Του Γιάννη Ζ. Δρόσου

ΤΑ ΝΕΑ, 22/07/2009, Σελ. 8-9


Του Γιάννη Ζ. Δρόσου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

Η ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ πρόταση γνωστού βουλευτή του ΠΑΣΟΚ να μην ψηφισθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να προκληθούν εκλογές και στη συνέχεια να προταθεί η επανεκλογή του- αν αποδόθηκε σωστά ίσως και να μην είναι το άριστο δείγμα μιας coretezza costituzionale. Μάλλον τσιφτολεβέντικη πονηρία δείχνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα.

Ο θόρυβος προεξαγγέλθηκε με άρθρο που έγραψε πριν από καμιά δεκαριά μέρες θαυμαστώς πως λάμψας παλαιός συνταγματολόγος του οποίου τα έργα, εξίτηλα πάντα ταχύ έγιναν, ταχύ δε και παντελής λήθη κατέχωσεν . Σε αυτό αποφάνθηκε ότι αν ένα κόμμα δηλώσει ότι δεν ψηφίζει κανέναν υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα υποχρεωτικά σε εκλογές, προκαλεί την πρόωρη διάλυση της βουλής για λόγο που δεν προβλέπει ούτε επιτρέπει το Σύνταγμα και επιπλέον σφετερίζεται την αρμοδιότητα για πρόωρη διάλυση της βουλής, ενώ δεν την έχει από το Σύνταγμα. Μην τύχει και θελήσετε δηλαδή εκλογές που προβλέπει το Σύνταγμα γιατί παρανομείτε!

Όμως οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν εξαρτούν το συνταγματικό κύρος της συμμετοχής ή της μη συμμετοχής των βουλευτών στην ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τους λόγους για τους οποίους μετέχουν ή δεν μετέχουν σε αυτήν. Άλλωστε, ο αναθεωρητικός νομοθέτης είχε δύο τουλάχιστον φορές τη δυνατότητα να απεξαρτήσει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο εκλογών και δεν το έπραξε. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ρυθμιστεί έτσι, ώστε αν η αξιωματική αντιπολίτευση (ή και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως συνέβη με τη Νέα Δημοκρατία το 1990) δεν συμφωνήσει στο προτεινόμενο πρόσωπο, να προκαλούνται τελικά γενικές βουλευτικές εκλογές και νέα κυβέρνηση.

Εκλεπτυσμένη, στην ίδια όμως κατεύθυνση, αναπτύσσεται η γνώμη του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου. Δεν φαίνεται να θέτει, τουλάχιστον όχι ευθέως, θέμα παραβίασης του Συντάγματος, ρητά δε σημειώνει ότι αν δεν γίνουν όσα φρονεί κυρώσεις δεν προβλέπονται. Και αυτός όμως θεωρεί ότι τα μόνα «θεμιτά» κριτήρια της στάσης ενός κόμματος εν όψει προεδρικής εκλογής είναι εκείνα που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του προσώπου του Προέδρου. Όμως γιατί μόνον αυτά; Μάλλον χωρίς νομικό επιχείρημα, γι΄ αυτό και τα πομπώδη «εργαλείο στη διάθεση εκείνων που για λόγους ασχέτους...», «ερμηνευτικός περίγελως» κ.λπ.

Τα πράγματα είναι τελικώς απλά: νομική υποχρέωση κόμματος ή βουλευτή να μετάσχει κάπως ή αλλιώς στην ψηφοφορία ή να μη μετάσχει δεν υπάρχει. Ακόμη περισσότερο: όταν υπάρχει ρητή συνταγματική δυνατότητα προσφυγής στις εκλογές και πολιτική και κοινωνική δυναμική που τις καθιστά από αναγκαίες εφικτές, το πράγμα τελειώνει εδώ. Κατά τα λοιπά, πολυλογία που θεωρεί ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία- και μάλιστα όταν αυτό ρητά προβλέπεται από το Σύνταγμαείναι δήθεν παραβίαση του Συντάγματος, έχει ξεπεραστεί ιστορικά από την εποχή του Χοϊδά, του Σγουρίτσα και του Αρναούτη...

Νομίζω πάντως ότι ο θόρυβος προέρχεται μάλλον από τα πρόσωπα που τον προκαλούν παρά από τις απόψεις τους. Στα τελευταία τριάντα τόσα πια χρόνια που παρατηρώ τα συνταγματικά τεκταινόμενα, το Σύνταγμα χρησιμοποιείται, από κάθε πλευρά, όχι ως σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο διεξαγωγής των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά για το αντίθετό του: ως εργαλείο για να επιβληθούν σκοπιμότητες, κομματικές, εσωκομματικές, ατομικές ή άλλες, σαν δήθεν συνταγματικές επιταγές ή απαγορεύσεις, σαν διαταγές δηλαδή που βρίσκονται έξω από τον κανόνα του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αυτό συμβαίνει συχνά, κάποτε και διαφανώς ευθηνά, με τρόπο μάλιστα που μας θυμίζει το αποδιδόμενο στον Τζούλιο Αντρεότι, ότι η εξουσία είναι πολύ βρώμικο πράγμα όταν δεν την έχεις...




Του Άλκη Δερβιτσιώτη,

Αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θράκης


Η συζήτηση η οποία άρχισε με αφορμή τις τοποθετήσεις δύο εκ των κορυφαίων συνταγματολόγων μας έπρεπε ήδη να έχει διεξαχθεί κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, τόσο στη Ζ΄ όσο και στην Η΄ Αναθεωρητική Βουλή. Υπενθυμίζω ότι κατά τις συζητήσεις στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή είχε προταθεί, χωρίς όμως να υιοθετηθεί και θεσπιστεί, η απάλειψη της διαδικασίας της διάλυσης της Βουλής και της διενέργειας εκλογών εάν δεν τελεσφορήσουν οι τρεις προβλεπόμενες στο άρθρο 32 του Συντάγματος ψηφοφορίες με αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Όπως έχει η διάταξη του άρθρου 32 του Συντάγματος, η διάλυση της Βουλής προβλέπεται όταν διαπιστωθεί αδυναμία επίτευξης της αυξημένης πλειοψηφίας σε έναν υποψήφιο. Υπό την ανωτέρω εκδοχή οι εκφρασθείσες απόψεις είναι θεωρητικώς υποστηρίξιμες.

Εξίσου υποστηρίξιμο όμως είναι ότι η συνταγματική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 32 δεν παραβιάζεται τυπικά από την «πρόταση Παπανδρέου», όπως δεν παραβιάζεται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος που προβλέπει την κυβερνητική διάλυση του Βουλής. Από το 1977 και εντεύθεν εφαρμόζεται το άρθρο 41 παράγραφος 2 για λόγους που ενίοτε εμπίπτουν στην έννοια του «εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» και ενίοτε είναι προσχηματικοί.


Του Κώστα Μποτόπουλου,

Συνταγματολόγου- μέλους Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ


Το Σύνταγμα καθορίζει και περιγράφει πολιτικούς θεσμούς, δηλαδή θεσμούς στην υπηρεσία του πολιτεύματος (και των πολιτών) αλλά στα χέρια των πολιτικών. Η συνταγματική επιστήμη παρουσιάζει τις πιθανές λύσεις εντός του πλαισίου που θέτει το Σύνταγμα, οι πολιτικές αποφάσεις τούς δίνουν περιεχόμενο. Δεν υπάρχει σύγκρουση, μόνο αναγκαία αλληλοσυμπλήρωση επιστημονικών κανόνων και πολιτικών επιλογών για τη λειτουργία των θεσμών.

Στο θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, η παγκοσμίως πρωτότυπη διάταξη του Ελληνικού Συντάγματος επιτάσσει βουλευτικές εκλογές αν δεν επιτευχθεί αριθμητική και πολιτική συναίνεση στη Βουλή. Η συναίνεση για το πρόσωπο, αλλά και η κατάφαση για την πολιτική στιγμή, επιζητούνται αλλά δεν προεξοφλούνται. Η διάλυση της Βουλής και η διενέργεια εκλογών είναι μια γνωστή εκ των προτέρων θεσμική πιθανότητα, την οποία οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται, ανάλογα με τις περιστάσεις και τον συσχετισμό δυνάμεων, να ενεργοποιήσουν ή όχι. Διάλυση της Βουλής σημαίνει άρνηση συναίνεσης με αφορμή έναν θεσμό, κάτι που ασφαλώς αποτελεί βαριά και με επιπτώσεις απόφαση σε μια Δημοκρατία, αλλά - ατυχώς ίσως- μια από τις πιθανές επιλογές στο πλαίσιο του ισχύοντος συνταγματικού κανόνα. Θυμίζω ότι κάθε φορά που πλησίαζε η προεδρική εκλογή ενεργοποιούνταν- και ευλόγως- τα σενάρια περί βουλευτικών εκλογών και επίσης ότι σήμερα δεν είναι ένα μόνο το κόμμα, αλλά σύσσωμη η αντιπολίτευση που κρίνει ότι απαιτείται επαναπροσδιορισμός της σχέσης «σύνθεση της Βουλής - λαϊκό αίσθημα».


Δεν υπάρχουν σχόλια: