ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ.
ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

Γ. Παπαδημητρίου
Καθηγητή Πανεπιστημίου. Βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ

I. Η Ελλάδα ανήκει, μαζί με την Ιταλία, στις τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν προβλέπουν το σύμφωνο συμβίωσης ως μορφή με την οποία δύο άνθρωποι επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους χωρίς γάμο. Η καθιέρωσή του θα δώσει διέξοδο σε όσους, για λόγους που αφορούν ιδίως τις ιδεολογικές προτιμήσεις τους, επιθυμούν να προσδώσουν στη συντροφική σχέση που τους ενώνει μονιμότερες συνέπειες. Σήμερα η συμβίωση χωρίς νομικό δεσμό δεν εγγυάται λ.χ. δικαιώματα διατροφής και ασφάλισης, δεν προβλέπει κληρονομικά δικαιώματα και δεν ρυθμίζει τις περιουσιακές τους σχέσεις.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με αντικειμενικές εκτιμήσεις περισσότεροι από εκατό χιλιάδες πολίτες φαίνεται να προσβλέπουν στο σύμφωνο συμβίωσης. Σε μία ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία, όπως η ελληνική, η καθιέρωσή του είναι προ πάντων ζήτημα αρχής. Εκτός αυτού, το ζήτημα τείνει να προσλάβει και σημαντικές ποσοτικές διαστάσεις. Οι λόγοι που οδήγησαν στη γενικευμένη υιοθέτησή του στον ευρωπαϊκό χώρο ισχύουν ασφαλώς και σε μας. Η κοινωνία έχει ωριμάσει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικά και είναι, νομίζω, σε θέση να παρακολουθεί τις εξελίξεις που συντελούνται στην ευρωπαϊκή οικογένεια και να προωθεί τις αναγκαίες τομές για την πιο φιλελεύθερη οργάνωσή της.

II. Θα περίμενε κανείς, γι’ αυτό, ότι θα είχε ανακινηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η σχετική συζήτηση άρχισε ωστόσο με καθυστέρηση μόλις το 2004. Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκπονήθηκε το 2005 πρόταση νόμου για το «Σύμφωνο Συμβίωσης» με ευθύνη του αείμνηστου καθηγητή Γ. Κουμάντου και του συναδέλφου Ν.-Κ. Αλιβιζάτου. Αργότερα ο Υπουργός Δικαιοσύνης συνέστησε ομάδα εργασίας από έγκριτους νομικούς, η οποία επεξεργάστηκε και υπέβαλε το 2007 σχέδιο νόμου για το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης». Η βασική διαφορά μεταξύ της πρότασης και του σχεδίου νόμου τους είναι ότι η πρώτη ρυθμίζει την ελεύθερη συμβίωση ανεξαρτήτως φύλου, δηλαδή τόσο μεταξύ ετερόφυλων όσο και μεταξύ ομόφυλων. Το δεύτερο, αντίθετα, περιορίζεται στην ελεύθερη συμβίωση μόνο μεταξύ ετερόφυλων συντρόφων.
Την προοπτική αυτή, στην πιο προωθημένη εκδοχή της, υιοθέτησε το 2005 το ΠΑΣΟΚ, εγκαινιάζοντας μάλιστα μια σειρά εκδηλώσεων που θα συνέβαλαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετική πρόταση περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του 2007. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία, διαβλέποντας ότι δεν μπορεί να αγνοήσει το πρόβλημα, φαίνεται να προσανατολίζεται προς το παρόν στην υιοθέτηση του συμφώνου μόνο για ετερόφυλους συντρόφους.
Στον αντίποδα φαίνεται ότι βρίσκεται η Εκκλησία της Ελλάδος, με σημαντικές πάντως εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ένα μεγάλο επίσης μέρος της κοινωνίας, που εμφορείται από συντηρητικές αντιλήψεις, αντιμετωπίζει με καχυποψία την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Αν και δεν είναι βέβαια εύκολο να συνθέσει κανείς μια αξιόπιστη εικόνα, ορθότερη είναι η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η κοινωνία φαίνεται να έχει εξοικειωθεί με την ανάγκη υιοθέτησής του.

III
Στη σχετική συζήτηση είναι βέβαια αναγκαίο να διευκρινίσουμε από την αρχή τη θέση του Συντάγματος για το ζήτημα. Ιδιαίτερη σημασία έχουν εν προκειμένω το άρθρο 5 παρ. 1 που διασφαλίζει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το άρθρο 9 παρ. 1 που εγγυάται το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το άρθρο 2 παρ. 1 που αναγορεύει το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας καθώς επίσης και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ που προβλέπει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Οι παραπάνω διατάξεις με την ευρεία εμβέλεια και το κανονιστικό περιεχόμενό τους, όπως προκύπτει από τις εξελίξεις που συντελούνται στην κοινωνία μας, παρέχουν επαρκές έρεισμα για την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης.
Ο νομοθέτης θα έπρεπε λοιπόν να υιοθετήσει το σύμφωνο τόσο για ετερόφυλους όσο και για ομόφυλους συντρόφους που επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους. Ενώ όμως στην περίπτωση των ετερόφυλων συντρόφων φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ευρύτερη συναίνεση στην κοινωνία, αντιρρήσεις εκφράζονται για τη ρύθμιση του συμφώνου μεταξύ ομοφύλων. Όσοι ενστερνίζονται ανάλογες αντιλήψεις παραγνωρίζουν πάντως ότι το Σύνταγμα επιβάλλει, κατά την ορθότερη άποψη, και σε αυτήν την περίπτωση τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν και στους ομόφυλους συντρόφους να ασκούν τα δικαιώματα που κατοχυρώνει.
Το κύριο επιχείρημα που απομένει σε όσους αμφισβητούν τη δυνατότητα υιοθέτησης του συμφώνου συμβίωσης και για ομόφυλους είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου και της λειτουργίας τους με βάση αντιλήψεις που επικρατούσαν πριν από δύο-τρεις δεκαετίες και η επίκληση της ρήτρας των χρηστών ηθών. Και στις δύο περιπτώσεις παραγνωρίζουν όμως ότι τα παραπάνω δικαιώματα καθώς και η έννοια των χρηστών ηθών προσαρμόζονται διαρκώς με γνώμονα τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται με ανάγλυφο τρόπο στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, η οποία συμπυκνώνει άλλωστε τη συνισταμένη της προστασίας των δικαιωμάτων σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

IV. Με αυτές τις σκέψεις είναι ευπρόσδεκτη η πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης να προωθήσει, έστω καθυστερημένα, την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης. Το νομοσχέδιο που θα υποβάλλει στη Βουλή θα ήταν πάντως προτιμότερο να ρυθμίζει το ζήτημα τόσο για τους ετερόφυλους όσο και για τους ομόφυλους που επιθυμούν να ενώσουν τη ζωή τους. Στην εν λόγω λύση θα έπρεπε να προσανατολισθεί, γιατί ανταποκρίνεται περισσότερο στις επιταγές του Συντάγματός μας και της ΕΣΔΑ αλλά και στις νέες αντιλήψεις που τείνουν να επικρατήσουν στην κοινωνία μας. Τα παραδείγματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών βεβαιώνουν ότι διαμαρτυρίες και λοιδορίες, που θα ακουστούν με βεβαιότητα, θα απορροφηθούν γρήγορα, αν δείξουμε ωριμότητα και σοβαρότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: