Τομέας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΠΑΣΟΚ
Πρόεδρος της Επιτροπής: Καθ. Νίκος Αλιβιζάτος
Παρουσιάστηκε σε δημόσια εκδήλωση το Μάρτιο του 2006


ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο συμβίωσης»

AΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Α’
Επί της αρχής

1. Στην Ελλάδα, αν και το ποσοστό των παντρεμένων επί του συνόλου των ζευγαριών που συμβιώνουν είναι, μαζί με αυτό της Ιρλανδίας, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ελεύθερων ενώσεων αυξάνεται συνεχώς. Βέβαια, ακριβή στατιστικά στοιχεία για τα ανύπαντρα ζευγάρια δεν υπάρχουν, όμως όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι το ποσοστό τους, στις νεαρές ιδίως ηλικίες, μεγαλώνει. Διότι, όπως έχει επισημανθεί, ο γάμος σήμερα αποτελεί συνήθως περισσότερο το επιστέγασμα ενός προγενέστερου και συνήθως μακρόχρονου δεσμού, παρά την απαρχή μιας νέας φάσης στη ζωή των νεονύμφων. Από την άλλη, ο γάμος δεν συνιστά, όπως άλλοτε, την αναγκαία συνθήκη για την δημιουργία οικογένειας, καθώς ο αριθμός των ανύπαντρων μητέρων αυξάνεται. Εν όψει της νέας αυτής πραγματικότητας, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι, εδώ και χρόνια, τόσο η δικαστήρια όσο και οι θεωρητικοί του δικαίου μας δέχονται ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου –όπως τις κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 21§1)- δεν είναι στατικές, αλλά μεταβάλλονται: μαζί με τις αξίες, τα ήθη και τις νοοτροπίες μιας κοινωνίας παραδοσιακά ανοιχτής σε ξένα ρεύματα και επιρροές, εξελίσσονται και αυτές, κάτι που ο νομοθέτης δεν δικαιούται να αγνοήσει.

2. Εξ άλλου, παρά τις γνωστές προκαταλήψεις, αυξάνεται στη χώρα μας ο αριθμός και των σεξουαλικά «διαφορετικών». Χωρίς βεβαίως να αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή κατηγορία –πολύ λιγότερο ως μειονότητα- οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες, οι αμφιφυλόφιλοι και οι τρανσεξουαλικοί, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διακρίσεις, έχουν επιβάλει την παρουσία τους όχι μόνον, όπως άλλοτε, στον καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά σε ένα ευρύτερο πεδίο επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Δεν έχουν παύσει, παρά ταύτα, να αποτελούν αντικείμενο προσβλητικών συμπεριφορών εκ μέρους των αρχών αλλά και του «μέσου» πολίτη, καθώς τα στερεότυπα άλλων εποχών εξακολουθούν λίγο πολύ να επιβιώνουν. Έτσι, αν και η ύπαρξη τους δεν αποσιωπάται όπως παλαιότερα, οι σεξουαλικά διαφορετικοί απέχουν από το να έχουν κατακτήσει την πολυπόθητη ισοπολιτεία, καθώς δεν ζουν υπό καθεστώς ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έχει από μακρού αποποινικοποιηθεί και ότι, εδώ και χρόνια, μια σειρά δεσμευτικών και για τη χώρα μας ρυθμίσεων απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό στους χώρους εργασίας -και όχι μόνον. Σημαντικός από την άποψη αυτή είναι ο ν. 3304/2005 για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στο τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, του γενετήσιου προσανατολισμού (Α’ 16). Με τον νόμο αυτόν, το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις δύο σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, την με αριθμ. 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29.6.2000, και την με αριθμ. 2000/78/ΕΚ επίσης του Συμβουλίου, της 27.11.2000.

3. Η καθυστέρηση του Έλληνα νομοθέτη να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, φαίνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογισθεί κανείς ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση την Ιταλία, όλοι ανεξαίρετα οι κοινοτικοί εταίροι μας έχουν ψηφίσει νόμους για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμβιούντων σε ελεύθερες ενώσεις και των σεξουαλικά διαφορετικών: μετά την Ολλανδία (2001) και το Βέλγιο (2002), τον (πολιτικό βεβαίως) γάμο προσώπων που ανήκουν στο ίδιο φύλο αναγνώρισε πρόσφατα και η (βαθύτατα καθολική) Ισπανία (2005). Μετά την Σουηδία (1994) και τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, την συμβίωση ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών έχει αναγνωρίσει με το Pacte civil de solidarité (γνωστότερο ως PACS) η Γαλλία από το 1999, καθώς και τα περισσότερα γερμανικά κρατίδια, ενώ πρόσφατα ψήφισε σχετικό νόμο η (επίσης θρησκευτικά συντηρητικότατη) Ιρλανδία (2004) και η Μεγάλη Βρετανία (2005). Εξ άλλου, με εμπεριστατωμένες αποφάσεις που εξέδωσαν τα τελευταία χρόνια, τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γαλλίας (CC 9.11.1999) και της Γερμανίας (BVerfG 17.7.2002) επικύρωσαν τις νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες, προς τις οποίες, όπως ήταν φυσικό, πέραν της Εκκλησίας, είχαν αντιταχθεί και ποικιλώνυμοι συντηρητικοί κύκλοι.

4. Σκοπός της παρούσας πρωτοβουλίας είναι να θέσει τέρμα στις δυσμενείς διακρίσεις και να αποκαταστήσει την ισοπολιτεία στο πεδίο των ελεύθερων ενώσεων ετερόφυλων και ομόφυλων ζυγαριών. Για μεν τα πρώτα, δηλαδή τα ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί επί πολλά χρόνια και δεν επιθυμούν να παντρευτούν, οι συντάκτες της παρούσας πρότασης είναι πεπεισμένοι ότι η δυνατότητα που τους παρέχεται (μέσω του καθιερούμενου συμφώνου συμβιώσεως) να εξομοιώσουν τη σχέση τους -από πλευράς νομικών συνεπειών- με τη σχέση των συζύγων από γάμο θα συναντήσει ευρύτερη συναίνεση: η συνεχιζόμενη άρνηση των δικαστηρίων μας να αναγνωρίσουν στους επί μακρόν συμβιούντες στοιχειώδη δικαιώματα για αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη φαίνεται σήμερα ακατανόητη ακόμη σκληρότερη και προπάντων άδικη είναι η ίδια άρνηση όταν εκδηλώνεται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, της συνταξιοδότησης και της κληρονομικής διαδοχής. Όσο για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, επελέγη η λύση της καθιέρωσης και γι’ αυτούς του συμφώνου συμβιώσεως, με πλήρη εξομοίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους με εκείνα των συζύγων από γάμο.

Β΄
Επί των άρθρων


1. Στο άρθρο 1 της πρότασης εξειδικεύεται ο σκοπός –και, μέσω αυτού, το περιεχόμενο- του συμφώνου συμβιώσεως: μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου. Με τις λέξεις «αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη» υπονοείται η υποχρέωση υλικής και ηθικής βοήθειας και συμπαράστασης των συμβιούντων, που πρέπει βεβαίως να είναι ενήλικοι και να αποβλέπουν όχι απλώς σε μια παροδική σχέση, αλλά σε μια μακροχρόνια ένωση. Εξ ου και η αναφορά στην δημιουργία μιας «κοινότητας βίου». Απόρροια της αρχής της αυτονομίας και της ελεύθερης επιλογής, το σύμφωνο συμβίωσης αν και έχει, έτσι όπως ρυθμίζεται στην πρόταση, προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα, συγκεντρώνει και πολλά χαρακτηριστικά θεσμού.

2. Το άρθρο 2 της πρότασης αναφέρεται στον τρόπο σύναψης του συμφώνου. Συνεπής προς τον προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα του συμφώνου, η πρόταση αρκείται στην αυτοπρόσωπη και από κοινού δήλωση των ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν, η οποία γίνεται, χωρίς πανηγυρικό τύπο προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας το τόπου όπου οι δηλούντες προτίθενται να εγκατασταθούν. Μερίμνη του δημάρχου, η σχετική πράξη καταχωρίζεται και κοινοποιείται στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης των δηλούντων. Για τον έλεγχο της τυχόν συνδρομής κωλυμάτων, η παρ. 2 προβλέπει ότι, επί ποινή απαραδέκτου της δήλωσης, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να επισυνάψουν πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους καμιά από τις ιδιότητες που προβλέπει το άρθρο 3 του της πρότασης.

3. Τα κωλύματα για την σύναψη συμφώνου συμβίωσης προβλέπονται από το άρθρο 3. Είναι έξη (6), τα τέσσερα (4) πρώτα από τα οποία συμπίπτουν με τα κωλύματα του γάμου που προβλέπει ο ΑΚ. Αν και απαρχαιωμένα, επαναλήφθηκαν και για το σύμφωνο συμβίωσης για λόγους ενότητας της έννομης τάξης. Το πέμπτο είναι το κώλυμα προηγούμενου συμφώνου, που εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, ενώ το έκτο ορίζει ότι κωλύονται να συνάψουν σύμφωνο πρόσωπα, που κανένα τους δεν έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση, την οποία –σημειωτέον- προβλέπουν σχεδόν όλες οι ισχύουσες νομοθεσίες ευρωπαϊκών κρατών, επιδιώκεται να αποτραπεί ο λεγόμενος «συμβιωτικός τουρισμός».

4. Το άρθρο 4 είναι από τα σπουδαιότερα της πρότασης, καθώς προβλέπει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η σύναψη του συμφώνου. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το σύμφωνο, όσο είναι σε ισχύ, έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Κατά λογική ακολουθία, η παρ. 2 ορίζει ότι, όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για να επέλθουν έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη σαφήνεια, η παρ. 3 ορίζει ότι, με προεδρικό διάταγμα μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες. Τέλος, η παρ. 4 ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

5. Για λόγους έμφασης, το άρθρο 5 της πρότασης ορίζει κάτι που απαγορεύει ήδη έμμεσα η ισχύουσα νομοθεσία (: άρθρο 1545 ΑΚ): ότι δηλαδή, ως μη παντρεμένοι, οι συμβιούντες δεν μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού ανήλικο. Προφανώς, η προηγούμενη υιοθεσία από έναν τουλάχιστον από τους συμβιούντες δεν συνιστά κώλυμα για την σύναψη του συμφώνου και δεν απαγορεύεται η επιγενόμενη υιοθεσία ανηλίκου από τον καθέναν από τους συμβιούντες χωριστά.

6. Το άρθρο 6 της πρότασης αναφέρεται στην λύση του συμφώνου, για την επέλευση της οποίας δεν προβλέπεται η έκδοση διαζυγίου, αλλά μια διαδικασία απλούστερη, που συνάδει με την πνεύμα που διέπει τον εισαγόμενο θεσμό. Εκτός από τον θάνατο και τον γάμο ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες (ή, προφανώς, των συμβιούντων, εφ’ όσον είναι ετερόφυλοι, μεταξύ τους), ως λόγος λύσης του συμφώνου προβλέπεται η από κοινού δήλωση των συμβιούντων από τη μια, και η μονομερής (αναιτιολόγητη) δήλωση του καθενός από αυτούς, με επέλευση όμως των συνεπειών της έξη (6) μήνες αργότερα. Τέλος, η παρ. 6 του άρθρου 7 ορίζει ότι, μετά την λύση του συμφώνου, οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν ωστόσο με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, προβλέπεται ότι, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

7. Το άρθρο 7 της πρότασης απειλεί με ποινές φυλάκισης όσοθς συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό τους ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου3. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου. Ποινή φυλάκισης αλλά μικρότερης διάρκειας απειλεί η παρ. 2 κατά εκείνου ο οποίος, για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει, δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, ενώ η παρ. 3 τιμωρεί ως παράβαση καθήκοντας, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, την άρνηση από τον οικείο δήμαρχο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του που προβλέπει το άρθρο 1. Τέλος, επειδή η ασέλγεια παρά φύση του άρθρου 347 ΠΚ τιμωρείται κατ’ ουσίαν από σειρά άλλων διατάξεων (βλ. 338, 339, 342 και 343 ΠΚ), προτείνεται η κατάργηση του εν λόγω άρθρου πρωτίστως ως περιττού, αλλά και διότι –όπως άλλωστε παρατηρεί στο από 16.12.2004 πόρισμά της και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου- εισάγει μιαν ακόμη δυσμενή διάκριση σε βάρος των αρρένων ομοφυλοφίλων.



ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «Σύμφωνο συμβίωσης»


Άρθρο 1 Σκοπός

Το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζει την μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου.

Άρθρο 2 Τρόπος σύναψης

1. Το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται με από κοινού δήλωση των δύο ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου αυτοί προτίθενται να συγκατοικήσουν, ή προς τον νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να την καταχωρήσουν, να συντάξουν σχετική πράξη και να κοινοποιήσουν αντίγραφο της τελευταίας στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης καθενός από τους συμβιούντες.

2. Επί ποινή απαραδέκτου, οι ενδιαφερόμενοι επισυνάπτουν στη δήλωση πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.


Άρθρο 3 Κωλύματα

Εμποδίζεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:

α. Από συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.

β. Από συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό.

γ. Εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση ενός υιοθεσίας.

δ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά είναι παντρεμένο.

ε. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά δεσμεύεται από σύμφωνο συμβίωσης που είναι σε ισχύ.

στ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν κανένα από αυτά δεν είναι εγκατεστημένο νόμιμα στην Ελλάδα.


Άρθρο 4 Δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβιούντων

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου, το σύμφωνο έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων σε αυτούς των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας.

2. Όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για την επέλευση έννομων συνεπειών στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες.

4. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του.


Άρθρο 5 Υιοθεσία

Μετά την σύναψη του συμφώνου, δεν επιτρέπεται η από κοινού υιοθεσία ανηλίκου από τους συμβιούντες.


Άρθρο 6 Λύση του συμφώνου

1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α. Με τον θάνατο του ενός από τους συμβιούντες.

β. Με τον γάμο του ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες ή και των δύο μεταξύ τους.

γ. Με κοινή συμφωνία των συμβιούντων.

δ. Με μονομερή δήλωση του ενός από τους συμβιούντες.

2. Στην περίπτωση α’ της προηγούμενης παραγράφου, η λύση του συμφώνου επέρχεται κατά την ημερομηνία του θανάτου. Προς τούτο, ο επιζών υποβάλλει αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης του θανάτου του άλλου συμβιούντος, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

3. Στην περίπτωση β’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται από την σύναψη του γάμου.

4. Στην περίπτωση γ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται με την υποβολή από τους συμβιούντες κοινής δήλωσης ότι προτίθενται να τερματίσουν την συμβίωσή τους στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση. Η δήλωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις.

5. Στην περίπτωση δ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται μετά την παρέλευση έξη (6) μηνών από την επίδοση έγγραφης ανακοίνωσης του ενός συμβιούντος προς τον άλλο ότι επιθυμεί να τερματίσει την συμβίωση. Η ανακοίνωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις και θεωρείται ως ουδέποτε γενομένη αν ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλει μέσα σε δύο (2) μήνες από την επίδοσή της αντίγραφό της στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

6. Οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς.


Άρθρο 7 Ποινικές κυρώσεις

1. Όποιος συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό του ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου.

2. Όποιος για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών.

3. Η μη αποδοχή και η μη καταχώρηση της δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου από τον οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και η μη σύνταξη από αυτούς της προβλεπόμενης από την ίδια διάταξη πράξης συνιστά παράβαση καθήκοντος και τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ.

4. Το άρθρο 347 ΠΚ καταργείται.


Άρθρο 8 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, Οκτωβρίου 2005


ΟΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: