Εκλογές ως έσχατο μέσο

της Λίνας Παπαδοπούλου
Ελευθεροτυπία, 29/07/2009

Επανεκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας

Επανεκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας

Του Στεφανου Ματθια*

Καθημερινή, 29/07/2009

Η αξιωματική αντιπολίτευση εξήγγειλε ότι κατά την επικείμενη λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν θα συμπράξει στην επανεκλογή του. Οχι επειδή τον κρίνει ακατάλληλο για το αξίωμα αυτό, αλλά με τον αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αναγκαία η προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Ελπίζει ότι έτσι θα κατακτήσει την εξουσία, οπότε και θα προχωρήσει, ως κυβέρνηση, στην ανανέωση της θητείας του Προέδρου! Προτίθεται, δηλαδή, η αντιπολίτευση να χρησιμοποιήσει τη λήξη της προεδρικής θητείας ως μέσον εξαναγκασμού σε πρόωρη προκήρυξη εκλογών προκειμένου να καταστεί, όπως ελπίζει, κυβέρνηση.

Πρόκειται για κλασική περίπτωση «κατάχρησης εξουσίας» (detournement de pouvoir) αφού η άρνηση σύμπραξης δεν συναρτάται προς την καταλληλότητα του προσώπου του Προέδρου, αλλά υπαγορεύεται από σκοπό ξένο και άσχετο, την πρόωρη αναρρίχηση της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση.

Η έννοια της «κατάχρησης εξουσίας» αναπτύχθηκε ιδίως στο διοικητικό δίκαιο όπου καθιερώθηκε ως λόγος ακύρωσης διοικητικών πράξεων που υπαγορεύθηκαν από σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο είχαν νομοθετηθεί. Απηχεί όμως γενικότερη αρχή του δικαίου και εφαρμόζεται, υπό συγγενικές ονομασίες, σε όλη την έκταση της έννομης τάξης. Εχει, λοιπόν, πεδίο εφαρμογής και στο συνταγματικό δίκαιο, όταν πράξη ή παράλειψη συνταγματικού οργάνου, όπως είναι και το κόμμα, εμφανίζει τα ως άνω χαρακτηριστικά.

Μια κακή συνταγματική παράδοση ανέχεται στη χώρα μας τέτοιες ή ανάλογες πρακτικές. Και η έλλειψη Συνταγματικού Δικαστηρίου καθιστά αδύνατο τον αποτελεσματικό έλεγχο τέτοιων μεθοδεύσεων.

* Ο κ. Στέφανος Ματθίας είναι επίτιμος πρόεδρος του Αρείου Πάγου.



Ν. Αλιβιζάτος: «Το ΠΑΣΟΚ δεν προσβάλλει το Σύνταγμα»

«Το ΠΑΣΟΚ δεν προσβάλλει το Σύνταγμα»
Παίρνει όμως μεγάλο πολιτικό ρίσκο –
Δεν δικαιούται να δίνει μαθήματα η κυβέρνηση, τονίζει ο συνταγματολόγος
Νίκος Αλιβιζάτος

Συνέντευξη στον Κωνσταντινου Zουλα
KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26/7/09

«Η επιλογή του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει εσπευσμένα τον Μάρτιο εκλογές δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, αλλά ενέχει ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο», αποφαίνεται σήμερα στην «Κ» ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος, λαμβάνοντας και εκείνος θέση στην πολιτική διελκυστίνδα των τελευταίων ημερών. Ο διακεκριμένος συνταγματολόγος, καίτοι καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι «με τις επιλογές της δεν δικαιούται να δίνει θεσμικά μαθήματα σε κανέναν», επιμερίζει σε όλα τα κόμματα τις στρεβλώσεις του κοινοβουλευτικού μας συστήματος και θεωρεί απαραίτητη την επαναφορά της συνταγματικής δυνατότητας διάλυσης της Βουλής που είχε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι το 1986. Προβλέπει, τέλος, ότι αν «οι πολιτικοί μας δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους, σύντομα θα έχουμε έναν ακόμη Δεκέμβρη, όχι μόνο των δεκαεξάρηδων».

- Κε Αλιβιζάτε, εσείς θεωρείτε ότι το ΠΑΣΟΚ σέβεται το πνεύμα του Συντάγματος με την επιλογή του να προκαλέσει τον Μάρτιο εκλογές, καταψηφίζοντας αρχικώς τον κ. Καρ. Παπούλια για να τον επανεκλέξει εκ των υστέρων στην προεδρία της Δημοκρατίας;

- Προσωπικά δεν συμμερίζομαι την άποψη πως η επιλογή αυτή του ΠΑΣΟΚ προσβάλλει το Σύνταγμα. Το μεν γράμμα του Συντάγματος δεν το προσβάλλει, διότι καμιά διάταξη δεν επιβάλλει στους βουλευτές να μετάσχουν σε μια ψηφοφορία αν δεν το θέλουν. Από την άλλη, δεν τους υποχρεώνει να ψηφίσουν ή να μην ψηφίσουν έναν συγκεκριμένο υποψήφιο. Για παράδειγμα, το 1990, η Ν.Δ. ψήφισε τον Κων. Καραμανλή μόνο μετά τις βουλευτικές εκλογές της 8ης Απριλίου. Πριν από αυτές, αν και πρώτο κόμμα στην τότε Βουλή, ψήφισε «παρών», ώστε να προκηρυχθούν εκλογές και ο λαός τελικά να κρίνει. Για να απαντήσω δε πλήρως στο ερώτημά σας, η επιλογή του ΠΑΣΟΚ δεν θεωρώ ότι παραβιάζει και το πνεύμα του Συντάγματος. Διότι, μετά το 1986, οπότε αφαιρέθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, το «βέτο» της αντιπολίτευσης στην εκλογή του ανώτατου πολιτειακού φορέα είναι το μόνο θεσμικό αντίβαρο στις ακρότητες του πρωθυπουργοκεντρισμού. Το μοναδικό, δηλαδή, αντιστάθμισμα σε αυτό που ο Τοκβίλ ονόμαζε «τυραννία της πλειοψηφίας».

- Η βασική ένσταση, ωστόσο, των συναδέλφων σας κ. Δημ. Τσάτσου και κ. Γ. Κασιμάτη δεν αφορούσε καθαυτή την επιλογή του ΠΑΣΟΚ, όσο τη συνταγματική αντίφαση που καταλογίζουν ότι ενέχει η άποψη του κ. Γ. Παπανδρέου όταν υποστηρίζει ότι, ενώ σέβεται τον κ. Παπούλια, θα τον καταψηφίσει για να έρθει στην εξουσία και θα τον εκλέξει εκ των υστέρων.

- Υπενθυμίζω ότι ο μεν κ. Κασιμάτης μίλησε για «παραβίαση» και μάλιστα τριπλή του Συντάγματος, ο δε κ. Τσάτσος -κάπως προσεκτικότερος- για «εργαλειοποίηση» του σημερινού προέδρου. Δεν συμφωνώ με τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις, ούτε με τους χαρακτηρισμούς. Υπενθυμίζω ότι ο Κων. Καραμανλής εξελέγη για τη δεύτερη προεδρική του θητεία το 1990, στην πέμπτη ψηφοφορία, ύστερα από μεθοδευμένη διάλυση της Βουλής, με 153 μόνον ψήφους, μεταξύ των οποίων και οι ψήφοι των κ. Κατσίκη, Φαΐκογλου και του μακαρίτη Σαδίκ, που ήταν, αν δεν κάνω λάθος, κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Χρησιμοποίησε τότε κανείς τέτοιες εκφράσεις; Οφείλω, ωστόσο, να επισημάνω ότι το ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας χωρίς περιστροφές ότι σέβεται μεν τον κ. Παπούλια, αλλά θα τον ψηφίσει μόνο μετά τις εκλογές, παίρνει ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Κι αν αυτό το ρίσκο δεν του βγει, θα το πληρώσει πολιτικά.

- Το ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκε την εβδομάδα που πέρασε το εθνικό συμφέρον που, κατά τους εκπροσώπους του, επιτάσσει την αλλαγή κυβέρνησης. Η κριτική, ωστόσο, που του ασκήθηκε είναι ότι διεκδικεί την αυθεντική ερμηνεία του εθνικού συμφέροντος, παραβλέποντας ότι αυτό ούτως ή άλλως προστατεύεται από το Σύνταγμα.

- Ολα τα κόμματα επικαλούνται το εθνικό συμφέρον. Το καθένα μάλιστα διατείνεται ότι το εξυπηρετεί καλύτερα από τ' άλλα. Η επίκληση του εθνικού συμφέροντος προφανώς δεν δικαιολογεί παραβίαση του Συντάγματος. Αλλά σας επαναλαμβάνω, ότι δεν θεωρώ συνταγματική παραβίαση την επιλογή του ΠΑΣΟΚ. Οσο για τη σημερινή κυβέρνηση, δεν νομίζω ότι θα πρέπει να είναι πολύ υπερήφανη για τον θεσμικό της απολογισμό. Μετά μάλιστα και τον ατυχή χειρισμό των απανωτών σκανδάλων, δεν δικαιούται να δίνει μαθήματα σε κανέναν.

- Δεν νομίζετε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε να αποσαφηνίσει την άποψή του για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα;

- Αν ο κ. Παπούλιας πάρει ευθέως θέση, θα κατηγορηθεί ότι ευνοεί είτε τη μια είτε την άλλη πλευρά. Ως έμπειρος πολιτικός, νομίζω ότι ξέρει πολύ καλά τον θεσμικό του ρόλο.

- Πολλοί, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι, αν ο κ. Παπούλιας αποφύγει να τοποθετηθεί, θα έχει επί της ουσίας υιοθετήσει την επιχειρηματολογία του ΠΑΣΟΚ, την οποία και ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε «απροκάλυπτη παραβίαση του Συντάγματος και απόπειρα ευτελισμού των θεσμών».

- Να σας επισημάνω μια σημαντική απόχρωση: ο πρωθυπουργός μίλησε για «ουσιαστική» παραβίαση του Συντάγματος, όχι για ευθεία. Γνωρίζει δηλαδή ώς πού μπορεί να φθάσει. Οσο για τον κ. Παπούλια, νομίζω ότι ξέρει καλύτερα από τον καθέναν πώς να προστατεύσει τον εαυτό του.

- Μήπως, τελικά, τα κόμματα διαχρονικώς εκμεταλλεύονται στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί μετά την αφαίρεση κάθε ουσιαστικής αρμοδιότητας που είχε μέχρι το 1986 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;

- Θα συμφωνήσω απόλυτα. Με την αναθεώρηση του 1986, το πολίτευμά μας έγινε το συγκεντρωτικότερο κοινοβουλευτικό πολίτευμα της Ευρώπης. Πρόκειται για την πιο ακραία εκδοχή του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, αφού, με ένα ποσοστό 40 - 42% στις εκλογές, το κόμμα που πλειοψηφεί ελέγχει τη Βουλή, ο δε πρωθυπουργός έχει τεράστιες εξουσίες. Και τούτο, χωρίς να υπάρχουν σοβαρά θεσμικά αντίβαρα, όπως π.χ. μια δεύτερη Βουλή ή ένας μη διακοσμητικός αρχηγός του κράτους, ή και πραγματικά ανεξάρτητοι θεσμοί, όπως συνδικάτα, πανεπιστήμια και μη κυβερνητικές οργανώσεις, προς τους οποίους θα όφειλε να λογοδοτεί. Στη χώρα μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι ο μόνος θεσμός που έχει αντισταθεί στην παντοδυναμία της πλειοψηφίας, και βλέπετε πόσο το πολιτικό σύστημα έχει λυσσάξει για να το αποδυναμώσει. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν και άλλα θεσμικά προβλήματα, όπως η ντροπή που συνιστά το άρθρο 86 του Συντάγματος και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, η πλήρης διαστρέβλωση του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας και η ανάθεση του ελέγχου του πολιτικού χρήματος σε ένα πολιτικό όργανο, δηλαδή στους ίδιους τους ελεγχόμενους, και όχι σε ένα δικαστήριο ή μιαν ανεξάρτητη αρχή.

- Αν σας ζητούσα να επιμερίσετε τις ευθύνες στα κόμματα, ποιο φέρει τις μεγαλύτερες για τα ελλείμματα που επισημαίνετε;

- Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 ψηφίστηκε και από τα δύο μεγάλα κόμματα, οι περισσότεροι δε από τους σχετικούς εκτελεστικούς νόμους ψηφίστηκαν επί κυβερνήσεως Σημίτη, με ανοχή της Νέας Δημοκρατίας. Οσο για τα μικρότερα κόμματα, περιορίζονται συνήθως σε έναν καταγγελτικό λόγο, αρνούμενα να υποβάλουν συγκεκριμένες προτάσεις. Οι ευθύνες, λοιπόν, κατανέμονται σε όλο το πολιτικό φάσμα, όσο και αν βαρύνουν κάποιους λιγότερο και κάποιους περισσότερο. Αν οι πολιτικοί μας δεν τις αναλάβουν και αν εμείς, οι πνευματικοί άνθρωποι, εξακολουθήσουμε να ποιούμε τη νήσσαν, τότε πολύ φοβούμαι ότι σε λίγους μήνες θα ζήσουμε ξανά έναν καινούργιο Δεκέμβρη, αυτή τη φορά όχι μόνο των δεκαεξάρηδων.

- Τα προβλήματα που επισημαίνετε θα μπορούσαν να επιλυθούν με αναθεώρηση του Συντάγματος ή είναι ζήτημα νοοτροπίας των κομμάτων και των πολιτικών;

- Ελάχιστα είναι τα προβλήματα που για τη λύση τους πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Η ποινική ευθύνη των υπουργών είναι ένα από αυτά. Το καθεστώς των πανεπιστημίων ένα δεύτερο. Προσωπικά θα προσέθετα και τη διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αντίβαρο στη φυσική τάση κάθε κυβέρνησης να κάνει κατάχρηση των εξουσιών της. Κατά τα λοιπά, θα συμφωνούσα μαζί σας ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο θεσμικό, όσο νοοτροπίας των κομμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διανύουμε την ομαλότερη περίοδο της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Ωστόσο, η ποιότητα της δημοκρατίας μας είναι αυτή που πάσχει, όχι οι θεσμοί της. Γι' αυτό, όπως ήδη υπαινίχθηκα, φταίνε πρωτίστως οι άνθρωποι. Ελάχιστοι αξιόλογοι Ελληνες και Ελληνίδες αποφασίζουν να ασχοληθούν με τα κοινά. Οι περισσότεροι βρίσκουν άλλους τρόπους για να διοχετεύσουν το ταλέντο και την ενεργητικότητά τους. Θα πρέπει, επιτέλους, να διερωτηθούμε γιατί.

- Αλήθεια, αυτή η «μάχη» των συνταγματολόγων που διαπιστώνεται συχνά στην Ελλάδα, συμβαίνει και σε άλλες χώρες;

- Η κοινότητα των συνταγματολόγων είναι στη χώρα μας πολυπληθής, πολύχρωμη και ζωηρή. Η πολιτική βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της. Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, οι πολιτικοί να τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Διότι, συνιστούν δυνάμει απειλή για την αυθεντία τους. Τούτο συμβαίνει σε όλες τις χώρες και δεν θα πρέπει να εκπλήσσει. Αλλού, κατά τη γνώμη μου, εντοπίζεται η ελληνική «ιδιαιτερότητα»: πρώτον, στην τάση των συνταγματολόγων να βλέπουν στο Σύνταγμα περισσότερα πράγματα απ' όσα πράγματι αυτό περιέχει. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί από μας, μέσω της δημοσιότητας, υπηρετούμε και προσωπικές ατζέντες.

Οι 17 ψηφοφορίες που έβγαλαν πέντε προέδρους

Οι 17 ψηφοφορίες που έβγαλαν πέντε προέδρους

Δ. Χαραλάμπη: Εσχατη μεν, λύση δε

ΠΡΟΩΡΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ

Εσχατη μεν, λύση δε

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ*

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 26 Ιουλίου 2009


Η μη αξιοποίηση της δυνατότητας προσφυγής στα κάλπες, που δίνει το άρθρο 32 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει τα της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας, θα καθιστούσε την αντιπολίτευση συνυπεύθυνη για την παραμονή στην εξουσία της χειρότερης εκλεγμένης κυβέρνησης που είχε η χώρα μετά τον πόλεμο.

Δεν είναι δυνατόν το ΠΑΣΟΚ να απεμπολήσει αυτή τη δυνατότητα όταν η καταστρατήγηση των θεμελιωδών αξιών, που ορίζουν τη δημοκρατική ταυτότητα του Συντάγματος, χαρακτηρίζει εξόφθαλμα πλέον τη διακυβέρνηση της Ν.Δ. Τη στιγμή, δηλαδή, που έχει τεθεί αντικειμενικά πλέον ένα ύψιστο θέμα πολιτικής ευθύνης της αντιπολίτευσης.

Ως εκ τούτων, η προσφυγή στο λαό έχει απόλυτη προτεραιότητα και δεν θίγει την προσωπικότητα του προέδρου, του οποίου την επανεκλογή άλλωστε δεσμεύτηκε ότι θα υποστηρίξει το ΠΑΣΟΚ, ως πλειοψηφία. Πρόκειται για «θεσμική εκτροπή» (Κασιμάτης); Καθιστά η πρόθεση αυτή το Σύνταγμα «ερμηνευτικό περίγελο» (Τσάτσος); Είναι «τα μόνα θεμιτά κριτήρια για την εκλογή προέδρου αυτά που αφορούν την προσωπικότητα και πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου» (Τσάτσος); Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της διάταξης;

Στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 41, παρ. 1), προβλεπόταν ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, αν διαπίστωνε δυσαρμονία μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και βούλησης του εκλογικού σώματος, είχε την αρμοδιότητα να διαλύσει τη Βουλή, ώστε η κάλπη να διορθώσει αυτή την αναντιστοιχία. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 1986 ήταν να καταργηθούν αυτές οι «υπερεξουσίες» και να περάσει στη Βουλή αυτή η καθοριστική αρμοδιότητα, υπό την έννοια όμως ότι η ίδια η διαδικασία της εκλογής προέδρου αναδεικνύει σε δείκτη δυσαρμονίας μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και λαϊκής βούλησης την αδυναμία εκλογής προέδρου και προβλέπει προσφυγή στις κάλπες, ώστε να λυθεί αυτή η αντίφαση. Η αναθεώρηση, δηλαδή, ανέδειξε την αντιμετώπιση της πιθανής αναντιστοιχίας μεταξύ κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και λαού ως ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της διαδικασίας εκλογής προέδρου.

Ακόμη και αν επικεντρώσουμε το νόημα της συγκεκριμένης διάταξης στην επίτευξη της μέγιστης δυνατής συναίνεσης στο πρόσωπο του προέδρου, αφού η αναζήτηση της μέγιστης δυνατής συναίνεσης, μη επιτευχθείσα στην υπάρχουσα Βουλή, ολοκληρώνεται και επισφραγίζεται με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, ουδόλως θίγεται το κύρος του θεσμού του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται με την ανανέωση της λαϊκής εντολής ως της τελικής και αυθεντικής νομιμοποιητικής βάσης και της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά η αναθεώρηση ενέταξε στο σώμα του Συντάγματος μια επιπλέον θεσμική δυνατότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Πλέον, δηλαδή, των ρητώς προβλεπομένων τεσσάρων λόγων, εκ των οποίων η ανανέωση της λαϊκής εντολής λόγω εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας έχει υποστεί την περισσότερο προσχηματική χρήση.

Αυτή η επιπλέον δυνατότητα λειτουργεί ως αντικειμενικό «αντίβαρο» σε μια κυβερνητική πλειοψηφία η οποία έχει χάσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, εφόσον διαμορφώνει συνθήκες υποχρεωτικής προσαρμογής των κομμάτων στα αριθμητικά δεδομένα. Ουδείς θα διακινδύνευε προσφυγή στην εκλογική αναμέτρηση αν δεν ήταν σίγουρος ότι θα είχε την εμπιστοσύνη των εκλογέων. Αρα, οι διατάξεις του άρθρου 32, αφού προβλέπουν εκλογές, έστω και ως «έσχατο μέσο λύσης» (Τσάτσος), αναφέρονται όχι αποκλειστικά στο πρόσωπο του υποψηφίου, αλλά και στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δημοκρατικής αρχής.

Τελικά, δεν είναι δυνατόν τη στιγμή που με το νέο ΠΔ 81/09 για τους μετανάστες εξευτελίζεται η θεμελιώδης έννοια σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (Σ. άρθρο 2 παρ. 1), τη στιγμή που η γνωμοδότηση Σανιδά ανατρέπει κάθε έννοια προστασίας της ελεύθερης επικοινωνίας (Σ. άρθρο 19), τη στιγμή που η κατά το δοκούν απόσυρση των βουλευτών της πλειοψηφίας και το κλείσιμο της Βουλής αναιρούν κάθε έννοια λογοδοσίας, να εγκλωβιζόμαστε σε μια συζήτηση περί «θεσμικής εκτροπής» όταν στην πράξη θίγονται πλέον τα αξιακά θεμέλια του Συντάγματος ενώπιον μιας κυβέρνησης «παραπλανηθέντων» υπουργών την οποία εγγυάται ο κ. Παυλίδης. Ας σταματήσουμε, έστω αυτή την κρίσιμη στιγμή, να προκρίνουμε τον σεβασμό των οργανωτικών διατάξεων του Συντάγματος, έναντι του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία νομιμοποιούν τη Δημοκρατία μας ως τέτοια.

*Ο ΔΗΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ είναι καθηγητής Πολ. Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Ελλ. Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης.

Θανάση Τεγόπουλου

Ο πρόεδρος και η εξουσία

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Αρθρο του εκδότη της «Ε» και της «Κ.Ε.», Θανάση Τεγόπουλου, για την ιστορία του προεδρικού θεσμού, τις αρχικές υπερεξουσίες του προέδρου, την κατάργησή τους και τη μετάλλαξη του νοήματος της διαδικασίας εκλογής που έμεινε αναλλοίωτη (διαβάστε)

Του Γιάννη Ζ. Δρόσου

ΤΑ ΝΕΑ, 22/07/2009, Σελ. 8-9


Του Γιάννη Ζ. Δρόσου

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

Η ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ πρόταση γνωστού βουλευτή του ΠΑΣΟΚ να μην ψηφισθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να προκληθούν εκλογές και στη συνέχεια να προταθεί η επανεκλογή του- αν αποδόθηκε σωστά ίσως και να μην είναι το άριστο δείγμα μιας coretezza costituzionale. Μάλλον τσιφτολεβέντικη πονηρία δείχνει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα.

Ο θόρυβος προεξαγγέλθηκε με άρθρο που έγραψε πριν από καμιά δεκαριά μέρες θαυμαστώς πως λάμψας παλαιός συνταγματολόγος του οποίου τα έργα, εξίτηλα πάντα ταχύ έγιναν, ταχύ δε και παντελής λήθη κατέχωσεν . Σε αυτό αποφάνθηκε ότι αν ένα κόμμα δηλώσει ότι δεν ψηφίζει κανέναν υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να οδηγηθεί η χώρα υποχρεωτικά σε εκλογές, προκαλεί την πρόωρη διάλυση της βουλής για λόγο που δεν προβλέπει ούτε επιτρέπει το Σύνταγμα και επιπλέον σφετερίζεται την αρμοδιότητα για πρόωρη διάλυση της βουλής, ενώ δεν την έχει από το Σύνταγμα. Μην τύχει και θελήσετε δηλαδή εκλογές που προβλέπει το Σύνταγμα γιατί παρανομείτε!

Όμως οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις δεν εξαρτούν το συνταγματικό κύρος της συμμετοχής ή της μη συμμετοχής των βουλευτών στην ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τους λόγους για τους οποίους μετέχουν ή δεν μετέχουν σε αυτήν. Άλλωστε, ο αναθεωρητικός νομοθέτης είχε δύο τουλάχιστον φορές τη δυνατότητα να απεξαρτήσει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο εκλογών και δεν το έπραξε. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει ρυθμιστεί έτσι, ώστε αν η αξιωματική αντιπολίτευση (ή και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως συνέβη με τη Νέα Δημοκρατία το 1990) δεν συμφωνήσει στο προτεινόμενο πρόσωπο, να προκαλούνται τελικά γενικές βουλευτικές εκλογές και νέα κυβέρνηση.

Εκλεπτυσμένη, στην ίδια όμως κατεύθυνση, αναπτύσσεται η γνώμη του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου. Δεν φαίνεται να θέτει, τουλάχιστον όχι ευθέως, θέμα παραβίασης του Συντάγματος, ρητά δε σημειώνει ότι αν δεν γίνουν όσα φρονεί κυρώσεις δεν προβλέπονται. Και αυτός όμως θεωρεί ότι τα μόνα «θεμιτά» κριτήρια της στάσης ενός κόμματος εν όψει προεδρικής εκλογής είναι εκείνα που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του προσώπου του Προέδρου. Όμως γιατί μόνον αυτά; Μάλλον χωρίς νομικό επιχείρημα, γι΄ αυτό και τα πομπώδη «εργαλείο στη διάθεση εκείνων που για λόγους ασχέτους...», «ερμηνευτικός περίγελως» κ.λπ.

Τα πράγματα είναι τελικώς απλά: νομική υποχρέωση κόμματος ή βουλευτή να μετάσχει κάπως ή αλλιώς στην ψηφοφορία ή να μη μετάσχει δεν υπάρχει. Ακόμη περισσότερο: όταν υπάρχει ρητή συνταγματική δυνατότητα προσφυγής στις εκλογές και πολιτική και κοινωνική δυναμική που τις καθιστά από αναγκαίες εφικτές, το πράγμα τελειώνει εδώ. Κατά τα λοιπά, πολυλογία που θεωρεί ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία- και μάλιστα όταν αυτό ρητά προβλέπεται από το Σύνταγμαείναι δήθεν παραβίαση του Συντάγματος, έχει ξεπεραστεί ιστορικά από την εποχή του Χοϊδά, του Σγουρίτσα και του Αρναούτη...

Νομίζω πάντως ότι ο θόρυβος προέρχεται μάλλον από τα πρόσωπα που τον προκαλούν παρά από τις απόψεις τους. Στα τελευταία τριάντα τόσα πια χρόνια που παρατηρώ τα συνταγματικά τεκταινόμενα, το Σύνταγμα χρησιμοποιείται, από κάθε πλευρά, όχι ως σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο διεξαγωγής των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά για το αντίθετό του: ως εργαλείο για να επιβληθούν σκοπιμότητες, κομματικές, εσωκομματικές, ατομικές ή άλλες, σαν δήθεν συνταγματικές επιταγές ή απαγορεύσεις, σαν διαταγές δηλαδή που βρίσκονται έξω από τον κανόνα του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αυτό συμβαίνει συχνά, κάποτε και διαφανώς ευθηνά, με τρόπο μάλιστα που μας θυμίζει το αποδιδόμενο στον Τζούλιο Αντρεότι, ότι η εξουσία είναι πολύ βρώμικο πράγμα όταν δεν την έχεις...




Του Άλκη Δερβιτσιώτη,

Αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θράκης


Η συζήτηση η οποία άρχισε με αφορμή τις τοποθετήσεις δύο εκ των κορυφαίων συνταγματολόγων μας έπρεπε ήδη να έχει διεξαχθεί κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, τόσο στη Ζ΄ όσο και στην Η΄ Αναθεωρητική Βουλή. Υπενθυμίζω ότι κατά τις συζητήσεις στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή είχε προταθεί, χωρίς όμως να υιοθετηθεί και θεσπιστεί, η απάλειψη της διαδικασίας της διάλυσης της Βουλής και της διενέργειας εκλογών εάν δεν τελεσφορήσουν οι τρεις προβλεπόμενες στο άρθρο 32 του Συντάγματος ψηφοφορίες με αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Όπως έχει η διάταξη του άρθρου 32 του Συντάγματος, η διάλυση της Βουλής προβλέπεται όταν διαπιστωθεί αδυναμία επίτευξης της αυξημένης πλειοψηφίας σε έναν υποψήφιο. Υπό την ανωτέρω εκδοχή οι εκφρασθείσες απόψεις είναι θεωρητικώς υποστηρίξιμες.

Εξίσου υποστηρίξιμο όμως είναι ότι η συνταγματική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 32 δεν παραβιάζεται τυπικά από την «πρόταση Παπανδρέου», όπως δεν παραβιάζεται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος που προβλέπει την κυβερνητική διάλυση του Βουλής. Από το 1977 και εντεύθεν εφαρμόζεται το άρθρο 41 παράγραφος 2 για λόγους που ενίοτε εμπίπτουν στην έννοια του «εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» και ενίοτε είναι προσχηματικοί.


Του Κώστα Μποτόπουλου,

Συνταγματολόγου- μέλους Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ


Το Σύνταγμα καθορίζει και περιγράφει πολιτικούς θεσμούς, δηλαδή θεσμούς στην υπηρεσία του πολιτεύματος (και των πολιτών) αλλά στα χέρια των πολιτικών. Η συνταγματική επιστήμη παρουσιάζει τις πιθανές λύσεις εντός του πλαισίου που θέτει το Σύνταγμα, οι πολιτικές αποφάσεις τούς δίνουν περιεχόμενο. Δεν υπάρχει σύγκρουση, μόνο αναγκαία αλληλοσυμπλήρωση επιστημονικών κανόνων και πολιτικών επιλογών για τη λειτουργία των θεσμών.

Στο θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, η παγκοσμίως πρωτότυπη διάταξη του Ελληνικού Συντάγματος επιτάσσει βουλευτικές εκλογές αν δεν επιτευχθεί αριθμητική και πολιτική συναίνεση στη Βουλή. Η συναίνεση για το πρόσωπο, αλλά και η κατάφαση για την πολιτική στιγμή, επιζητούνται αλλά δεν προεξοφλούνται. Η διάλυση της Βουλής και η διενέργεια εκλογών είναι μια γνωστή εκ των προτέρων θεσμική πιθανότητα, την οποία οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται, ανάλογα με τις περιστάσεις και τον συσχετισμό δυνάμεων, να ενεργοποιήσουν ή όχι. Διάλυση της Βουλής σημαίνει άρνηση συναίνεσης με αφορμή έναν θεσμό, κάτι που ασφαλώς αποτελεί βαριά και με επιπτώσεις απόφαση σε μια Δημοκρατία, αλλά - ατυχώς ίσως- μια από τις πιθανές επιλογές στο πλαίσιο του ισχύοντος συνταγματικού κανόνα. Θυμίζω ότι κάθε φορά που πλησίαζε η προεδρική εκλογή ενεργοποιούνταν- και ευλόγως- τα σενάρια περί βουλευτικών εκλογών και επίσης ότι σήμερα δεν είναι ένα μόνο το κόμμα, αλλά σύσσωμη η αντιπολίτευση που κρίνει ότι απαιτείται επαναπροσδιορισμός της σχέσης «σύνθεση της Βουλής - λαϊκό αίσθημα».


Λίνα Παπαδοπούλου: «Έσχατο μέσο» για ριζική πολιτική διαφωνία οι εκλογές


Οι εκλογές ως «έσχατο μέσο»

Της Λίνας Παπαδοπούλου

Λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου, Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Επιτρέπεται συνταγματικά η άρνηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπερψηφίσει τον προτεινόμενο από την Κυβέρνηση -και αποδεκτό από την ίδια- Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να προκαλέσει εθνικές εκλογές; Στο ερώτημα αυτό συνοψίζεται η διαφωνία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 32 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την προκήρυξη εκλογών σε περίπτωση που κανείς των προτεινόμενων από τα πολιτικά κόμματα υποψηφίων δεν συγκεντρώσει τα δύο τρίτα (στην πρώτη και δεύτερη ψηφοφορία) ή τα τρία πέμπτα (στην τρίτη ψηφοφορία) του όλου αριθμού των βουλευτών.

«Οι πρόωρες εκλογές είναι αυτές που τίθενται στη διάθεση μιας προεδρικής εκλογής ως ultimum remedium. Δηλαδή, ως ‘έσχατο μέσο λύσης’», υπογραμμίζει ορθώς ο κορυφαίος Έλληνας και Ευρωπαίος συνταγματολόγος καθηγητής κ. Δ. Θ. Τσάτσος. (Καθημερινή τη Κυριακής, 19/07/2009). Αποτελεί, όμως, αποκλειστικά και μόνο η «προσωπικότητα και η πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου για το ύπατο αξίωμα της χώρας» (Γ. Κασιμάτης, Το Παρόν 12/07/2009) το κριτήριο που επιτρέπει άρνηση σύμπραξης και πρόκληση εκλογών; Η αρνητική απάντηση φαντάζει σχεδόν αυτονόητη. Θα υποτιμούσε τόσο τη λογική όσο και έναν ολόκληρο λαό να δεχτεί κανείς ότι σε μία δεδομένη στιγμή δεν υπάρχει, δεν μπορεί να βρεθεί, ούτε ένας άνθρωπος, Έλληνας ή Ελληνίδα από το χώρο της πολιτικής, της διανόησης, του πολιτισμού, αφενός πολιτικά κατάλληλος και αφετέρου αποδεκτός από το απαιτούμενο συνταγματικά φάσμα πολιτικών δυνάμεων.

Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί ρυθμιστικό και συμβολικό ρόλο, σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος, και μόνον σε οριακές και σπάνιες περιπτώσεις διαθέτει μια ελάχιστη διακριτική ευχέρεια πολιτικών χειρισμών (π.χ. προεδρική διάλυση Βουλής αν έχουν καταψηφιστεί ή παραιτηθεί δύο κυβερνήσεις και η Βουλή δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα, αναπομπή νομοσχεδίου, επιλογή του Πρωθυπουργού υπηρεσιακής εκλογικής Κυβέρνησης από τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας). Το «πολιτικά ανεύθυνο» του Προέδρου της Δημοκρατίας και οι συνταγματικά περιορισμένες και ονομαστικά προσδιορισμένες αρμοδιότητές του διευκολύνουν αισθητά την ανεύρεση κατάλληλου προσώπου και την καθιστούν σε κάθε περίπτωση δυνατή – εφόσον είναι και πολιτικά επιθυμητή.

Αν, αντιθέτως, το Σύνταγμα έθετε την προσωπικότητα του υποψηφίου Προέδρου ως το μόνο κριτήριο συμφωνίας, θα όριζε συνεχείς διαβουλεύσεις και διερεύνηση πιθανών υποψηφιοτήτων και δεν θα προέβλεπε ως θεσμική δυνατότητα τη διεξαγωγή εκλογών. Προς αυτή την κατεύθυνση, εξάλλου, κινούνταν η πρόταση του ΠΑΣΟΚ κατά τη διαδικασία των δύο τελευταίων συνταγματικών αναθεωρήσεων για αναθεώρηση του άρθρου 32 Συντ., η οποία δεν έγινε δεκτή από την Νέα Δημοκρατία. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν συνταγματικά θεμιτή ούτε η εκ των προτέρων άρνηση του ΚΚΕ να συμπράξει με τα «αστικά» κόμματα για την εκλογή Προέδρου, ανεξάρτητα από την προσωπικότητα των υποψηφίων.

Από τα προηγούμενα συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπό το ισχύον Σύνταγμα -και ανεξάρτητα από τη δικαιοπολιτική ανάγκη αναθεώρησής του, ή ίσως και επιβεβαιώνοντάς την - η διαφωνία των κομμάτων που οδηγεί στην προκήρυξη εκλογών ως «έσχατο μέσο λύσης» είναι πάντοτε και κατ’ ανάγκη πολιτική, ενώ η διαφωνία επί του προσώπου είναι σε κάθε περίπτωση προσχηματική. Και βέβαια η πολιτική διαφωνία, ως συνταγματικά θεμιτή, δεν υποχρεούται να ενδύεται ψευδώς το μανδύα της διαφωνίας επί των προσώπων. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η προσφυγή στις κάλπες προβλέπεται ως «έσχατη λύση» σημαίνει ότι δεν πρέπει να προκαλείται από την καθημερινή και αναμενόμενη τρέχουσα διαφωνία μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αλλά από μια βαθιά, ριζική και αναφερόμενη στην ίδια τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και το περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής διαφωνία που ως τέτοια γνωρίζει μία μόνον -έσχατη- λύση, την αναγωγή στη λαϊκή βούληση.

Στην προκείμενη περίπτωση η ριζική διαφωνία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης πηγάζει από την πεποίθησή της ότι η παρούσα Κυβέρνηση δεν πορεύτηκε εντός του πλαισίου της συνταγματικής ορθότητας ή/και νομιμότητας: αποδυνάμωσε τις ανεξάρτητες αρχές και την αξιοκρατία, υπέσκαψε τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος τόσο στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής προκαλώντας την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και κατά την ψηφοφορία με την εξαφάνιση ψηφοδελτίων σε τσέπες ψηφολεκτών και την αντικατάστασή τους με άλλα, απείχε από κρίσιμες ψηφοφορίες για τη σύσταση ειδικών ανακριτικών επιτροπών από φόβο διαρροών δικών της βουλευτών, έκλεισε εσπευσμένα τη Βουλή για σίγουρη παραγραφή ποινικών ευθυνών υπουργών της στην οριακή ψήφο των οποίων στηρίζει αντιλαϊκά μέτρα, ψήφισε νόμο περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων σε θερινό τμήμα και γενικά πορεύτηκε και πορεύεται με τρόπο που συχνά υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η συνταγματική ορθότητα και τα κοινοβουλευτικά ήθη. Έχοντας έτσι απολέσει την ηθικοπολιτική της νομιμοποίηση και ευρισκόμενη έτσι σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, η Κυβέρνηση -κατά την κρίση πάντοτε του ΠΑΣΟΚ- δεν δικαιούται να κυβερνά (ή να επιβάλλει την ακυβερνησία).

Η κρίση ότι πρόκειται όντως για μια βαθιά και ριζική δικαιοπολιτική διαφωνία που δικαιολογεί την προσφυγή στην κατά το άρθρο 32 Συντ. έσχατη λύση των εκλογών είναι συνεπώς συνταγματικά θεμιτή. Ίσως μάλιστα και επιβεβλημένη, καθώς θα υπέσκαπτε το κύρος του εκλεγμένου Προέδρου μια επιδερμική συμφωνία επί του προσώπου μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που έχουν (ή πάντως θεμιτά επικαλούνται) τόσο θεμελιακές δικαιοπολιτικές διαφωνίες. Ταυτοχρόνως είναι κρίση πολιτειακής ευθύνης, κρίση πολιτική. Ως τέτοια θα κριθεί και αυτή στις εκλογές που το ΠΑΣΟΚ προτίθεται να προκαλέσει το Μάρτιο του 2010 … αν βέβαια αυτές δεν έχουν ήδη μέχρι τότε διεξαχθεί.

«Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η μέσω της μη-συναίνεσης στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας σκόπιμη πρόκληση εκλογών για οποιονδήποτε λόγο»


Αλέξανδρου Απ. Μαντζούτσου,

Υποψήφιου Διδάκτωρα Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Υπότροφου ΙΚΥ

Το παλίμψηστο πολίτευμα. Του Κώστα Χρυσόγονου

Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Το παλίμψηστο πολίτευμα

Του Κώστα Χρυσόγονου*

Η διακηρυγμένη πρόσφατα πρόθεση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο του 2010, μη ψηφίζοντας υπέρ του προτεινόμενου από τη Νέα Δημοκρατία υποψηφίου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας (δηλ. του σημερινού προέδρου Κάρολου Παπούλια), αποτελεί καθαυτή μια σεβαστή πολιτική επιλογή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το παράδοξο έγκειται όμως στο ότι ταυτόχρονα το ίδιο κόμμα εξαγγέλλει ότι θα ψηφίσει υπέρ του ίδιου υποψηφίου μετά τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών. Πρόκειται εδώ για σαφή καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 32 του Συντάγματος, οι οποίες προβλέπουν την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία (δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίες ή έστω τριών πέμπτων στην τρίτη και τελευταία), και σε περίπτωση μη επίτευξης της πλειοψηφίας αυτής τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών, με προφανή σκοπό να αναδεικνύονται στο ύπατο αξίωμα πρόσωπα που συγκεντρώνουν μια όσο το δυνατόν ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Η συναίνεση αυτή είναι ευκταία προκειμένου να μπορεί στη συνέχεια ο Πρόεδρος να ανταποκριθεί ευχερέστερα στον υπερκομματικό και συμβολικό της εθνικής ενότητας ρόλο του. Σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπεί το άρθρο 32 του Συντάγματος στην παροχή στην εκάστοτε αντιπολίτευση της δυνατότητας να προκαλεί τη διάλυση της Βουλής, όταν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί το κομματικό της συμφέρον (αν και το τελευταίο μεταβαπτίζεται με περισσή ευκολία σε «εθνικό συμφέρον» από τα διψασμένα για κυβερνητική εξουσία κομματικά στελέχη).

Η προοιωνιζόμενη καταστρατήγηση της λογικής του άρθρου 32 του Συντάγματος από την αξιωματική αντιπολίτευση αποτελεί όμως απλά ένα ακόμη βήμα στον εξευτελισμό των συνταγματικών θεσμών, στον οποίο επιδίδονται από καιρό τα κόμματα εξουσίας. Ετσι π.χ. η κυβέρνηση επανειλημμένα, κατά την τελευταία βουλευτική σύνοδο, απέσυρε τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος από τη Βουλή, προκειμένου να μη μετάσχουν στην προβλεπόμενη μυστική ψηφοφορία για τη συγκρότηση «προανακριτικής» επιτροπής, σχετικά με την ποινική ευθύνη μελών της ίδιας της κυβέρνησης! Καταστρατηγήθηκαν έτσι τα άρθρα 60 και 86 του Συντάγματος, αφού ουσιαστικά ματαιώθηκε, υπό την υπονοούμενη απειλή της διαγραφής όποιου βουλευτή τολμούσε να μετάσχει στην ψηφοφορία, όχι μόνο η μυστικότητα της τελευταίας, αλλά και η ελεύθερη έκφραση της γνώμης και ψήφου των βουλευτών, όπως και ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Μέσα σ' αυτό το νοσηρό κλίμα της συνεχούς κατάχρησης των θεσμών, η στάση του ΠΑΣΟΚ στο θέμα της επικείμενης προεδρικής εκλογής είναι αναμενόμενη.

Το χειρότερο πάντως δεν είναι η κατάχρηση του άρθρου 32 του Συντάγματος, αλλά η περιφρονητική αγνόηση του άρθρου 29, με την καταπάτηση κάθε έννοιας εσωκομματικής δημοκρατίας. Και τούτο διότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να μην ψηφίσει υπέρ της υποψηφιότητας Παπούλια τον Φεβρουάριο του 2010, ώστε να προκαλέσει εκλογές τον Μάρτιο ( και στη συνέχεια να ψηφίσει Παπούλια τον Απρίλιο) δεν προέρχεται από συλλογικά όργανα του κόμματος, όπως π.χ. το Εθνικό Συμβούλιο ή η κοινοβουλευτική ομάδα, και μάλιστα ύστερα από ανταλλαγή απόψεων και ψηφοφορία, όπως θα ήταν εύλογο, αν το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό κόμμα. Είναι μία απόφαση που λήφθηκε προσωπικά από τον αρχηγό του κόμματος και καλούνται τώρα να την υπερασπίσουν δημόσια οι πολιτικοί υποτελείς του, βουλευτές και λοιποί. Χαρακτηριστικό του κατήφορου στον οποίο βρίσκεται ο ελληνικός δημόσιος βίος είναι ότι ακόμη και ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε εξαγγείλει την εκπληκτική αλλαγή πορείας στην προεδρική εκλογή του Μαρτίου του 1985 (Σαρτζετάκης αντί Καραμανλή) σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Αν και η τελευταία δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από μία σύναξη χειροκροτητών, πάντως η δεύτερη γενιά της παπανδρεϊκής πολιτικής δυναστείας τηρούσε τουλάχιστον κάποια προσχήματα συλλογικής λειτουργίας. Η σημερινή τρίτη γενιά τα θεωρεί πλέον περιττά και έτσι οι βουλευτές και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ πληροφορούνται τις προσωπικές αποφάσεις του Γιώργου Παπανδρέου από τα ΜΜΕ, όπως και το υπόλοιπο φιλοθεάμον κοινό.

Και από την άλλη πλευρά όμως, η απόφαση να προταθεί η υποψηφιότητα του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας στην πρώτη του εκλογή, το 2005, λήφθηκε προσωπικά από τον πρωθυπουργό -κληρονομικό ηγεμόνα της Νέας Δημοκρατίας και ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά από τον ίδιο, σε τηλεοπτική εμφάνισή του. Τα συλλογικά όργανα και αυτού του κόμματος αγνοήθηκαν παντελώς, παρά την καίρια σημασία του ζητήματος της προεδρικής εκλογής.

Το γενικότερο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στην Ελλάδα καθίσταται ολοένα και πιο επιφανειακή. Κάτω από τη δημοκρατική αυτή επιφάνεια κρύβονται όμως, και ενισχύονται διαρκώς, εξουσιαστικές δομές φεουδαρχικού - δυναστικού χαρακτήρα, προσδίδοντας στο πολίτευμα τον χαρακτήρα παλίμψηστου. Η άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτα το «αθέμιτο» στο να χρησιμοποιούνται οι συνταγματικοί κανόνες «για να εξυπηρετήσουν συγκυριακούς και κοντόφθαλμους πολιτικούς στόχους είτε της κυβέρνησης είτε της αντιπολίτευσης», με μόνη προϋπόθεση «να μην παραβιάζονται τυπικά οι συνταγματικές διαδικασίες» (Α. Μανιτάκης, «Ελευθεροτυπία» 21.7.2009) παρέχει επιστημονικοφανή κάλυψη στον εξευτελισμό αυτόν του πολιτεύματος. Αιδώς Αργείοι.

* Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π. Θεσσαλονίκης

Α. Μανιτάκης: Τίποτα το αθέμιτο

Α. Μανιτάκης:
Τίποτα το αθέμιτο

Ελευθεροτυπία, Τρίτη 21 Ιουλίου 2009
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ

Πλήγμα στην προσπάθεια της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί πολιτικά την άρνηση του ΠΑΣΟΚ, να προτείνει τον Μάρτιο ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κ. Παπούλια ώστε να προκηρυχτούν εθνικές εκλογές αλλά και τη δέσμευσή του ότι θα τον προτείνει μετεκλογικά, αποτελεί η τοποθέτηση του συνταγματολόγου Αντ. Μανιτάκη στην «Ε».

Ο κ. Μανιτάκης ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι αθέμιτη η χρησιμοποίηση του Συντάγματος στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού πολιτικού παιχνιδιού. Αρκεί να τηρούνται τυπικά οι συνταγματικές διαδικασίες.

«Το Σύνταγμα δεν ελέγχει τις προθέσεις, τους φανερούς ή κρυφούς στόχους των πολιτικών που το χρησιμοποιούν, όταν δεν παραβιάζουν τους κανόνες. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε καμία παραβίαση» έλεγαν άλλωστε στην «Ε» και άλλοι έγκριτοι συνταγματολόγοι.

Η πλήρης δήλωση του κ. Μανιτάκη έχει ως εξής:

«Δεν βρίσκω τίποτα το αθέμιτο, ούτε το ανορθόδοξο το να χρησιμοποιείται το Σύνταγμα, οι διαδικασίες του και οι θεσμοί του ως κανόνες ενός πολιτικού παιχνιδιού μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Προφανώς οι κανόνες και οι διαδικασίες του Συντάγματος χρησιμοποιούνται ανέκαθεν για να εξυπηρετήσουν συγκυριακούς και κοντόφθαλμους πολιτικούς στόχους είτε της αντιπολίτευσης είτε της κυβέρνησης. Ετσι γίνεται και γινόταν πάντα. Και δεν είναι ελεγκτέοι συνταγματικά οι φανεροί ή ανομολόγητοι στόχοι μιας πολιτικής απόφασης. Αρκεί να μην παραβιάζονται τυπικά οι συνταγματικές διαδικασίες. Αυτό συμβαίνει κυρίως με το θεσμό της διάλυσης της Βουλής, που από το 1977 διαλύεται για λόγους προσχηματικούς που δεν υπάγονται πάντως στην έννοια του κρίσιμου εθνικού θέματος που ορίζει το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Δεν συνέβη το ίδιο άλλωστε και το 1985 και το 1990;»

Τι συνέβη όμως εκείνες τις χρονιές;

**Το 1985 ο Α. Παπανδρέου, την τελευταία στιγμή, άλλαξε απόφαση και δεν υπέδειξε ως πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κ. Καραμανλή, που συμπλήρωνε τότε την πρώτη 5ετή θητεία του. Αντ' αυτού, πρότεινε τον Χρ. Σαρτζετάκη, ανακριτή της υπόθεσης Λαμπράκη. Αμέσως μετά την εκλογή του, για να δώσει έμφαση στον λόγο της αιφνίδιας αλλαγής του, ο Α. Παπανδρέου διέλυσε τη Βουλή, προτείνοντας παράλληλα αναθεώρηση του Συντάγματος και περιορισμό των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας.

**Τον Μάρτιο του 1990 η Ν.Δ. του Κων. Μητσοτάκη αρνήθηκε να προτείνει υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας. Οι βουλευτές της ψήφισαν «παρών» και στις τρεις ψηφοφορίες που προβλέπει το Σύνταγμα για την επίτευξη των «181», με αποτέλεσμα η εκλογή Προέδρου να αποβεί άκαρπη. Ο Κ. Μητσοτάκης είχε ξεκαθαρίσει ωστόσο πριν από τις ψηφοφορίες, ότι στόχος του είναι να προκαλέσει εκλογές, να κερδίσει την αυτοδυναμία και να προτείνει μετά ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κ. Καραμανλή. Οπερ και εγένετο. Ο Κ. Καραμανλής, μετα τις εκλογές, εξελέγη από τη Βουλή, με 151 ψήφους, για δεύτερη φορά Πρόεδρος Δημοκρατίας.

Θεμιτό το μπλόκο στην εκλογή Προέδρου. Ξ. Κοντιάδη, Καθηγητή

Θεμιτό το μπλόκο στην εκλογή Προέδρου

Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΟΣ, 21/7/2009

Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να μπλοκάρει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άκαιρη και πολιτικά άστοχη, αλλά δεν συνιστά κατ ανάγκην συνταγματικό ατόπημα.

Από συνταγματική άποψη η αξιολόγηση του εύρους των επιλογών που διαθέτουν τα κόμματα και κάθε βουλευτής αυτοτελώς κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας προϋποθέτει την ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων της ίδιας της συνταγματικης ρύθμισης. Πράγματι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτευχθεί αυξημένη συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας ως μέσο την απειλή των πρόωρων εκλογών. Ομως το μέσο αυτό είναι ατελέσφορο και μάλιστα οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, όταν η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση θεωρήσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρόσφορη για την εκλογική της επικράτηση. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κλασικό παράδειγμα αποτυχημένης συνταγματικής μηχανικής.

Τα πολιτικά κόμματα και οι βουλευτές έχουν ελευθερία επιλογής να ψηφίσουν κάποιον ή να μην ψηφίσουν κανέναν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από καμία διάταξη δεν προκύπτει κάτι αντίθετο. Αποτελεί δείγμα εκλέπτυνσης του πολιτικού μας πολιτισμού η ευθεία δήλωση των αληθών σκοπών της εκάστοτε επιλογής, αντί για τις πάγιες τακτικές πολιτικής υποκρισίας και συνταγματικής υποβάθμισης, τις οποίες κατ επανάληψη τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν ακολουθήσει με την επίκληση προσχηματικών εθνικών ζητημάτων για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.


Καθημερινή της Κυριακής 19/7/ 09
Δημ. Τσάτσος:
Mην κάνετε το Σύνταγμα «περίγελο»


