Τον Γιώργο

τον παιδικό φίλο και συμμαθητή, τον χαμογελαστό και μεγαλόψυχο συνάδελφο, τον στοργικό και γενναιόδωρο δάσκαλο, τον στρατευμένο στις αξίες της δημοκρατίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενοποίησης της Ευρώπης συνταγματολόγο ∙ τον σεμνό επιστήμονα και δημόσιο άνδρα που δεν κουράστηκε να πιστεύει ούτε να αγωνίζεται ανιδιοτελώς με τα γραπτά του και τον λόγο του για τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό των θεσμών, που δεν εξαργύρωσε τις δημόσιες υπηρεσίες του και δίδαξε με την πράξη του, βαδίζοντας αντίθετα στο ρεύμα της εξαχρείωσης, ότι ακαδημαϊκό και πολιτικό ήθος δεν είναι αταίριαστα.
Tον πρωτεργάτη και στυλοβάτη του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», τον μαθητή του Μάνεση που ενστερνίστηκε τη διδασκαλία του
Τα μέλη και οι φίλοι του Ομίλου δεν τον αποχωρίζονται, τον κρατάνε μέσα τους γιατί είναι κτήμα της πνευματικής τους κληρονομιάς.
____________________________________________________
Πώς να σε αποχαιρετήσω, Γιώργο μου γλυκέ, και πώς να σου μιλήσω, λίγους μόνο μήνες μετά τον αποχωρισμό της Γιώτας, όταν μοίρα κοινή και άδικη σας πήρε και τους δύο μαζί, λες και ήθελε να τιμωρήσει φίλους αγαπημένους, επειδή πίστεψαν ότι μπορούσαν, ως αιώνια νέοι, να αλλάξουν με τη θέλησή τους τη μοίρα τη δική τους και τα κακώς κείμενα του τόπου τους. Πώς να σε προσφωνήσω, Γιώργο μου γλυκέ και αγαπημένε, ως παιδικό φίλο και συμμαθητή στο Β’ Γυμνάσιο Αρένων, ως συμφοιτητή και συνάδελφο, ως ομότεχνο και ομότιτλο και ομογάλακτο μαθητή του Μάνεση; Πρωτόκλητος εσύ, ανέλαβες αμέσως μετά τη μεταπολίτευση να στήσεις μαζί του την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου στη Θεσσαλονίκη και να βάλεις τα θεμέλια για ένα δημοκρατικό και συμμετοχικό πανεπιστήμιο. Για ποια από τα έργα σου να πρωτομιλήσω, τα ενυπόγραφα ή τα ανυπόγραφα; Αυτά που άρχισες ως διδάκτωρ Νομικής γράφοντας για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και το Κυπριακό πρόβλημα, που ποτέ δεν έπαψε να σε απασχολεί και να σε βασανίζει ή για αυτά με τα οποία τέλειωσες; Για την προστασία του περιβάλλοντος, την πιο ευγενή, την πιο σημαντική έγνοια σου, που άφησε ίχνη ανεξίτηλα και απτά, έντυπα και ηλεκτρονικά; Γλυκέ μου Γιώργο, το πήραμε το κείμενο σου, έκκληση, για το Περιβάλλον, λίγες μόνον εβδομάδες πριν φύγεις, και το αναρτήσαμε στην ιστοσελίδα του Ομίλου Μάνεσης, του Ομίλου που πρωτοστάτησες για την ίδρυσή του. Τα έργα σου, Γιώργο μου, τα συνταγματικά, πρόλαβες και τα συγκέντρωσες, με την τάξη που σε διακρίνει, σε δύο καλαίσθητους τόμους, μόνο που δεν προλάβαμε εμείς να σου πούμε πόσο ωφέλιμη και σπουδαία είναι για όλους μας και για την επιστημονική μας κοινότητα η έκδοσή τους. Για τη στοργή και φροντίδα που έδειξες στους μαθητές σου και συνεργάτες σου δεν θα μιλήσω, γιατί όλα αυτά και άλλα όμοια δεν τα έκανες από υποχρέωση αλλά από φυσικού σου και δεν σου άρεσε να μιλάς. Άφησε μου όμως να πω μόνο δύο λόγια για το ανυπόγραφο, δημόσιο, έργο σου, αυτό που νοιώσανε και αισθάνθηκαν τόσοι και τόσοι, που δεν είναι όμως γραμμένο πουθενά, γιατί δεν μίλησε γι΄ αυτό ο τύπος και η τηλεόραση. Είναι χαραγμένο διακριτικά στον κορμό της ίδιας της Ελληνικής Πολιτείας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε νομοσχέδια για τον εκλογικό νόμο, την τοπική αυτοδιοίκηση, για τις Ανεξάρτητες Αρχές και άλλα πολλά, που δεν γνωρίζω, και βέβαια