Πολίτευμα και Κράτος


i. Εννοιολογικός προσδιορισμός

Η συνταγματική θεωρία και κυρίως η ελληνική δεν μπορεί να απαρνηθεί ούτε να απαλλαγεί από τον όρο «πολίτευμα» αλλά ούτε και από τον όρο «κυβερνητικό σύστημα». Αυτό όχι μόνον διότι ο όρος πολίτευμα αναφέρεται ρητά στο Σύνταγμα και έχει καθιερωθεί στην ελληνική συνταγματική επιστήμη και ιστορία, αλλά κυρίως διότι η κρατική εξουσία και ειδικότερα η πολιτική εξουσία προσδιορίζεται και αποκτά ταυτότητα μόνον σε αναφορά προς την έννοια πολίτευμα, μόνον με την παράλληλη χρήση του αρχαίου αυτού όρου. Πρόκειται επομένως για έννοια καταστατική της ελληνικής Πολιτείας καθώς και της ελληνικής επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου, με κανονιστικό περιεχόμενο, και μάλιστα συνταγματικό, και όχι απλώς περιγραφικό.
Άλλωστε το είδος του πολιτεύματος στο ισχύον Σύνταγμα δεν περιγράφεται, απλώς, θα δούμε στο κείμενο του ισχύοντος Συντάγματος και ειδικά στο άρθρο 1 παρ. 1, επιβάλλεται με τη μορφή κανονιστικής επιταγής: «το πολίτευμα της Ελλάδος είναι…», με την έννοια ότι «είναι όπως το Σύνταγμα ορίζει ότι είναι και πρέπει άρα να λειτουργεί όπως επιβάλλεται ή επιτρέπεται από το Σύνταγμα και τις επιταγές του. Πρόκειται για έννοια καθαρά συνταγματική, η οποία δεν χρειάζεται καν το πρόθεμα ‘συνταγματικό’.
Μετά από τις εννοιολογικές διευκρινίσεις, που δώσαμε σχετικά με τις συγγενείς προς την έννοια πολίτευμα κατηγορίες, μπορούμε να επανέλθουμε στην αφετηρία μας και να ορίσουμε την έννοια «πολίτευμα» ξεκινώντας από το βασικό, προσδιοριστικό της στοιχείο, την κυριαρχία, αναζητώντας εκεί, στον συστηματικό τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και μορφοποιείται συνταγματικά η κυριαρχία ενός συγκεκριμένου κράτους, την ειδικότερη μορφή του. Ο όρος «πολίτευμα» αναφέρεται στο συνταγματικό, κατά βάση, τρόπο «συγκρότησης» της κυριαρχίας, ως κρατικής εξουσίας, καθώς και στον τρόπο «κατανομής» των εξουσιών στα άμεσα όργανα του κράτους ή σε άλλους συνταγματικούς θεσμούς και άσκησής της από αυτά.
Ο ορισμός του πολιτεύματος που υιοθετούμε εμπνέεται από τον κλασσικό ορισμό του Αριστοτέλη, ο οποίος ταυτίζοντας την πολιτεία με το πολίτευμα και υπογραμμίζοντας ότι το πολίτευμα προσδιορίζεται από την κύρια ή βασική Αρχή της πόλεως ( «Επεί δε πολιτεία μεν και πολίτευμα ταυτόν, πολίτευμα δ’εστι το κύριον των πόλεων,…») [1] όρισε ως πολίτευμα ή πολιτεία[2].:
«… τάξις ταις πόλεσιν η περί τας αρχάς, τίνα τρόπον νενέμηνται, και τι το κύριον της πολιτείας και τί το τέλος εκάστης κοινωνίας ’εστίν, νόμοι δε κεχωρισμένοι των δηλούντων την πολιτείαν, καθ’ ούς δει τους άρχοντας άρχειν και φυλάττειν τους παραβαίνοντας αυτούς.» (1289a 16-19).
Δεν διαφέρει δε σημαντικά από τον ορισμό που υιοθετεί ο Μάνεσης, ο οποίος ακολουθώντας στο σημείο αυτό τον Σβώλο (ΣυντΔίκ., 1934, 236) και συνεπής στην κρατικο-θετικιστική θεώρηση του Δικαίου και του Κράτους ορίζει ως πολίτευμα «το σύνολο των κανόνων δικαίου κατά τους οποίους σχηματίζεται και ασκείται η συνιστώσα την κρατική εξουσία θέλησις…. Και δη η υπερτάτη και πρωταρχική εκδήλωσις της κρατικής εξουσίας…ως συντακτικής, δηλαδή ο κυρίαρχος» (ΣυντΔίκ., 1967, 78-80).

