Ο γάμος ομόφυλων προσώπων υπό το φως της ισότητας των φύλων
της Λίνας Παπαδοπούλου


Α. Η αποδόμηση ενός παμπάλαιου ορισμού
Γάμος είναι η «ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του νομοδιδασκάλου του Ρωμαϊκού δικαίου, Μοδεστίνου.
Τα περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του ορισμού αυτού επιβίωσαν στους αιώνες, για να αποδομηθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: αμφισβητήθηκε καταρχάς η δια παντός «συγκλήρωσις» του βίου, καθώς επιτράπηκε το διαζύγιο. Όσο και αν η ένωση των δύο βίων γινόταν δια θείου μυστηρίου, η αναγνώριση δυνατότητας λύσης του γάμου ήταν αναπόφευκτη προκειμένου ο θεσμός προσαρμοστεί στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και να επιβιώσει. Κατά δεύτερο λόγο, αμφισβητήθηκε η φύση του ως «θείου δικαίου κοινωνία». Ο θετικισμός και o κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, παρακολούθημα του διαφωτισμού και του ορθού λόγου, οδήγησαν σταδιακά στην αποθρησκειοποίηση του γάμου. Ο τελευταίος αποτελεί κυρίως μια σύμβαση του αστικού δικαίου με έντονα τα προσωπικά στοιχεία, και γι αυτό διαφορετική από τις υπόλοιπες αστικές συμβάσεις, αλλά με κύρια χαρακτηριστικά την ελεύθερη βούληση σύναψής της και τη δυνατότητα λύσης της. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας του γάμου επιβιώνει σε όλες τις θρησκείες, ένα κοσμικό και θρησκευτικά ουδέτερο συνταγματικό κράτος, ωστόσο, οφείλει να συνδέει τις νομικές συνέπειες του γάμου με την πολιτική, δηλ. νομική και όχι θρησκευτική, σύναψή του.
Το τελευταίο στοιχείο που έρχεται να αφαιρεθεί από τον ορισμό –και έχει ήδη αφαιρεθεί σε κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο- είναι η διαφορετικότητα των φύλων: η αστική σύμβαση του γάμου έχει καταστεί στις χώρες αυτές ανεξάρτητη από το φύλο των συμβαλλομένων μερών, όπως και κάθε άλλη εξάλλου αστική σύμβαση, εξέλιξη που συναντά ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές αλλά και ορκισμένους εχθρούς. Το ζήτημα έχει αναχθεί σε προμετωπίδα του πολιτικού φιλελευθερισμού και εξισωτισμού και σε αιχμή του δόρατος εναντίον των φιλελεύθερων ιδεών για τους νεοσυντηρητικούς κύκλους. Γιατί όμως; Ποια είναι τα ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, κυρίως όμως δικαιοπολιτικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές και οι πολέμιοι της αναγνώρισης του γάμου ομοφύλων αντίστοιχα;
Πριν όμως προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών των ζητημάτων, πρέπει να κάνουμε μια εννοιολογική αποσαφήνιση: συζητούμε για γάμο ομοφύλων και όχι ομοφυλοφίλων. Οι ομοφυλόφιλοι μπορούν και σήμερα να συνάψουν γάμο μεταξύ τους, εφόσον είναι ετερό-φυλοι, ανήκουν δηλαδή σε διαφορετικά φύλα. Δεν απαιτείται να είναι και ετερο-φυλό-φιλοι, να κατευθύνουν δηλαδή τις ερωτικές τους προτιμήσεις με τρόπο σταθερό σε άτομα του αντίθετου φύλου. Με άλλα λόγια, ένας ομοφυλόφιλος άνδρας μπορεί να συνάψει γάμο με μια ομοφυλόφιλη γυναίκα. Κανένας έλεγχος της σεξουαλικότητας δεν γίνεται και δεν μπορεί βέβαια να γίνει, όπως δεν μπορεί να γίνει έλεγχος της συνείδησης, πολιτικής ή θρησκευτικής, παρά μόνον των εκδηλώσεών της, γιατί τόσο η ερωτική προτίμηση όσο και η συνείδηση ανάγονται στην εσώτερη σφαίρα του ατόμου και βέβαια (μπορούν να) μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Β. Το ουράνιο τόξο των απόψεων
Ας εξετάσουμε σχηματικά μεν αλλά κριτικά την παλέτα των απόψεων που μπορούν να υποστηριχθούν σχετικά με την αναγνώριση γάμου ομοφύλων ξεκινώντας από την πλέον συντηρητική και φτάνοντας στην πλέον φιλελεύθερη:

1. Η ιερότητα του (ετερόφυλου) γάμου και η απαγόρευση νομιμοποίησης της «ανωμαλίας»
Η άποψη αυτή ξεκινάει από την ανθρωπολογικής υφής παρατήρηση ότι η ομοφυλοφιλία είναι «παρά φύση» και «ανωμαλία», καθώς δεν συναντάται στη φύση, και άρα θα έπρεπε να απαγορεύεται, ή πάντως, στην ήπια εκδοχή της άποψης αυτής, να μην αναγνωρίζεται κοινωνικά, πολλώ δε μάλλον νομικά. Η αναγνώρισή της –προστίθεται το επιχείρημα- θα πολλαπλασίαζε τα… «κρούσματα» και το… «κουσούρι» θα εξαπλωνόταν σαν άλλη χολέρα.
Πρόκειται για την πλέον αντιδραστική άποψη, συνδεόμενη με ηθικολογικές και θρησκευτικές αξιωματικές παραδοχές, η οποία δεν μπορεί να αντισταθεί σε κριτική ορθού λόγου. Κι αυτό γιατί: πρώτον, η ομόφυλη σεξουαλική συμπεριφορά απαντάται και στα ζώα, άρα είναι «φυσική», δεύτερον, τι σημασία έχει ακόμη και αν δεν είναι «φυσική», μήπως δεν είναι «παρά φύση» όλος ο πολιτισμός, τόσο ο διανοητικός, καλλιτεχνικός (culture), όσο και ο τεχνικός (civilization); Οδηγεί η «παρά φύση»…φύση τους σε απαγόρευση κοινωνικής αποδοχής και νομικής αναγνώρισης της ύπαρξής τους; Ο δε ιερός χαρακτήρας του γάμου με θρησκευτικούς όρους δεν αφορά μια κοσμική Πολιτεία, παρά μόνον ένα θεοκρατικό κράτος. Τέτοιο όμως δεν μπορεί να είναι το συνταγματικό κράτος και μάλιστα μιας πολυπολιτισμικής, δομημένης στα διδάγματα του διαφωτισμού κοινωνίας.
Όσο για το φόβο της εξάπλωσης του… ιού, πρόκειται για τη μεγαλύτερη παραδοχή, που ούτε οι φανατικοί υπέρμαχοι της ομοφυλοφιλίας ως ερωτικής επιλογής δεν θα τολμούσαν να αρθρώσουν, ότι δηλαδή όλοι, ή, έστω, οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε συνθήκες ίσης και απροκατάληπτης αντιμετώπισης των ερωτικών επιλογών θα επέλεγαν την ομοφυλοφιλία ή πάντως την αμφιφυλοφιλία. Η κυριαρχία της αμφιφυλοφιλίας επιβεβαιώνεται μεν από κάποιες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις και εμπειρικά σε κάποιους πολιτισμούς (ας σκεφτούμε την αρχαία Αθήνα), αλλά αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται η καταπίεση της «φύσης» του ανθρώπου, και άρα το συνολικό επιχείρημα περί «παρά φύση» σεξουαλικότητας υποσκάπτει εαυτό.

2. Νομική αναγνώριση ναι, γάμος όχι!
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ομοφυλοφιλία υπάρχει και πρέπει να δεχόμαστε τους ανθρώπους με τα… «κουσούρια» τους, εξάλλου όλοι τέκνα του θεού είμαστε, άρα… ας αναγνωρίσουμε κάποιες νομικές συνέπειες σε μακρόχρονες σχέσεις ομοφύλων, που τους συνδέει η αγάπη, η συντροφικότητα, ο έρωτας. Εξάλλου, είναι κρίμα άνθρωποι που έζησαν μαζί για χρόνια, να μην μπορούν να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον στο νοσοκομείο, λόγω έλλειψης συγγένειας, να μην μπορούν να κληρονομούν ο ένας τον άλλο, να μοιράζονται τα αποκτήματα και την περιουσία, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της συμβίωσης. Εξάλλου, είναι καλύτερο να ενθαρρύνονται οι μακρόχρονες σχέσεις, από το να ωθούνται οι ομοφυλόφιλοι σε ευκαιριακές συνευρέσεις.
Η άποψη αυτή παρουσιάζεται πιο φιλελεύθερη, καθώς αναγνωρίζει την ερωτική διαφορετικότητα, επιμένει ωστόσο στον ορισμό του γάμου ως ένωση ενός «άνδρα και μιας γυναίκας». Ο λόγος; Επειδή κάθε άλλο ζεύγος (άνδρας-άνδρας, γυναίκα-γυναίκα) δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο: αποτελεί η επιθυμία ή ικανότητα τεκνοποίησης τυπική ή ουσιαστική προϋπόθεση σύναψης γάμου; Καλούνται οι μελλόνυμφοι να υπογράψουν σχετικά ρητή υποχρέωση και τελεί ο γάμος υπό τη διαλυτική αίρεση της απόκτησης κοινών τέκνων; Όχι βέβαια! Γιατί τότε να αποκλείονται μόνον οι ομόφυλοι από τη σύναψη γάμου και όχι π.χ. και οι (λόγω προβλημάτων υγείας ή ηλικίας) ανίκανοι προς τεκνοποίηση; Θα μπορούσε να αναγνωρίζεται –και σύμφωνα με μια άποψη έτσι είναι- ως οικογένεια μόνον η σχέση μεταξύ γονιών (ή γονέα) και κοινού τους τέκνου, αλλά αυτό δεν αφορά τη σύμβαση του γάμου. Ο τελευταίος στηρίζεται στην κοινή βούληση γέννησης δικαιωμάτων και ανάληψης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, ανάμεσα στις οποίες δεν είναι εκείνη της απόκτησης τέκνων, και ούτε θα μπορούσε να είναι, καθώς θα ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των ατόμων.

3. Ναι στην θεσμοθέτηση γάμου ομοφύλων!
Ο γάμος αφορά στην ελεύθερη βούληση συμβίωσης δύο ανθρώπων που επιθυμούν να συνδέσουν τις ζωές τους, για όσο διάστημα τους ενώνουν δεσμοί αγάπης, έρωτα ή / και αλληλεγγύης, οι λόγοι δικοί τους και ανεξερεύνητοι, έτσι κι αλλιώς δεν εξετάζονται ούτε στον ετερόφυλο γάμο, μπορεί να είναι και για να… ενώσουν οι πατεράδες τους τα βασίλειά τους! Συνεπώς, μια τέτοια σχέση μπορεί να υπάρξει ανεξαρτήτως φύλου! Κάποιοι άνθρωποι σταθερά ή σε κάποια φάση της ζωής τους επιλέγουν ομόφυλο σύντροφο και αυτό σε τίποτε δεν διαφοροποιεί το συναίσθημα (ή μη), και πάντως την απόφασή τους, από εκείνους που προτιμούν ετερόφυλο.
Η αντίρρηση από το συντηρητικό οπλοστάσιο είναι ότι γάμος υπήρξε πάντα (βλ. ορισμό ρωμαϊκού δικαίου) ο ετερόφυλος (!) και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις… παραδόσεις! Εξάλλου, η συνταγματική κατοχύρωση του (αναγκαστικά ετερόφυλου) γάμου υποσκάπτεται από την αναγνώρισή του και σε… άλλους. Το επιχείρημα μοιάζει με αυτό που λέει ότι οι γυναίκες (κάποτε) και οι μετανάστες σήμερα δεν επιτρέπεται να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, καθώς το Σύνταγμα το κατοχύρωνε μόνον για τους άρρενες Έλληνες πολίτες.
Είναι προφανές ότι η αναγνώριση περισσότερων δικαιούχων ενός δικαιώματος κάνει μια πολιτική πιο εξισωτική και αφαιρεί προνόμια από τους κατέχοντες το δικαίωμα. Οι αποκλεισμοί ωστόσο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως… συνταγματικό επιχείρημα! Είναι απλώς πολιτικό, στο βαθμό που στηρίζεται και στηρίζει τους κοινωνικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς. Η συμπεριληπτική ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων αποτελεί διακύβευμα και αιτούμενου του πολιτικού φιλελευθερισμού και ως τέτοιο είναι αναμενόμενο να συναντάει την αντίθεση των συντηρητικών ιδεών και ιδεοληψιών.

4. Αναγνώριση de lege lata του γάμου ομοφύλων
Δεν χρειάζεται καν να θεσμοθετηθεί γάμος ομοφύλων, καθώς πουθενά στο νόμο δεν αναφέρεται η διαφορά του φύλου ως προϋπόθεση σύναψης γάμου, και συνεπώς αρκεί μια σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου για να συναφθεί γάμος ομόφυλων ατόμων.
Η συνταγματική επιταγή αναγνώρισης γάμου ομοφύλων αποτελεί απόρροια της αρχής της ισότητας των φύλων στη σύγχρονη εκδοχή της: ισότητα φύλων δεν σημαίνει πλέον απλώς και μόνον οι γυναίκες να μην είναι κατώτερες από τους άνδρες, σημαίνει ότι το φύλο δεν μπορεί να θεωρείται καθοριστικό κριτήριο για τη γέννηση δικαιωμάτων. Ο νόμος πρέπει να μην ενδιαφέρεται για το φύλο του υποκειμένου, προκειμένου να αναγνωρίσει δικαιώματα και υποχρεώσεις, ή για να διαφοροποιήσει το περιεχόμενό τους. Το να μην μπορεί ο Α να συνάψει σύμβαση με τον Β λόγω του φύλου του συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω φύλου, ακόμη και αν και η Γ δεν μπορεί να συνάψει γάμο με τη Δ, κατά τον ίδιο λόγο που συνιστούσε διάκριση λόγω φυλής η απαγόρευση σύναψης γάμου ενός μαύρου με μια λευκή (στην Αμερική του πρώτου μισού του 20ου αιώνα) ή ενός Γερμανού με μια Εβραία (στο τρίτο Ράιχ), παρότι αντίστοιχα απαγορευόταν και σε έναν λευκό να παντρευτεί μια μαύρη (και σε έναν Εβραίο μια Γερμανίδα). Το ότι δηλαδή η απαγόρευση ισχύει και για τα δύο φύλα δεν της αφαιρεί την έμφυλη διάσταση, όπως η απαγόρευση και στις δύο «φυλές» δεν αφαιρούσε τη διάσταση της ρατσιστικής διάκρισης.
Η μόνη εξαίρεση που προβλέπεται στην ισότητα των φύλων με την έννοια της αδιάκριτης αναγνώρισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων –πέραν των θετικών μέτρων που αποβλέπουν ακριβώς στην αποκατάσταση της αρχής αυτής, η οποία έχει διαταραχθεί λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων και αδικιών- είναι όταν η διαφορετική μεταχείριση ανάγεται και συνδέεται άμεσα με βιολογικές διαφορές. Αν δηλαδή ο γάμος προϋπέθετε τεκνοποιία, και μάλιστα τη γέννηση βιολογικών τέκνων των συζύγων, τότε και μόνον τότε θα μπορούσε να αποκλειστεί ο γάμος ομοφύλων. Εφόσον όμως γάμος δεν επισυνάπτεται μόνον αν υπάρχουν κοινά βιολογικά τέκνα, αυτό σημαίνει ότι δεν ανάγεται σε βιολογικές διαφορές και συνεπώς δεν μπορεί η σύναψή του να έχει ως τυπική προϋπόθεση το φύλο των συμβαλλομένων μερών.
Η νομικά άψογη αυτή άποψη, σύμφωνα με την οποία ήδη βάσει του θετού δικαίου η διαφορά φύλου των υποψηφίων συζύγων δεν αποτελεί προϋπόθεση σύναψης γάμου, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνον με επιχειρήματα που αναφέρονται στη δημοκρατική διαδικασία και την ιστορική ερμηνεία των νόμων. Σύμφωνα με το αντεπιχείρημα αυτό ο ιστορικός νομοθέτης είχε στο νου του το γάμο ως ένωση ετεροφύλων και αυτό μόνον ο παροντικός ή μελλοντικός νομοθέτης μπορεί να το αλλάξει, και όχι ο δικαστής, ο ερμηνευτής ή ο δήμαρχος. Μια τέτοια αλλαγή, συνεχίζει το επιχείρημα, καθώς αγγίζει ζητήματα κοινωνικής ηθικής, πρέπει να αποτυπώνεται στην απόφαση του δημοκρατικά εκλεγμένου νομοθέτη, ακριβώς επειδή ο τελευταίος απολαμβάνει αυξημένης νομιμοποίησης σε σχέση με τους υπόλοιπους ερμηνευτές και εφαρμοστές του Συντάγματος και των νόμων. Το επιχείρημα, που είναι γνωστό και από άλλες περιπτώσεις προστασίας θεμελιωδών, κυρίως μειονοτικών, δικαιωμάτων, ανάγεται στη φύση και τη μορφή της δημοκρατίας, και θέτει το ερώτημα σχετικά με τη διαλεκτική σύνθεση των διαδικαστικά δημοκρατικών, δηλαδή πλειοψηφικών, και των ουσιαστικά δημοκρατικών, αλλά διαδικαστικά αριστοκρατικών, συστατικών της. Είναι δε, αντικείμενο άλλης εκτενούς συζήτησης, που δεν μπορεί να διεξαχθεί εδώ.

Αυτό που ωστόσο γίνεται καθολικά δεκτό είναι ότι η διαδικαστική, δηλαδή αυστηρή πλειοψηφική διάσταση της δημοκρατικής αρχής έχει εμπλουτιστεί με ουσιαστικά, δηλαδή αξιακά εννοιολογικά στοιχεία, με κυριότερα τα θεμελιώδη δικαιώματα, και με θεσμούς αριστοκρατικής (ή τεχνοκρατικής) καταγωγής προς διαφύλαξη των στοιχείων αυτών, όπως είναι τα δικαστήρια και οι ανεξάρτητες αρχές.

Γ. Αντί επιλόγου… πολιτικός κατά νομικού λόγου και η … άρνηση του Λόγου!
Είναι προφανές ότι όλες οι παραπάνω απόψεις εκκινούν από βασικές παραδοχές που ανάγονται στην πολιτική άποψη και –συνειδητά ή ασυνείδητα- σε πολιτικές θεωρίες. Η υιοθέτηση της μιας ή άλλης από αυτές είναι συνεπώς περισσότερο θέμα ιδεολογικής τοποθέτησης. Η δογματική καθαρότητα της τελευταίας άποψης βρίσκει τα όριά της στην πολιτική μας προαντίληψη και προκατάληψη.
Ωστόσο, υπάρχει και κάτι πέραν του… Λόγου: υπάρχει η αγάπη που διατρέχει θρησκεία και πολιτική και τις ενώνει! Υπάρχει η αγάπη για τον άλλον και για τον Άλλον, όχι απλώς η ανοχή (tolerance) για το Διαφορετικό, αλλά η αποδοχή του ως κομμάτι μας, ως πλούτος, και άρα η συμπερίληψή του. Το αιτούμενο του πολιτικού φιλελευθερισμού για συμπεριληπτική, ολοένα διευρυνόμενη ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων, δεν στηρίζεται τόσο σε επιχειρήματα πολιτικής θεωρίας, όσο στην αγαπητική σχέση εαυτών προς αλλήλους, στο πάθος για ισότητα και στο συναίσθημα της συμ-πάθειας έναντι όσων στερούνται των πραγματικών δυνατοτήτων άσκησης των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε (με ελάχιστες διαφορές) στο περιοδικό έντυπο του Συλλόγου Νέων Νομικών ΣΥ.Ν.ΝΟ.Δ.ος Ιδεών, τεύχος 3ο, Μάρτιος 2006, σελ. 24-25 και στις ιστοσελίδες www.anatheorisi.org [εδώ] και www.e-rooster.gr [εδώ με σχετική συζήτηση]


Δεν υπάρχουν σχόλια: