Δικαίωμα στο γάμο:
συνταγματικό προνόμιο των ετεροφύλων
ή δικαίωμα και των ομοφύλων
του
Βαγγέλη Μάλλιου
Διδάκτορα Νομικής, Δικηγόρου
συνταγματικό προνόμιο των ετεροφύλων
ή δικαίωμα και των ομοφύλων
του
Βαγγέλη Μάλλιου
Διδάκτορα Νομικής, Δικηγόρου
Μέχρι την τέλεση των δύο γάμων ομοφύλων από τον Δήμαρχο Τήλου, η Κυβέρνηση κρατούσε τα προσχήματα: ναι μεν τα ομόφυλα ζευγάρια δεν είχαν συμπεριληφθεί στο καταρτισθέν νομοσχέδιο περί ελεύθερης συμβίωσης, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή πρόκειται για ζήτημα που, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, έπρεπε να εξετασθεί με «προσοχή και σύνεση» από ομάδα ειδικών. Από τη στιγμή, όμως, της δημοσιοποίησης του ως άνω γεγονότος, έγινε αντιληπτό ότι παρά τον εκσυγχρονισμό της, η ελληνική κοινωνία δεν έχει απελευθερωθεί από αναχρονιστικές προκαταλήψεις. Αντίθετα, πολύ συχνά η προσπάθεια προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις και υπονομεύεται στην πράξη από κοινωνικές αγκιστρώσεις που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.
Έτσι, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η τέλεση του γάμου, η Κυβέρνηση απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο συμπερίληψης των ομόφυλων ζευγαριών στο προωθούμενο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Περαιτέρω, ο μεν Εισαγγελέας Αρείου Πάγου απέστειλε εγκύκλιο απειλώντας με ποινικές κυρώσεις, ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτήρισε την ενέργεια του Δημάρχου «αυθαίρετη και πραξικοπηματική», ενώ και οι δύο συμφώνησαν ότι οι γάμοι θεωρούνται ως μη γενόμενοι. Και τούτο, παρότι υποστηρίζεται ότι ο Αστικός Κώδικας δεν θέτει ως προϋπόθεση για την τέλεση έγκυρου γάμου τη διαφορά φύλου μεταξύ των μελλονύμφων.
Αν και πρόκειται για υποστατό γάμο (αφού περιβάλλεται από τον προβλεπόμενο τύπο και έχει καταχωρηθεί ληξιαρχικώς) ο οποίος παράγει έννομα αποτελέσματα και δεσμεύει τα όργανα της διοίκησης μέχρι την τυχόν ακύρωσή του από τα δικαστήρια, θεωρώ ότι το κρίσιμο ερώτημα είναι συνταγματικής υφής: η δυνατότητα σύναψης γάμου είναι συνταγματικό προνόμιο μόνο των ζευγαριών διαφορετικού φύλου ή είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων;
Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα των πολέμιων του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου:
Καταρχήν, είναι εσφαλμένη η άποψη που συνδέει το γάμο με τη δυνατότητα, εκ μέρους του ζευγαριού, απόκτησης τέκνων, αφού το δικαίωμα στο γάμο είναι διακριτό από το δικαίωμα απόκτησης τέκνων και δημιουργίας οικογένειας. Πράγματι, η δυνατότητα τεκνοποιίας δε συνιστά δομικό χαρακτηριστικό των συζυγικών σχέσεων. Το αντίθετο δε θα λάμβανε καθόλου υπόψιν, το γεγονός ότι μπορούν να συνάψουν έγκυρο γάμο ζευγάρια, ανεξάρτητα από τη βιολογική δυνατότητά τους ή και την επιθυμία τους να τεκνοποιήσουν.
Ούτε, όμως, και το επιχείρημα της «ιερότητας» και της «θρησκευτικής φύσης» του γάμου, το οποίο προβάλλεται κατά κόρον από εκκλησιαστικούς κύκλους είναι ορθό, αφού αγνοεί παντελώς τη διαφοροποίηση μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού γάμου και την εγκαθίδρυση του πολιτικού τύπου γάμου ως ανεξάρτητου και ισότιμου συστατικού τύπου με τον θρησκευτικό. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα των ζευγαριών ιδίου φύλου να παντρευτούν ούτε αναιρεί τη δυνατότητα στα ζευγάρια ετερόφυλων να συνάψουν θρησκευτικό γάμο, ούτε υποχρεώνει τους ιερείς να τελέσουν θρησκευτικό γάμο σε ζευγάρι ατόμων του ιδίου φύλου.
Μήπως, όμως, εντέλει η αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης γάμου σε ζευγάρια του ιδίου φύλου έρχεται σε αντίθεση με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας και με τον «παραδοσιακό» ορισμό του γάμου, ως ένωσης ανάμεσα σε γυναίκα και άνδρα; Καταρχήν, το να επιχειρηματολογεί κάποιος, ξεκινώντας από τον ορισμό του γάμου κάνει ένα μεθοδολογικό σφάλμα, αφού ξεκινά κατ’ ουσίαν από το ζητούμενο. Ο κάθε ορισμός δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τα εκάστοτε κυρίαρχα δεδομένα και τις κρατούσες αντιλήψεις. Έτσι, η επιχειρηματολογία αυτή είναι κατ’ ουσίαν ένας κύκλος που αναπαράγει τον ίδιο τον ορισμό και καταλήγει και πάλι στο σημείο έναρξης. Περαιτέρω, η μακροχρόνια ύπαρξη ενός θεσμού ή απλώς μιας νομικής και πραγματικής κατάστασης δεν τα μετατρέπει -άνευ άλλου- και σε στοιχεία άξια έννομης προστασίας και διατήρησής τους εις το διηνεκές. Διαφορετικά, θα έπρεπε να συνεχίζεται μέχρι σήμερα ο ιστορικά εδραιωμένος από την αρχαιότητα «θεσμός» της δουλείας ή, για να έρθουμε και στο παράδειγμα του γάμου, θα έπρεπε να παραμένει ακόμα «αδιανόητος» ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικού χρώματος.
Μήπως, όμως, εντέλει η κοινωνία δεν είναι «έτοιμη» ακόμα για ένα τέτοιο βήμα; Το εν λόγω επιχείρημα, το οποίο κατά καιρούς προβάλλεται από την άρχουσα τάξη προκειμένου να στερεί από μια κοινωνική ομάδα τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι υπόλοιποι (π.χ. το δικαίωμα ψήφου από τις γυναίκες ή στην Αμερική τα πολιτικά δικαιώματα από τους μαύρους), δεν έχει θέση σε μια κοινωνία που θέλει να είναι δημοκρατική και φιλελεύθερη. Αν όντως τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν λόγο ύπαρξης δεν μπορεί να συμψηφίζονται ή να παρακάμπτονται με συντηρητικά κλισέ, κάτω από το φόβητρο της αντίδρασης της Εκκλησίας και της μικροπολιτικής ψηφοθηρίας ή επειδή απλώς ορισμένοι «ενοχλούνται». Η ρύθμιση της συμβίωσης των ομοφύλων είναι μια πραγματική ανάγκη, γεγονός που επιβεβαιώνεται αφενός μεν από τους αντίστοιχους νόμους των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, αφετέρου δε από τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού δικαίου περί εξάλειψης των διακρίσεων.
Τα ζευγάρια ατόμων του ιδίου φύλου δεν αναζητούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο θα παντρεύονται οι υπόλοιποι, ούτε πόσο μάλλον τις υποχρεώσεις και εν γένει τις έννομες συνέπειες που προκύπτουν από το γάμο. Ζητούν απλώς, από την Πολιτεία κάτι αυτονόητο: να μην αρνείται σε μια ομάδα ανθρώπων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα: το δικαίωμα καθενός να διαμορφώσει αυτόνομα τη ζωή του, να επιλέξει ανεπηρέαστα το (τη) σύντροφό του και να αποφασίζει ελεύθερα αν, πότε και με ποιον (ποια) θα παντρευτεί.