μακρόχρονου δεσμού, παρά την απαρχή μιας νέας φάσης στη ζωή των νεονύμφων. Από την άλλη, ο γάμος δεν συνιστά, όπως άλλοτε, την αναγκαία συνθήκη για την δημιουργία οικογένειας, καθώς ο αριθμός των ανύπαντρων μητέρων αυξάνεται. Εν όψει της νέας αυτής πραγματικότητας, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι, εδώ και χρόνια, τόσο η δικαστήρια όσο και οι θεωρητικοί του δικαίου μας δέχονται ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου –όπως τις κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 21§1)- δεν είναι στατικές, αλλά μεταβάλλονται: μαζί με τις αξίες, τα ήθη και τις νοοτροπίες μιας κοινωνίας παραδοσιακά ανοιχτής σε ξένα ρεύματα και επιρροές, εξελίσσονται και αυτές, κάτι που ο νομοθέτης δεν δικαιούται να αγνοήσει.

2. Εξ άλλου, παρά τις γνωστές προκαταλήψεις, αυξάνεται στη χώρα μας ο αριθμός και των σεξουαλικά «διαφορετικών». Χωρίς βεβαίως να αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή κατηγορία –πολύ λιγότερο ως μειονότητα- οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες, οι αμφιφυλόφιλοι και οι τρανσεξουαλικοί, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διακρίσεις, έχουν επιβάλει την παρουσία τους όχι μόνον, όπως άλλοτε, στον καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά σε ένα ευρύτερο πεδίο επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Δεν έχουν παύσει, παρά ταύτα, να αποτελούν αντικείμενο προσβλητικών συμπεριφορών εκ μέρους των αρχών αλλά και του «μέσου» πολίτη, καθώς τα στερεότυπα άλλων εποχών εξακολουθούν λίγο πολύ να επιβιώνουν. Έτσι, αν και η ύπαρξη τους δεν αποσιωπάται όπως παλαιότερα, οι σεξουαλικά διαφορετικοί απέχουν από το να έχουν κατακτήσει την πολυπόθητη ισοπολιτεία, καθώς δεν ζουν υπό καθεστώς ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έχει από μακρού αποποινικοποιηθεί και ότι, εδώ και χρόνια, μια σειρά δεσμευτικών και για τη χώρα μας ρυθμίσεων απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό στους χώρους εργασίας -και όχι μόνον. Σημαντικός από την άποψη αυτή είναι ο ν. 3304/2005 για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στο τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, του γενετήσιου προσανατολισμού (Α’ 16). Με τον νόμο αυτόν, το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις δύο σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, την με αριθμ. 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29.6.2000, και την με αριθμ. 2000/78/ΕΚ επίσης του Συμβουλίου, της 27.11.2000.

3. Η καθυστέρηση του Έλληνα νομοθέτη να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, φαίνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογισθεί κανείς ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση την Ιταλία, όλοι ανεξαίρετα οι κοινοτικοί εταίροι μας έχουν ψηφίσει νόμους για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμβιούντων σε ελεύθερες ενώσεις και των σεξουαλικά διαφορετικών: μετά την Ολλανδία (2001) και το Βέλγιο (2002), τον (πολιτικό βεβαίως) γάμο προσώπων που ανήκουν στο ίδιο φύλο αναγνώρισε πρόσφατα και η (βαθύτατα καθολική) Ισπανία (2005). Μετά την Σουηδία (1994) και τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, την συμβίωση ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών έχει αναγνωρίσει με το Pacte civil de solidarité (γνωστότερο ως PACS) η Γαλλία από το 1999, καθώς και τα περισσότερα γερμανικά κρατίδια, ενώ πρόσφατα ψήφισε σχετικό νόμο η (επίσης θρησκευτικά συντηρητικότατη) Ιρλανδία (2004) και η Μεγάλη Βρετανία (2005). Εξ άλλου, με εμπεριστατωμένες αποφάσεις που εξέδωσαν τα τελευταία χρόνια, τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γαλλίας (CC 9.11.1999) και της Γερμανίας (BVerfG 17.7.2002) επικύρωσαν τις νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες, προς τις οποίες, όπως ήταν φυσικό, πέραν της Εκκλησίας, είχαν αντιταχθεί και ποικιλώνυμοι συντηρητικοί κύκλοι.

4. Σκοπός της παρούσας πρωτοβουλίας είναι να θέσει τέρμα στις δυσμενείς διακρίσεις και να αποκαταστήσει την ισοπολιτεία στο πεδίο των ελεύθερων ενώσεων ετερόφυλων και ομόφυλων ζυγαριών. Για μεν τα πρώτα, δηλαδή τα ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί επί πολλά χρόνια και δεν επιθυμούν να παντρευτούν, οι συντάκτες της παρούσας πρότασης είναι πεπεισμένοι ότι η δυνατότητα που τους παρέχεται (μέσω του καθιερούμενου συμφώνου συμβιώσεως) να εξομοιώσουν τη σχέση τους -από πλευράς νομικών συνεπειών- με τη σχέση των συζύγων από γάμο θα συναντήσει ευρύτερη συναίνεση: η συνεχιζόμενη άρνηση των δικαστηρίων μας να αναγνωρίσουν στους επί μακρόν συμβιούντες στοιχειώδη δικαιώματα για αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη φαίνεται σήμερα ακατανόητη ακόμη σκληρότερη και προπάντων άδικη είναι η ίδια άρνηση όταν εκδηλώνεται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, της συνταξιοδότησης και της κληρονομικής διαδοχής. Όσο για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, επελέγη η λύση της καθιέρωσης και γι’ αυτούς του συμφώνου συμβιώσεως, με πλήρη εξομοίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους με εκείνα των συζύγων από γάμο.

Β΄
Επί των άρθρων


1. Στο άρθρο 1 της πρότασης εξειδικεύεται ο σκοπός –και, μέσω αυτού, το περιεχόμενο- του συμφώνου συμβιώσεως: μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου. Με τις λέξεις «αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη» υπονοείται η υποχρέωση υλικής και ηθικής βοήθειας και συμπαράστασης των συμβιούντων, που πρέπει βεβαίως να είναι ενήλικοι και να αποβλέπουν όχι απλώς σε μια παροδική σχέση, αλλά σε μια μακροχρόνια ένωση. Εξ ου και η αναφορά στην δημιουργία μιας «κοινότητας βίου». Απόρροια της αρχής της αυτονομίας και της ελεύθερης επιλογής, το σύμφωνο συμβίωσης αν και έχει, έτσι όπως ρυθμίζεται στην πρόταση, προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα, συγκεντρώνει και πολλά χαρακτηριστικά θεσμού.

2. Το άρθρο 2 της πρότασης αναφέρεται στον τρόπο σύναψης του συμφώνου. Συνεπής προς τον προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα του συμφώνου, η πρόταση αρκείται στην αυτοπρόσωπη και από κοινού δήλωση των ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν, η οποία γίνεται, χωρίς πανηγυρικό τύπο προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας το τόπου όπου οι δηλούντες προτίθενται να εγκατασταθούν. Μερίμνη του δημάρχου, η σχετική πράξη καταχωρίζεται και κοινοποιείται στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης των δηλούντων. Για τον έλεγχο της τυχόν συνδρομής κωλυμάτων, η παρ. 2 προβλέπει ότι, επί ποινή απαραδέκτου της δήλωσης, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να επισυνάψουν πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους καμιά από τις ιδιότητες που προβλέπει το άρθρο 3 του της πρότασης.

3. Τα κωλύματα για την σύναψη συμφώνου συμβίωσης προβλέπονται από το άρθρο 3. Είναι έξη (6), τα τέσσερα (4) πρώτα από τα οποία συμπίπτουν με τα κωλύματα του γάμου που προβλέπει ο ΑΚ. Αν και απαρχαιωμένα, επαναλήφθηκαν και για το σύμφωνο συμβίωσης για λόγους ενότητας της έννομης τάξης. Το πέμπτο είναι το κώλυμα προηγούμενου συμφώνου, που εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, ενώ το έκτο ορίζει ότι κωλύονται να συνάψουν σύμφωνο πρόσωπα, που κανένα τους δεν έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση, την οποία –σημειωτέον- προβλέπουν σχεδόν όλες οι ισχύουσες νομοθεσίες ευρωπαϊκών κρατών, επιδιώκεται να αποτραπεί ο λεγόμενος «συμβιωτικός τουρισμός».

4. Το άρθρο 4 είναι από τα σπουδαιότερα της πρότασης, καθώς προβλέπει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η σύναψη του συμφώνου. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το σύμφωνο, όσο είναι σε ισχύ, έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Κατά λογική ακολουθία, η παρ. 2 ορίζει ότι, όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για να επέλθουν έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη σαφήνεια, η παρ. 3 ορίζει ότι, με προεδρικό διάταγμα μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες. Τέλος, η παρ. 4 ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

5. Για λόγους έμφασης, το άρθρο 5 της πρότασης ορίζει κάτι που απαγορεύει ήδη έμμεσα η ισχύουσα νομοθεσία (: άρθρο 1545 ΑΚ): ότι δηλαδή, ως μη παντρεμένοι, οι συμβιούντες δεν μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού ανήλικο. Προφανώς, η προηγούμενη υιοθεσία από έναν τουλάχιστον από τους συμβιούντες δεν συνιστά κώλυμα για την σύναψη του συμφώνου και δεν απαγορεύεται η επιγενόμενη υιοθεσία ανηλίκου από τον καθέναν από τους συμβιούντες χωριστά.

6. Το άρθρο 6 της πρότασης αναφέρεται στην λύση του συμφώνου, για την επέλευση της οποίας δεν προβλέπεται η έκδοση διαζυγίου, αλλά μια διαδικασία απλούστερη, που συνάδει με την πνεύμα που διέπει τον εισαγόμενο θεσμό. Εκτός από τον θάνατο και τον γάμο ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες (ή, προφανώς, των συμβιούντων, εφ’ όσον είναι ετερόφυλοι, μεταξύ τους), ως λόγος λύσης του συμφώνου προβλέπεται η από κοινού δήλωση των συμβιούντων από τη μια, και η μονομερής (αναιτιολόγητη) δήλωση του καθενός από αυτούς, με επέλευση όμως των συνεπειών της έξη (6) μήνες αργότερα. Τέλος, η παρ. 6 του άρθρου 7 ορίζει ότι, μετά την λύση του συμφώνου, οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν ωστόσο με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, προβλέπεται ότι, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

7. Το άρθρο 7 της πρότασης απειλεί με ποινές φυλάκισης όσοθς συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό τους ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου3. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου. Ποινή φυλάκισης αλλά μικρότερης διάρκειας απειλεί η παρ. 2 κατά εκείνου ο οποίος, για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει, δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, ενώ η παρ. 3 τιμωρεί ως παράβαση καθήκοντας, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, την άρνηση από τον οικείο δήμαρχο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του που προβλέπει το άρθρο 1. Τέλος, επειδή η ασέλγεια παρά φύση του άρθρου 347 ΠΚ τιμωρείται κατ’ ουσίαν από σειρά άλλων διατάξεων (βλ. 338, 339, 342 και 343 ΠΚ), προτείνεται η κατάργηση του εν λόγω άρθρου πρωτίστως ως περιττού, αλλά και διότι –όπως άλλωστε παρατηρεί στο από 16.12.2004 πόρισμά της και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου- εισάγει μιαν ακόμη δυσμενή διάκριση σε βάρος των αρρένων ομοφυλοφίλων.



ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «Σύμφωνο συμβίωσης»


Άρθρο 1 Σκοπός

Το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζει την μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου.

Άρθρο 2 Τρόπος σύναψης

1. Το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται με από κοινού δήλωση των δύο ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου αυτοί προτίθενται να συγκατοικήσουν, ή προς τον νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να την καταχωρήσουν, να συντάξουν σχετική πράξη και να κοινοποιήσουν αντίγραφο της τελευταίας στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης καθενός από τους συμβιούντες.

2. Επί ποινή απαραδέκτου, οι ενδιαφερόμενοι επισυνάπτουν στη δήλωση πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.


Άρθρο 3 Κωλύματα

Εμποδίζεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:

α. Από συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.

β. Από συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό.

γ. Εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση ενός υιοθεσίας.

δ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά είναι παντρεμένο.

ε. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά δεσμεύεται από σύμφωνο συμβίωσης που είναι σε ισχύ.

στ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν κανένα από αυτά δεν είναι εγκατεστημένο νόμιμα στην Ελλάδα.


Άρθρο 4 Δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβιούντων

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου, το σύμφωνο έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων σε αυτούς των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας.

2. Όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για την επέλευση έννομων συνεπειών στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες.

4. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του.


Άρθρο 5 Υιοθεσία

Μετά την σύναψη του συμφώνου, δεν επιτρέπεται η από κοινού υιοθεσία ανηλίκου από τους συμβιούντες.


Άρθρο 6 Λύση του συμφώνου

1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α. Με τον θάνατο του ενός από τους συμβιούντες.

β. Με τον γάμο του ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες ή και των δύο μεταξύ τους.

γ. Με κοινή συμφωνία των συμβιούντων.

δ. Με μονομερή δήλωση του ενός από τους συμβιούντες.

2. Στην περίπτωση α’ της προηγούμενης παραγράφου, η λύση του συμφώνου επέρχεται κατά την ημερομηνία του θανάτου. Προς τούτο, ο επιζών υποβάλλει αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης του θανάτου του άλλου συμβιούντος, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

3. Στην περίπτωση β’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται από την σύναψη του γάμου.

4. Στην περίπτωση γ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται με την υποβολή από τους συμβιούντες κοινής δήλωσης ότι προτίθενται να τερματίσουν την συμβίωσή τους στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση. Η δήλωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις.

5. Στην περίπτωση δ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται μετά την παρέλευση έξη (6) μηνών από την επίδοση έγγραφης ανακοίνωσης του ενός συμβιούντος προς τον άλλο ότι επιθυμεί να τερματίσει την συμβίωση. Η ανακοίνωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις και θεωρείται ως ουδέποτε γενομένη αν ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλει μέσα σε δύο (2) μήνες από την επίδοσή της αντίγραφό της στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

6. Οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς.


Άρθρο 7 Ποινικές κυρώσεις

1. Όποιος συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό του ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου.

2. Όποιος για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών.

3. Η μη αποδοχή και η μη καταχώρηση της δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου από τον οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και η μη σύνταξη από αυτούς της προβλεπόμενης από την ίδια διάταξη πράξης συνιστά παράβαση καθήκοντος και τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ.

4. Το άρθρο 347 ΠΚ καταργείται.


Άρθρο 8 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, Οκτωβρίου 2005


ΟΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