στις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τις προσπάθειές σου όμως Γιώργο μου, την δεκαετία του 90, τις απορρόφησαν κυρίως οι διαδικασίες για την ενοποίηση της Ευρώπης, το μεγάλο σου όραμα, επειδή συμμετείχες ενεργά στις διεργασίες και στις επιτροπές για την Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το Σύνταγμα της Ευρώπης, για το οποίο άσκοπα και αδέξια σε πίκρανα, τότε, με τη στάση μου. Για αυτά που έκανες, σεμνά και αθόρυβα, μακριά από τα εφήμερα φώτα της μάταιης δημοσιότητας, ως υπηρέτης σεμνός και ανιδιοτελής μιας δημοκρατικής Πολιτείας, όπως σου άρεσε να την αποκαλείς, δεν μπορεί να γίνει καταγραφή, γιατί είναι πολλά και η συμβολή σου δεν αποτιμάται και μάλιστα με λόγια. Ησύχασε, Γιώργο μου γλυκέ, έκανες περισσότερα από όσα μπορούσες. Οι χάρες, οι θεσμικές που προσέφερες είναι περισσότερες από τις προσωπικές. Δεν είναι μόνον οι μαθητές και συνεργάτες σου, που ευεργετήθηκαν από την θέρμη της ψυχής σου, είναι οι θεσμοί που γνώρισαν τη δωρεά της έμπνευσής σου. Και όλα αυτά τα θαυμαστά και σπουδαία, που με απέραντη καλοσύνη και σπάνια γενναιοδωρία, με εντιμότητα και ταπεινοφροσύνη, προσέφερες, τα έπραξες -το ξέρουμε όλοι εμείς- με την συνδρομή και την αμέριστη συμπαράσταση της Άννας, της λατρεμένης Αννούλας σου, του ατελείωτου έρωτά σου, με την οποία συμμερίστηκες, πάνω από τριάντα χρόνια, όχι μόνον τα προσωπικά σου σχέδια και όνειρα αλλά και τις σκέψεις και τις ιδέες σου για τον τόπο και τα κοινά. Ησύχασε, Γιώργο μου γλυκέ, έκανες πολλά. Μπορεί η Ελλάδα να μην εκσυγχρονίστηκε και να μην έγινε, όπως ήθελες μια χώρα, καθόλα ευρωπαϊκή. Έγιναν όμως αρκετά, όλα αυτά τα χρόνια. Και ύστερα, Γιώργο μου, θα πρέπει να το κατάλαβες, δεν αλλάζει ο πολιτικός και κοινωνικός βίος μιας Πολιτείας με νόμους και συνταγματικές αναθεωρήσεις, αλλά με το παράδειγμα δημόσιων ανδρών σαν και σένα. Έδειξες με το παράδειγμα σου ότι απέναντι στην Ελλάδα του θεάματος και του αγοραίου εντυπωσιασμού, της εξαχρείωσης και της παρακμής, υπάρχει και μια Ελλάδα της ουσίας και της εντιμότητας, της αποτελεσματικής προσφοράς και της καλοσύνης. Έδειξες έμπρακτα ότι υπάρχουν επιστήμονες και θεωρητικοί που έχουν πρακτικό μυαλό, ότι υπάρχουν -ναι υπάρχουν- πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα χωρίς να πολιτεύονται και δημόσιοι άνδρες που προσφέρουν χωρίς να περιμένουν ανταπόδοση, επειδή απλά αισθάνονται χαρά να δίνουν. Ησύχασε Γιώργο μου, τα πρόλαβες όλα, η πνευματική και ψυχική κληρονομιά που αφήνεις στον Αλέξανδρό σου, είναι τεράστια, το βλέμμα του ωρίμασε σε μια μόνο μέρα και δείχνει ότι είναι έτοιμος, λες και ήταν έτοιμος από παλιά, να πάρει τη σκυτάλη της ζωής στα χέρια του, πλήρης από την αγάπη σας, με την στοργή της Άννας και με την αγάπη των πιστών φίλων σου και του πνευματικού του πατέρα, του ανάδοχου του. Ησύχασε Γιώργο μου, αύριο, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, θα πάω στα κοιμητήρια και θα επισκεφτώ μαζί με τον Μιχάλη, τον αδελφό σου, την κυρία Ρούλα, που είναι ακόμη εκεί και περιμένει και θα της πω ότι το καμάρι της, το χαμογελαστό παλληκάρι της εισήλθε με τις δικές του τις δυνάμεις στο Πάνθεον των αθανάτων, για την ευγένεια της ψυχής του, πριν από όλα.
Επικήδειος λόγος που εκφωνήθηκε από τον Αντώνη Μανιτάκη, εκ μέρους του Νομικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ομίλου ‘Αριστόβουλος Μάνεσης’
Η ώρα της δημοκρατικής ευθύνης για το άσυλο

Γιώργου Χ. Σωτηρέλη

καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η πρόσφατη πομπώδης καταγγελία του ασύλου από τον πρωθυπουργό στη Βουλή αποτέλεσε το αποκορύφωμα μια σειράς παρόμοιων επιθέσεων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο φαρισαϊσμός και η δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων.

Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η συζήτηση διεξάγεται σε λάθος βάση. Το άσυλο δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως ακούγεται συχνά. Είναι μια δημοκρατική κατάκτηση, που συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου, δηλαδή τόσο με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την οποία θωρακίζει, όσο και με το αυτοδιοίκητο, το οποίο εξειδικεύει. Ισχύει, δε, σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, ως συνταγματικό έθιμο ή ως συνταγματική πρακτική, βάσει των οποίων είτε η αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει στον χώρο του Πανεπιστημίου χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχών είτε η διαφύλαξη της τάξης εντός του πανεπιστημιακού χώρου ανήκει σε σώματα που βρίσκονται υπό τις διαταγές των πρυτανικών αρχών.

Η μόνη λοιπόν συζητήσιμη ιδιαιτερότητα της χώρας μας αφορά την νομοθετική του εξειδίκευση. Στο σημείο δε αυτό είναι χρήσιμος ένας παραλληλισμός. Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απολύτως παρεμφερές με το άσυλο κατοικίας. Το πρώτο είναι θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενώ το δεύτερο της ιδιωτικότητας. Υπό αυτή την έννοια, δεν πρόκειται απλώς για άσυλο ιδεών, όπως λέγεται συχνά, υπό το πρίσμα μιας περιοριστικής –ή και υποβολιμαίας– προσέγγισης. Το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύει προεχόντως ένα συγκεκριμένο χώρο, ως βιόσφαιρα συνταγματικά κατοχυρωμένων ακαδημαϊκών δικαιωμάτων (επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας). Όπως δε είναι αναγκαία για το άσυλο κατοικίας η νομοθετική οριοθέτησή του, εξ ίσου αναγκαία είναι και για το πανεπιστημιακό άσυλο, εν όψει μάλιστα και του ότι η ταραγμένη μετεμφυλιακή περίοδος, με αποκορύφωμα τη δικτατορία, έθεσαν με εντελώς διαφορετικούς όρους το ζήτημα στη χώρα μας.

Τι έφταιξε όμως και το άσυλο ανήχθη σε μείζον πρόβλημα, παρότι δεν έχει έως τώρα παραβιασθεί από τη δημόσια εξουσία; Η απάντηση είναι απλή: η μεγάλη παθογένεια του μεταπολιτευτικού Πανεπιστημίου, με ραγδαία επιδείνωση τελευταία, είναι η καταχρηστική αξιοποίηση του ασύλου, το οποίο εκλαμβάνεται σαν μια γκρίζα ζώνη που επιτρέπει, ερήμην των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, την επιβολή ενός καθεστώτος ανομίας, βίας και ιδεολογικής τρομοκρατίας από διάφορες ιδιωτικές εξουσίες (συχνά μάλιστα στο όνομα αντιεξουσιαστικών αρχών…). Η όλη συζήτηση, επομένως, δεν αφορά το άσυλο καθεαυτό αλλά την προσχηματική επίκλησή του, που καταστρατηγεί έναν βασικό κανόνα της Δημοκρατίας: ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.

Φθάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα: Θα ήταν λύση η κατάργηση του ασύλου ;

Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση είναι πολλαπλά προβληματική. Πρώτον, διότι θυμίζει το γνωστό: «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι». Δεύτερον, διότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε χώρους που δεν προστατεύονται από το άσυλο (όπως ιδίως συνέβη με τα «δεκεμβριανά»…). Τρίτον δε, και σπουδαιότερον, διότι η κατάργηση του ασύλου είναι μια εύκολη υπεκφυγή. Ειδικότερα:

Η σημερινή νομοθεσία για το άσυλο επιτρέπει την άρση του είτε μετά από άδεια του πρυτανικού συμβουλίου (κατά πλειοψηφία πλέον), είτε με απόφαση του εισαγγελέα, αν διαπράττεται αυτόφωρο κακούργημα ή αυτόφωρο έγκλημα κατά της ζωής. Στο σημείο αυτό λοιπόν εντοπίζεται ένα μείζον έλλειμμα δημοκρατικής ευθύνης, που αποτελεί και την ρίζα του προβλήματος.

Πρόκειται, πρώτον, για έλλειμμα της πολιτείας, που παραλύει συνήθως μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους και αρνείται κάθε ανάμειξη, αφήνοντας το Πανεπιστήμιο στο έλεος της ανομίας ακόμη και όταν είναι προφανές ότι συντελούνται τα αδικήματα που προβλέπει ο νόμος.

Πρόκειται όμως, παράλληλα, και για έλλειμμα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, που υπονομεύει εκ βάθρων τη δημοκρατική νομιμότητα. Εδώ βεβαίως δεν πρόκειται μόνον για ζήτημα πολιτικού κόστους. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένα ιδιότυπο πελατειακό σύστημα, που συνδυάζει με τον χειρότερο τρόπο τις γενικότερες σχέσεις πατρωνείας με ορισμένες ιδιότυπες σχέσεις πανεπιστημιακής συναλλαγής, οι οποίες αποτελούν το καρκίνωμα της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Είναι μια κατάσταση πολύ χειρότερη από την παραδοσιακή κομματικοποίηση. Όχι μόνον διότι συνήθως απουσιάζει κάθε σχετικός ιδεολογικοπολιτικός προβληματισμός αλλά ιδίως διότι τα κόμματα έχουν υποκατασταθεί από ποικίλα κέντρα επιρροής, που στην πλειονότητά τους υπηρετούν αδιαφανείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις.

Έφταιξε βέβαια και η νομοθεσία για την έμμεση συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, διότι επέτρεψε στις φοιτητικές παρατάξεις, προϊούσας και της αποπολιτικοποίησης, να καταστούν ιδιότυποι πολιτικοί διαμεσολαβητές, ερήμην αρχών και αξιών, συχνά δε με νοοτροπία πολιτικού κοτζαμπασισμού.

Ωστόσο, με την πρόσφατη καθιέρωση της άμεσης ψηφοφορίας δεν απέμεινε πλέον κανένα άλλοθι, προκειμένου να δοθούν πρόσφορες πολιτικές απαντήσεις. Κυβέρνηση, κόμματα και φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας οφείλουν να εγκύψουν με σοβαρότητα στο πρόβλημα –χωρίς μικροκομματικές ή συντεχνιακές εξάρσεις– και να συμφωνήσουν σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αντιμετώπισής του, που θα υπακούει σε τρεις απαρέγκλιτες αρχές:

Πρώτον, την πλήρη προστασία του ασύλου, ως θεσμικής εγγύησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας
Δεύτερον, την χωρική οριοθέτησή του, ώστε να καλύπτει, όπως και το άσυλο κατοικίας, μόνο τον «περίκλειστο» χώρο των ΑΕΙ (δηλαδή κτίρια και περίβολο).
Τρίτον, την αυστηρή τυποποίηση των περιπτώσεων που δεν καλύπτονται από το άσυλο, με ιδιαίτερη έμφαση στους βανδαλισμούς και στις καταπατήσεις των δικαιωμάτων που εξειδικεύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Κάθε παραβίαση θα διαπιστώνεται απλώς από το πρυτανικό συμβούλιο –ενδεχομένως μετά από αιτιολογημένη εισήγηση αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού– και θα συνεπάγεται, αυτόματα, άρση του ασύλου, από ειδικά εκπαιδευμένη αστυνομική δύναμη.

Είναι προφανές, εν όψει των ανωτέρω, ότι το άσυλο δεν είναι μόνο ζήτημα του Πανεπιστημίου. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία όμως προϋποθέτει δημοκρατική ευθύνη. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει ούτε τις σειρήνες του αυταρχισμού αλλά ούτε και τις λαϊκιστικές παρεκτροπές της…
Ποιο Πανεπιστημιακό Άσυλο;

του Γεράσιμου Θεοδόση*

Α) Στους διαλόγους/συζητήσεις που δημοσιεύτηκαν τελευταία σε εφημερίδες και περιοδικά για το πανεπιστημιακό/ ακαδημαϊκό άσυλο έγκριτος πανεπιστημιακός καθηγητής (όχι νομικός) αρχίζει τη συμβολή του στο θέμα ως εξής: «Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το Πανεπιστημιακό Άσυλο θεσμοθετήθηκε προκειμένου…».
Στους νομικούς κύκλους είναι βέβαια γνωστό ότι το ελληνικό Σύνταγμα όχι μόνο δε θεσμοθετεί και δεν κατοχυρώνει το πανεπιστημιακό/ ακαδημαϊκό άσυλο, αλλά και δεν κάνει μνεία σε αυτό. Επομένως επαφίεται καταρχήν στη δικαιοδοσία του κοινού νομοθέτη να το ορίσει και να το προσδιορίσει.
[διαβάστε ολόκληρο το άρθρο]

* Ο Γεράσιμος Θεοδόσης, διδάκτορας του Πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης, είναι δικηγόρος και συγγραφέας. Το άρθρο είναι υπό δημοσίευση στο περιοδικό «Δικαιόραμα».
ΣΤΟΧΟΣ ΟΙ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
Του Στέφ. Ματθία,
επίτ. Προέδρου του Αρείου Πάγου

Ι. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι όσα συμβαίνουν στους χώρους των πανεπιστημίων οφείλονται στο άβατο του πανεπιστημιακού ασύλου. Οφείλονται στις καταλήψεις. Η διάκριση μεταξύ ασύλου και κατάληψης είναι σαφής. Το πρώτο αποτελεί μια σταθερή εγγύηση ελεύθερης διδασκαλίας και ακώλυτης διακίνησης ιδεών. Η δεύτερη συνιστά δυναμική κατάργηση του πρώτου, με την οποία αυτό μετατρέπεται σε άντρο καταστροφών, λεηλασιών και εξεγέρσεων...
Επομένως με την κατάληψη, όσο αυτή διαρκεί, παύει να υπάρχει άσυλο. Το γεγονός ότι για την απομάκρυνση των καταληψιών θα απαιτηθεί αστυνομική επέμβαση μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο δεν ενέχει παραβίαση του ασύλου αφού αυτό έχει ήδη στην πράξη καταλυθεί και η απομάκρυνση των καταληψιών αποσκοπεί ακριβώς στην αποκατάστασή του.

ΙΙ. Αν και οι καταλήψεις είναι αναμφισβήτητα αυθαίρετες και παράνομες, γίνονται μοιρολατρικά ανεκτές επειδή έχει επικρατήσει η εσφαλμένη άποψη ότι η εκδίωξη των καταληψιών θα ενείχε επέμβαση στο άσυλο. Επιβάλλεται λοιπόν να ξεκαθαριστεί το ζήτημα νομοθετικά : να χαρακτηριστούν με νόμο οι καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων αυτόφωρο έγκλημα, διωκόμενο και τιμωρούμενο αυτεπαγγέλτως. Παράλληλα να ληφθούν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα, ώστε οι καταλήψεις να εμποδίζονται. Για το σκοπό αυτό να κατασκευαστούν στις πύλες εισόδου περιστρεφόμενες θύρες και να γίνεται έλεγχος από σώμα πανεπιστημιακών φυλάκων, επικουρούμενων εκτάκτως, αν και εφόσον υπάρξει ανάγκη, από αστυνομική δύναμη. Αυτοί δεν θα επιτρέπουν την είσοδο σε άσχετους παρείσακτους, παρά μόνο αν διαθέτουν άδεια ή αιτιολογούν την ανάγκη εισόδου των. Μόνο με κάποιο, ανεκτικό έστω, φιλτράρισμα των εισερχομένων μπορεί να γίνεται λόγος για άσυλο. Όταν μπαινοβγαίνουν ανεξέλεγκτα οι πάντες, ο χώρος παύει να είναι «πανεπιστημιακός» και μετατρέπεται σε «απερίφρακτο αμπέλι» που υπόκειται ανά πάσα στιγμή σε κατάληψη. Πρέπει επιπλέον να ληφθεί μέριμνα ώστε στους πανεπιστημιακούς χώρους να υπάρχουν φύλακες που θα προστατεύουν το άσυλο. Αν παρά ταύτα γίνει κατάληψη, οι καταληψίες, φοιτητές και μη, πρέπει να απομακρύνονται με άμεση εισαγγελική εντολή και αστυνομική επέμβαση. Αυτή θα γίνεται χωρίς ανάμιξη του πρυτανικού Συμβουλίου. Διότι η διαφύλαξη της έννομης τάξης είναι ευθύνη της πολιτείας, όχι των πρυτάνεων. Με την επέμβαση θα αποκαθιστάται το άσυλο. Και υπό την εκδοχή όμως ότι η είσοδος της αστυνομικής δύναμης θα παραβίαζε τυπικά το άσυλο, η προτεινόμενη ρύθμιση επιβάλλεται για τη διάσωση των πανεπιστημίων. Μπορεί δε να γίνει με απλό νόμο, δεδομένου ότι το άσυλο έχει επίσης θεσπιστεί με κοινό νόμο και δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση. Ένας τέτοιος νόμος επιτάσσεται μάλιστα από το Σύνταγμα, αφού αυτό εγγυάται την «ακαδημαϊκή ελευθερία» που είναι βέβαια ασυμβίβαστη με κάθε κατάληψη.

ΙΙΙ. Πιστεύω ότι η ψήφιση από τη Βουλή της κατάλληλης διάταξης δεν θα συναντήσει σοβαρές αντιρρήσεις αφού δεν θα θίγει αλλ’ αντιθέτως θα υπηρετεί το άσυλο. Ας σημειωθεί ότι η μετατόπιση του νομοθετικού στόχου (από την κατάργηση του ασύλου στην απαγόρευση των καταλήψεων) παρέχει την ευκαιρία γενικής απαγόρευσης κάθε «κατάληψης», όχι μόνο των χώρων των ΑΕΙ (στους οποίους αποκλειστικά το άσυλο ισχύει) αλλά και άλλων κρατικών και κοινόχρηστων χώρων: σχολείων, δημόσιων υπηρεσιών, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, τραπεζών, κοινωφελών οργανισμών και επιχειρήσεων, ακόμη και αιθουσών δημοσίων θεαμάτων. Δεδομένου ότι όλοι αυτοί οι χώροι είναι είτε κρατικοί είτε ελεύθερα προσβάσιμοι από όλους, η προστασία τους από αυθαίρετες καταλήψεις ανάγεται στη δημόσια τάξη. Συνιστά επομένως υποχρέωση των πολιτειακών οργάνων, χωρίς ανάμιξη των διευθυντών σχολείων, των δημάρχων, κοινοταρχών, προϊσταμένων των υπηρεσιών, των ΝΠΔΔ κ.λπ. Έτσι η μάστιγα των «καταλήψεων» θα εκλείψει.

ΙV. Η προτεινόμενη διάταξη νόμου, που θα ανακουφίσει τη μεγάλη πλειονότητα των νέων και τους πολίτες, πρέπει να προβλέπει : α) απαγόρευση στους ανωτέρω χώρους κάθε κατάληψης ή παρεμπόδισης της χρησης τους, β) τη αποτροπή και απόκρουση κάθε απόπειρας κατάληψης και την άμεση απομάκρυνση, με εισαγγελική εντολή, των καταληψιών, από την αστυνομική δύναμη και γ) ως ποινική κύρωση κατά του κάθε παραβάτη (καταληψία) ποινή φυλάκισης, που θα επιβάλλεται κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου, και η οποία δεν θα μετατρέπεται σε χρηματική ούτε θα υπόκειται σε αναστολή λόγω άσκησης έφεσης, θα διπλασιάζεται δε αν κατά τη διάρκεια της κατάληψης έχουν διαπραχθεί φθορές ξένης ιδιοκτησίας, ληστείες, κλοπές, σωματικές βλάβες, εμπρησμοί, εκρήξεις ή παραβάσεις της νομοθεσίας περί όπλων και περί ναρκωτικών. Μπορεί επιπλέον να προβλεφθεί, ως παρεπόμενη ποινή, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των πρωταιτίων.
Με τα μέτρα αυτά η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες θα αναπνεύσει, το αίσθημα της ασφάλειας θα εμπεδωθεί, ο τουρισμός, η κυκλοφορία και η κίνηση της αγοράς θα ομαλοποιηθούν.