Συνέντευξη στον Κωνσταντινο Ζουλα

Αν το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήσει τον Μάρτιο την προεδρική εκλογή για να ρίξει την κυβέρνηση και ψηφίσει εκ των υστέρων τον κ. Κάρολο Παπούλια, θα καταστήσει «ερμηνευτικό περίγελο» το Σύνταγμα, καθώς θα έχει «εξόφθαλμα περιφρονήσει το βαθύτερο νόημά του», υπογραμμίζει σήμερα ο κορυφαίος Συνταγματολόγος κ. Δημήτρης Τσάτσος. Στην βαρύνουσα συνέντευξή του, ο διακεκριμένος καθηγητής και δύο φορές επικεφαλής των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ, καταρρίπτει και το πολιτικό επιχείρημα του κ. Γιώργου Παπανδρέου ότι θα προκαλέσει εθνικές εκλογές για το συμφέρον της χώρας. «Η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει τις πρόνοιες του Συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, το προσδιορίζουν και το προστατεύουν», επισημαίνει και συνιστά στον κ. Κάρολο Παπούλια «να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών», προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος του Συντάγματος.
– Κύριε καθηγητά υπήρξατε πάντοτε πολέμιος του Συνταγματικού άρθρου 32 § 4 που προβλέπει τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών, αν δεν συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει προαναγγείλει ότι θα κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου τον προσεχή Μάρτιο και θα ’θελα να μου πείτε αν εμμένετε στη θέση σας.
– Εχω σε ανύποπτο χρόνο υποστηρίξει ότι το να διακόπτεται ο βίος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής λόγω μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ρύθμιση ατυχέστατη και όχι πολύ κοντά στη δημοκρατική αρχή. Η θέση μου αυτή είναι πάγια και δεν θέτω θέμα συνταγματικότητας της εν λόγω ρύθμισης, καθώς το αν υφίστανται «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος» ανέκαθεν υπήρξε μεγάλο ζήτημα στη θεωρία του κλάδου μας. Η θέση μου αφορά καθεαυτή τη ρύθμιση η οποία μπορεί να μετατραπεί σε «εργαλείο» διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο βαθύτερο, αλλά σαφές νόημα του εν λόγω άρθρου. Θα παρατηρούσα μάλιστα ότι μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να χρεωθεί σε όλη τη Βουλή. Θα χρεωθεί μόνο στο κόμμα ή στα κόμματα, τα οποία τυχόν θα δήλωναν ότι η στάση τους στην εκλογή Προέδρου αποβλέπει στη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών.
– Υπονοείτε, δηλαδή, ότι αν κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου η αξιωματική αντιπολίτευση, θα έχει προβεί σε θεσμική εκτροπή, όπως υποστήριξε προσφάτως και ο συνάδελφός σας συνταγματολόγος κ. Γιώργος Κασιμάτης;
– Δεν έχω συμπάθεια στη λέξη «εκτροπή». Θα εμμείνω στην πάγια θέση μου, επιχειρώντας να την εξηγήσω και στους αναγνώστες σας που δεν έχουν βαθύτερες νομικές γνώσεις.
Η περίπτωση της έκτακτης διάλυσης της Βουλής στο άρθρο 32 προβλέπεται από το Σύνταγμα στην περίπτωση εκείνη και μόνον που διαπιστώνεται πραγματική αδυναμία συμφωνίας της αυξημένης πλειοψηφίας της Βουλής στο πρόσωπο ενός των υποδεικνυομένων υποψηφίων. Ο διακεκριμένος συνάδελφος κ. Κασιμάτης, ορθώς επεσήμανε (σ.σ.: την προηγούμενη Κυριακή στο «Παρόν») ότι τα μόνα θεμιτά κριτήρια της στάσης ενός κόμματος στην εκλογή Προέδρου είναι τα «κριτήρια που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου». Για να γίνω δε ακόμη σαφέστερος, θα σας έλεγα ότι το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος δεν θέτει την προεδρική εκλογή ως εργαλείο στη διάθεση εκείνων που θέλουν, για λόγους άσχετους με το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου, να επιτύχουν βουλευτικές εκλογές. Το νόημα του εν λόγω άρθρου είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι πρόωρες εκλογές είναι αυτές που τίθενται στη διάθεση μιας προεδρικής εκλογής ως ultimum remedium. Δηλαδή, ως «έσχατο μέσο λύσης». Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ κρίσιμη και σωστή και την παρατήρηση του κ. Κασιμάτη ότι το Σύνταγμα προσδιορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις πρόωρων εκλογών.
– Η αξιωματική αντιπολίτευση, ωστόσο, επικαλείται ως κεντρικό επιχείρημά της για την εσπευσμένη πρόκληση εκλογών τον Μάρτιο, το εθνικό συμφέρον της χώρας…
– Δεν αμφισβητώ το εθνικό κίνητρο σε κανένα κόμμα και πολύ περισσότερο στο ιστορικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομως, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει το προφανές νόημα του Συντάγματος, πόσω μάλλον τις πρόνοιες του συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, προσδιορίζουν και προστατεύουν το εθνικό συμφέρον.
– Από τις απαντήσεις σας αντιλαμβάνομαι ότι θα θεωρούσατε συνταγματικά και θεσμικά δόκιμη μόνον την περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ πρότεινε για πρόεδρο κάποιο άλλο πρόσωπο και όχι τον κ. Καρ. Παπούλια.
– Καίτοι με προκαλείτε, θα αποφύγω να μπω στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, καθώς η θέση μου, όπως σας είπα, είναι πάγια, θεσμική και, νομίζω, σαφέστατη. Προφανώς ένα κόμμα μπορεί να ματαιώσει μια προεδρική εκλογή. Μπορεί να το πράξει είτε απορρίπτοντας τον υποδεικνυόμενο, από τα άλλα κόμματα, πρόεδρο, είτε και προτείνοντας κάποιο άλλο πρόσωπο. Τότε η διάλυση της Βουλής θα έχει προκύψει για λόγους που εμπίπτουν στο νόημα του Συντάγματος. Όταν όμως εκ των προτέρων δηλώσει ότι αρχικώς δεν θα ψηφίσει τον υποδεικνυόμενο από τα άλλα κόμματα πρόεδρο, για να προκληθούν εκλογές, και μετά την επίτευξη του στόχου του θα τον ψηφίσει τότε μια σοβαρή ρύθμιση του Συντάγματος γίνεται ερμηνευτικός περίγελος, καθώς περιφρονείται εξόφθαλμα το βαθύτερο νόημά της. Εξυπακούεται, δε, ότι αν το ίδιο κόμμα ενεργήσει έτσι, χωρίς να το δηλώσει, τότε είναι θέμα πειστικότητας της εξήγησης που θα δώσει στο τέλος.
– Υπάρχουν νομικές συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση;
– Κυρώσεις δεν προβλέπονται και ευτυχώς δεν έχουμε συνταγματικό δικαστήριο. Όμως, αν η «κοινή γνώμη» ή η «κοινωνική συνείδηση» αντιληφθεί το ερμηνευτικά παραποιητικό τέχνασμα, θα το καταγράψει. Και αυτό δεν είναι λίγο. Η καταγραφή αυτή αποτελεί ιστορικοπολιτική κύρωση. Η σημασία της ιστορικοπολιτικής κύρωσης είναι, βέβαια, μόνον τόση, όσος και ο εν τόπω και χρόνω πολιτικός πολιτισμός. Το κύρος και η ισχύς του δικαίου, ιδιαίτερα του Συντάγματος, δεν εξαρτάται από τον εξαναγκασμό ως μορφή κύρωσης αλλά από τη θέση που έχουν οι θεσμοί στη συνείδηση των πολιτών.
– Αν, παρά ταύτα, η αξιωματική αντιπολίτευση εμμείνει στη διακηρυγμένη θέση της;
– Θέλω να ελπίζω πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Αν συμβεί, όμως, νομικά δεν μπορεί κανείς να παρέμβει.
– Με την τροπή, πάντως, που έχουν λάβει τα πράγματα, η διαστρέβλωση του συνταγματικού πνεύματος, όπως την περιγράφετε, φαντάζει αναπόφευκτη…
– Οχι αναγκαία. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί κι ένα ακόμη ενδεχόμενο: Ο υποψήφιος Πρόεδρος να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να αρνηθεί την έτσι σχεδιασμένη υποψηφιότητά του. Βέβαια, μπορεί να βρεθεί νέος πρόθυμος να παίξει τον ρόλο του εργαλείου. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, η άρνηση του πρώτου θα έχει βαρύνουσα συνέπεια στο πεδίο του πολιτικού πολιτισμού. Και επιτρέψτε μου μια τελευταία παρατήρηση: Πρέπει να γίνει στη χώρα μας επιτέλους αντιληπτό ότι η παραβίαση του Συντάγματος, όπως στο θέμα που συζητάμε, δεν παύει να είναι καταδικαστέα παραβίαση επειδή μπορεί να συντελεστεί «ανενόχλητα» μιας που ούτε προβλέπονται ούτε θα μπορούσαν να προβλέπονται νομικές κυρώσεις. Η κοινωνικοπολιτική μομφή σε μια Δημοκρατία πρέπει να έχει τη σημασία της και να τη λαμβάνουν υπόψη τα μέλη του πολιτικού προσωπικού.

Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και προκήρυξη εκλογών

TO ΠΑΡΟΝ, 12/07/2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΚΤΡΟΠΗ οι εκλογές για Παπούλια!

Είναι συνταγματικά επιτρεπτή η σύνδεση της διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας;

– Έχω γράψει και σε άλλα δημοσιεύματά μου ότι η σύνδεση της πολιτικής σκοπιμότητας για πρόωρες βουλευτικές εκλογές με την ψήφιση ή μη του υποψήφιου Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί παραβίαση του Συντάγματος. Το Σύνταγμα, αναθέτοντας την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στη Βουλή, αποβλέπει σε κριτήρια που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου για το ύπατο αξίωμα της χώρας. Κανένα άλλο κριτήριο δεν είναι επιτρεπτό. Ούτε είναι, ασφαλώς, επιτρεπτό το κριτήριο του αν χρειάζεται η χώρα πρόωρες εκλογές ή όχι. Αυτό προκύπτει από την αδιάσειστη λογική των ειδικών διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής που ρυθμίζουν την εκλογή του αρχηγού του κράτους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που κάνει αντισυνταγματική τη σύνδεση των βουλευτικών εκλογών με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι και ένας άλλος: Το Σύνταγμα, χάριν της κυβερνητικής σταθερότητας, δεν επιτρέπει την πρόωρη διάλυση της Βουλής για οποιονδήποτε λόγο. Μόνο για τέσσερις λόγους επιτρέπει την πρόωρη διάλυση:

(α) όταν, μετά τις εκλογές, δεν τελεσφορήσει σχηματισμός κυβέρνησης με εμπιστοσύνη της Βουλής,

(β) όταν η κυβέρνηση χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής και δεν μπορεί να την αποκτήσει άλλο κυβερνητικό σχήμα,

(γ) όταν παραιτηθούν ή καταψηφιστούν την ίδια περίοδο δύο κυβερνήσεις και το τρίτο κυβερνητικό σχήμα δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα και

(δ) όταν η ίδια η κυβέρνηση προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διάλυση της Βουλής για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπίσει εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.

Το Σύνταγμα επιβάλλει επίσης, κατ' εξαίρεση, τη διάλυση της Βουλής αν δεν ψηφιστεί στις τρεις συνεχείς ψηφοφορίες που προβλέπει κανένας από τους υποψηφίους για την Προεδρία της Δημοκρατίας - αλλά, βεβαίως, με κριτήρια επιλογής προσώπου. Αν ένα κόμμα δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσει κανέναν υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, προκειμένου να οδηγηθεί υποχρεωτικά η χώρα σε εκλογές για την ανάδειξη κυβέρνησης, με το επιχείρημα ότι η χώρα χρειάζεται νέα κυβέρνηση, προκαλεί την πρόωρη διάλυση της Βουλής για λόγο που δεν προβλέπει ούτε επιτρέπει το Σύνταγμα και, επιπλέον, σφετερίζεται την αρμοδιότητα για πρόωρη διάλυση της Βουλής, ενώ δεν την έχει από το Σύνταγμα.

Πιστεύω ότι δεν είναι στην πρόθεση κανενός πολιτικού κόμματος να διαπράξει μια τέτοια τριπλή παραβίαση του Συντάγματος και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ασφαλώς δε, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει αυτή την πρόθεση ούτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε, νομίζω, ούτε δήλωσε ποτέ ένα κόμμα ότι, κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, θα καταψηφίσει τρεις φορές τον υποψήφιο για την ύπατη θέση του πολιτεύματος, για να εξαναγκάσει την Πολιτεία να διεξαγάγει εθνικές εκλογές.

Ένα πρόσωπο που εξελέγη με 282 ψήφους για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και συγκεντρώνει την αποδοχή του ελληνικού λαού σε ποσοστό 90% μπορεί να γίνει εργαλείο κομματικής πολιτικής; Να μετουσιωθεί σε Ιφιγένεια στον βωμό εκλογικής αναμέτρησης;

– Με το ερώτημα αυτό τίθεται ένα μεγάλο ζήτημα πολιτικού ήθους, το οποίο, πιστεύω, είναι χωρίς αντικείμενο. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένα κόμμα το οποίο, με τη λαϊκή θέληση, κυβέρνησε την Ελλάδα επί μακρά σειρά ετών θα καταψήφιζε έναν υποψήφιο για το ύπατο αξίωμα της χώρας ο οποίος υπήρξε, επίσης επί μακρά σειρά ετών, ανώτατο στέλεχός του, ικανός και άξιος υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεών του και ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας που τιμά το ανώτατο λειτούργημα με την άριστη άσκησή του και είναι αποδεκτός από ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% του ελληνικού λαού. Μια τέτοια κίνηση, και μάλιστα αντισυνταγματική, ούτε δήλωσε ούτε υπαινίχθη ούτε θα μπορούσε ποτέ να σκεφθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η επιλογή προσώπου πολιτικά αντίπαλου κόμματος για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας υπαγορεύεται από πολιτικές σκοπιμότητες;

– Μια τέτοια επιλογή για την υπερκομματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας όπως ήταν η επιλογή του σημερινού Προέδρου αποτελεί άριστο δείγμα πολιτικής επιλογής και απόφασης, γιατί δείχνει ότι το κόμμα που επιλέγει γι' αυτήν τη θέση πρόσωπο από το αντίπαλο κομματικό στρατόπεδο έχει πλήρη συνείδηση ότι η εκλογή για τον ύπατο λειτούργημα της Πολιτείας δεν αποτελεί κομματική υπόθεση. Τέτοιες επιλογές τις αναγνωρίζει πάντοτε ο λαός, οι οποίες όμως δεν μπορεί να υποβαθμίζονται ως κομματικές σκοπιμότητες. Είναι επιλογές -που έγιναν και στο παρελθόν- υψηλής πολιτικής ευθύνης.


Στην επιλογή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας θα έπρεπε η ψήφος να είναι κατά συνείδηση;

– Κατά το Σύνταγμα, όλες οι ψηφοφορίες στη Βουλή πρέπει να είναι κατά συνείδηση και όχι προϊόν εκβίασης ή άλλης μορφής εξαναγκασμού. Το Σύνταγμα δέχεται την επιβολή «κομματικής γραμμής», αλλά με την έννοια ότι οι βουλευτές την αποδέχονται με ελεύθερη συνείδηση, αφού παραμένουν στο κόμμα. Βεβαίως, όλοι ξέρουμε ότι η κομματική εντολή αποτελεί ισχυρό μέσο πίεσης. Αλλά με αυτό το μέσο το Σύνταγμα δίνει προτεραιότητα στη συλλογική βούληση του κόμματος απέναντι στην ατομική του κάθε βουλευτή. Για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας το Σύνταγμα επιβάλλει ονομαστική ψηφοφορία. Με αυτό δεν αποβλέπει μόνο στην κατά συνείδηση ψήφο αλλά και στη μετά παρρησίας έκφραση της γνώμης. Γι' αυτό επιβάλλει την ονομαστική ψηφοφορία.


Ο περιορισμός των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας με το Σύνταγμα του '86 δικαιώθηκε από την ιστορία;

Ο περιορισμός των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, που έγινε με την αναθεώρηση του 1986, αποκατέστησε τη γνήσια κοινοβουλευτική δημοκρατία, που αποτελεί τη μορφή πολιτεύματος του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Ο περιορισμός δικαιώθηκε και από τη μετέπειτα πολιτική ιστορία μας, αφού κανένα πολιτικό κόμμα δεν κατέθεσε επίσημα πρόταση σε αναθεώρηση, μετά το 1986, να δοθούν και πάλι οι εξουσίες εκείνες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα, για το καλό της χώρας, με το κύρος του. Με εξουσίες διχάζει.

Το «πολιτικό στοιχείο» της εκλογής Προέδρου. Του Χ. Ανθόπουλου

Το «πολιτικό στοιχείο» της εκλογής Προέδρου
Από τον Χαράλαμπο Ανθόπουλο, επίκουρο καθηγητή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
ΕΘΝΟΣ 1/7/2009


Το ζήτημα της αλλαγής του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας απασχόλησε τόσο τη Βουλή του 1996, η οποία διαπίστωσε με πλειοψηφία 161 ψήφων την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 32 Συντ., όσο και την Αναθεωρητική Βουλή του 2000, στην οποία δεν επιτεύχθηκε τελικά η απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 ψήφων για την αναθεώρησή του. Ετσι, το άρθρο 32 Συντ., το οποίο φαίνεται ότι θα αναδειχθεί σε κλειδί των πολιτικών εξελίξεων, παρέμεινε ως είχε στο συνταγματικό κείμενο.
Το παράδοξο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα αξιοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο 32 Συντ. για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, στη Βουλή του 2000 είχε προτείνει την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου, για να μη χρησιμοποιείται η καταψήφιση του υποψηφίου Προέδρου ως τρόπος διάλυσης της Βουλής, ενώ αντίθετα η Νέα Δημοκρατία, η οποία σήμερα εγκαλεί το ΠΑΣΟΚ για καταχρηστική χρήση του άρθρου 32 Συντ., είναι η ίδια που εμπόδισε την αναθεώρησή του. Η αλήθεια είναι ότι τόσο η πρόταση του ΠΑΣΟΚ όσο και εκείνη της Νέας Δημοκρατίας είχαν περισσότερα μειονεκτήματα από αυτά που παρουσιάζει η ρύθμιση του άρθρου 32 Συντ.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ ήταν να μη διαλύεται η Βουλή μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία στην οποία απαιτούνται 180 ψήφοι, αλλά να επαναλαμβάνονται οι ψηφοφορίες έως ότου επιτευχθεί η αυξημένη αυτή πλειοψηφία. Επειδή μια τέτοια πλειοψηφία δύσκολα θα μπορούσε να είναι μονοκομματική, η πρόταση αυτή διασφάλιζε την εκλογή ενός προσώπου που θα συγκέντρωνε τη συναίνεση μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος. Πλην όμως, υπήρχε ο κίνδυνος να αποβαίνουν συνεχώς άκαρπες οι ψηφοφορίες και η πολιτική ζωή να περιστρέφεται επί μακρόν γύρω από το παιχνίδι της προεδρικής εκλογής. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας ήταν η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία όμως θα αποδυνάμωνε ουσιωδώς τον υπερκομματικό του ρόλο και θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Εν συγκρίσει προς τις προτάσεις αυτές, νομίζουμε ότι είναι καλύτερη η ισχύουσα ρύθμιση. Χωρίς αμφιβολία, η ρύθμιση αυτή αφήνει στις πολιτικές δυνάμεις ένα περιθώριο ελεύθερης πολιτικής αξιολόγησης σχετικά με τη σκοπιμότητα ολοκλήρωσης ή πρόωρης λήξης της κοινοβουλευτικής περιόδου.
Αυτό το αναπόφευκτο «πολιτικό στοιχείο» της προεδρικής εκλογής -με βάση το ισχύον άρθρο 32 Συντ.- το επεσήμανε με τη χαρακτηριστική του ευθύτητα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης:
«Από την ώρα που το Σύνταγμα... προβλέπει τη δυνατότητα, επ ευκαιρία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, είναι βέβαιον... ότι όλα τα κόμματα θα κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, αν πολιτικά πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν τον τόπο σε εκλογές. Ολα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Οτι δήθεν παραβιάζουμε το Σύνταγμα, ότι δήθεν υποβιβάζουμε τον θεσμό». (Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, 2000, σ. 280).