Αναλυτικότερα, τονίζοντας αυτή την φορά την κανονιστική σημασία του όρου, θα λέγαμε ότι η έννοια πολίτευμα, σήμερα, περιλαμβάνει, με την ευρύτερη σημασία του όρου

τις θεμελιώδεις αρχές και τους κανόνες, που καθορίζουν τόσο
α) τον τρόπο σύνταξης μιας Πολιτείας, ο οποίος εκδηλώνεται, αρχικά, με την συγκρότηση της «κύριας» ή «ύπατης» εξουσίας, αποσκοπώντας στην πρωταρχική κανονιστική μορφοποίηση και δέσμευση της κυριαρχίας, όσο και
β) τον τρόπο κατανομής των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν στις συντεταγμένες εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική, αναθεωρητική) ή σε θεσμούς συνταγματικούς ή μη, στους οποίους ανατίθενται η εκπλήρωση κρατικών ή δημόσιων λειτουργιών, όπως συμβαίνει με τα πολιτικά κόμματα.
Η ειδικότερη μορφή ενός πολιτεύματος ξεκινά από τη βάση του, που είναι ο προσδιορισμός της έδρας ή της πηγής όλων των εξουσιών, της «κυριαρχίας», η οποία αποτελεί τον κέντρο αναγωγής τους, και προχωρά στην κανονιστική μορφοποίησή της× για να καταλήξει στην κατανομή και ανάθεση της άσκησής της σε διάφορα κρατικά όργανα ή σε πολιτικούς θεσμούς, που αναλαμβάνουν να επιτελέσουν κρατικές ή δημόσιες λειτουργίες.
Το συνταγματικό πολίτευμα συνδέεται, τελικά, εκ γενετής με την οργάνωση και άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από την κυριαρχία, την οποία εκφράζει, μορφοποιεί και περιορίζει χάρη όμως στη βοήθεια θεμελιωδών και πάγιων κανόνων δικαίου, των συνταγματικών.
Μόνο που την έννοια της κυριαρχίας θα πρέπει, εδώ, αν θέλουμε να διατηρήσει την λειτουργική της αποτελεσματικότητα, να τη συλλάβουμε σήμερα απογυμνωμένη από το αρχικό, απολυταρχικό της νόημα, που την θεωρεί δύναμη υπέρτατη και ακαταγώνιστη, που επιβάλλεται από μόνη της, μονομερώς και αυτοδύναμα απέναντι σε κάθε άλλη δύναμη. Χρειάζεται να τη συλλάβουμε εντελώς διαφορετικά, μεταμορφωμένη όπως είναι -μετά τις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις του κράτους και των λειτουργιών του [3], την εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και επικοινωνίας- σε ένα ενοποιημένο σύμπλεγμα διάχυτων σχέσεων δημόσιας εξουσίας, οι οποίες αναφύονται και λειτουργούν σε μια οργανωμένη δικαιικά, και αυτοδύναμη πολιτική κοινωνία.
Η «κυριαρχία» επιβιώνει ως κατηγορία του συνταγματικού δικαίου και της πολιτειολογίας και δικαιολογεί την επίκλησή της σε κάθε νέα μορφή πολιτειακής οργάνωσης, όταν και εφ΄όσον μπορεί και λειτουργεί ως επικράτεια της πολιτικής, ως οργάνωση της δημόσιας πολιτικής σφαίρας, δηλαδή όταν επιβάλλεται καταναγκαστικά ως σχετικά αυτόνομη βαθμίδα ενοποίησης, ταυτοποίησης, σταθεροποίησης και νομιμοποίησης μιας κοινής και ασφαλούς πολιτικής συμβίωσης. Η κυριαρχία, έτσι όπως την εννοούμε, εξασφαλίζει δημοκρατική τάξη και ασφάλεια σε μια πολιτική κοινωνία, που σπαράσσεται από διαιρέσεις και ανταγωνισμούς, ιδεών και συμφερόντων. Υπονοεί μια κοινωνία, η οποία οργανώνεται πολιτικά για να εγγυηθεί τη διάκριση της οικονομίας και της κοινωνίας από την κρατική εξουσία και την πολιτική, της δημόσιας σφαίρας από την ιδιωτική. Δικαιώνει δε την ύπαρξή της, όταν συνυφαίνεται με τη «λαϊκή κυριαρχία» και επιβάλλεται ως πρωταρχικό κριτήριο οργάνωσης και νομιμοποίησης της ύπατης εξουσίας, όταν λειτουργεί, δηλαδή, ως συμβολικός «κοινός τόπος», όπου λαμβάνει χώρα η εξουσιαστική και αυτοδύναμη μέσω του δικαίου και των διαδικασιών διαβούλευσης διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων.
Η προηγούμενη πρόσληψη της λαϊκής κυριαρχίας απέχει, όπως θα δούμε, μεν αισθητά από την αρχική της, χωρίς ωστόσο να την έχει απαρνηθεί: «πάσα κυριαρχία εις μόνον το έθνος ανήκει, πάσα δε Κυβέρνησις επί της του έθνους ερείδεται συναινέσεως καν τε ρητώς καν τε σιωηρώς εκπεφρασμένης»[4].

ii. Η σχέση πολιτεύματος και κράτους – κράτους και δημοκρατίας

34296Το πολίτευμα, έτσι όπως το ορίσαμε, ως μορφή οργάνωσης της κυριαρχίας, αντιστοιχεί στον ιστορικό τύπο του σύγχρονου, εθνικού, κράτους και θα πρέπει για το λόγο αυτό να αντιμετωπίζεται ως ειδικότερη μορφή συγκρότησης και άσκησης της εξουσίας του φιλελεύθερου κράτους, όπως το έχουμε προσδιορίσει[5]. Μεταξύ του φιλελεύθερου κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος διαμορφώνεται μια σχέση γένους προς είδους: το δημοκρατικό πολίτευμα αντιμετωπίζεται ως ειδική μορφή οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας μιας και της αυτής «μορφής κράτους», του φιλελεύθερου[6]. Η λογική και ιστορική σύνδεση του φιλελεύθερου κράτους με το δημοκρατικό πολίτευμα, έδωσε λαβή στην πολιτική και συνταγματική θεωρία να μη διακρίνει την έννοια κράτος από την έννοια πολίτευμα και αναμειγνύοντας τις δύο έννοιες, να ονομάζει το μείγμα άλλοτε ‘δημοκρατικό κράτος’ και άλλοτε «φιλελεύθερο πολίτευμα».
Τα πολιτεύματα ενός κράτους μπορούν να αλλάζουν, ενώ το κράτος να παραμένει το ίδιο. Η ταυτότητα και ο προσδιορισμός ενός κράτους δεν συμπίπτει με τον προσδιορισμό του πολιτεύματός του. Ένα φιλελεύθερο κράτος, κράτος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, της διάκρισης των εξουσιών και της αγοράς, μπορεί να έχει πολίτευμα δημοκρατικό ή μοναρχικό ή και ολιγαρχικό (μονοκομματικό) και να έχει μορφή διακυβέρνησης, αντιπροσωπευτική, ημί-αντιπροσωπευτική, αυταρχική ή δικαιο-κρατική. Το φιλελεύθερο κράτος είναι το κράτος των ελευθεριών, του περιορισμού και της διάσπασης της εξουσίας σε πολιτική και οικονομική, σε δημόσια και ιδιωτική. Η δημοκρατία, ως μορφή οργάνωσης της κυριαρχίας, είναι η «εξουσία του λαού» που θεμελιώνεται στην αυτοκυβέρνησή του. Το πρώτο, αποτελεί μία μορφή κράτους που προσδιορίζεται τόσο από την «αρνητική» σχέση -σχέση αποχής- που διατηρεί η κρατική εξουσία με τους κυβερνώμενους ή με τα άτομα, όσο και με την κοινωνία και οικονομία. Η δεύτερη, αποτελεί είδος πολιτεύματος, γι΄αυτό και προσδιορίζεται από τον τρόπο που οργανώνεται συνταγματικά και ασκείται η κρατική εξουσία, και ειδικά η κυριαρχία του λαού ως δυνατότητα αυτοδύναμης οργάνωσης του ίδιου και αυτοκυβέρνησης, σε μια δοσμένη μορφή κρατικής κυριαρχίας[7].
Κράτος και πολίτευμα αποτελούν άρα δύο αυτοτελείς και αυθύπαρκτες λογικά κατηγορίες του συνταγματικού δικαίου και της πολιτικής επιστήμης. Η αντιδιαστολή του είναι θεμελιώδους γνωσιο-θεωρητικής σημασίας[8], διότι αποδεσμεύει τη δημοκρατία από τον ορίζοντα του φιλελεύθερου κράτους αλλά και του εθνικού κράτους γενικά και μας επιτρέπει να την σκεφτούμε έξω ή πέρα από το κράτος και την κρατική εξουσία, στο πλαίσιο του οποίου γεννήθηκε εντούτοις και από το οποίο δύσκολα, είναι αλήθεια, μπορεί να αποκολληθεί. Το δημοκρατικό πολίτευμα διαθέτει, έτσι, νοηματική και ιστορική αυτοτέλεια σε σχέση με το κράτος, έστω και αν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία συνδέθηκε ιστορικά και λογικά με το σύγχρονο, το εθνικό κράτος. Το μέλλον της όμως δεν εξαρτάται από αυτό. Άλλωστε η δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα σε μια Πόλη, που δεν ήταν κράτος και μπορεί κάλλιστα να νοηθεί χωρίς κράτος, στο πλαίσιο π.χ. μιας μετα-εθνικής πολιτικής κοινωνίας, της ευρωπαϊκής. Το κράτος προηγείται λογικά του πολιτεύματος και άρα και της δημοκρατίας. Η δημοκρατία προϋποθέτει λογικά την ύπαρξη κράτους.
Γι αυτό και θεωρούμε ατυχή επιστημονικά τον όρο δημοκρατικό κράτος, διότι συγχέει τη μορφή ενός κράτους, δηλαδή τον τρόπο συγκρότησης των τριών συστατικών στοιχείων του[9], με τον συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας του, δηλαδή με τη μορφή του πολιτεύματος.
Θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι, άλλωστε, η κρατική κυριαρχία αλλά η κυριαρχία του λαού, ο οποίος συντάσσεται από μόνος του σε πολιτικό υποκείμενο, αυτό-οργανώνεται εντός του κράτους, και ανάγεται ο ίδιος σε πηγή όλων των συντεταγμένων εξουσιών.
Μετά την κατάρρευση, το 1989, των καθεστώτων του κρατικού κομμουνισμού στην Ευρώπη και την εξαφάνιση της αποκαλούμενης «σοσιαλιστικής μορφής» κράτους, τα πρότυπα οργάνωσης της κρατικής εξουσίας έχουν απλοποιηθεί. Έχει, τελικά, επικρατήσει, το «φιλελεύθερο -αστικό κράτος» παγκοσμίως ως ιστορικά αναγκαία μορφή κράτους, που από άποψη εθνολογική είναι και εθνικό, ενώ έχει καθιερωθεί ως οικουμενικό πρότυπο οργάνωσης της εξουσίας του και διακυβέρνησης των πολιτικών κοινωνιών το «δημοκρατικό πολίτευμα» [10].
Η πρότυπη αυτή μορφή οργάνωσης της εξουσίας του κράτους και διακυβέρνησης του λαού, αντιπαρατίθεται προς κάθε άλλο σχετικό πρότυπο, στο οποίο οι σχέσεις εξουσίας και ατόμων δεν βασίζονται στη συναίνεση των πολιτών, ελεύθερα εκφρασμένη και δεν έχουν ως πηγή προέλευσής τους τη βούληση του λαού ως πολιτικής ενότητας, όπως είναι το μοναρχικό, το ολιγαρχικό, το θεοκρατικό ή το αυταρχικό πρότυπο εξουσίας.
Η δημοκρατία δεν συνιστά, επομένως, μορφή κράτους αλλά μορφή οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας ενός συνταγματικού κράτους. Βρίσκεται πιο κοντά στη μορφή διακυβέρνησης, με την οποία πολλοί συγγραφείς την ταυτίζουν άλλωστε[11]. Είτε ως μορφή «οργάνωσης και άσκησης της κρατικής εξουσίας» εκληφθεί είτε ως «μορφή διακυβέρνησης ενός λαού», η δημοκρατία μπορεί και πρέπει να νοείται αποσυνδεμένη από το κράτος, που είναι μια μία μορφή αυτοδύναμης, ακαταγώνιστης ή ύπατης και δικαιικά μορφοποιημένης ή θεσμοποιημένης εξουσίας, που ασκείται σε μια ορισμένη χώρα στην οποία κατοικεί ένας ορισμένος λαός[12].
Η δημοκρατία έχει, σίγουρα, μέλλον μπροστά της. Το κράτος και μάλιστα το εθνικό είναι αμφίβολο. Είναι προορισμένο κάποτε να σβήσει.

Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η φιλελεύθερη πλουραλιστική θεωρία της δημοκρατίας, αποφεύγει τον όρο κράτος και προτιμά στη θέση του όρου ‘δημοκρατικό κράτος’, τον όρο ‘δημοκρατική κοινωνία’. Μεταξύ των δύο υπάρχει, βέβαια, ουσιώδης διαφορά, όχι μόνον διότι ο πρώτος αναφέρεται στην οργάνωση του κράτους και της εξουσίας τους, ενώ ο δεύτερος στις ελευθερίες και στα δικαιώματα, που διαπερνούν την κοινωνία, αλλά επί πλέον διότι ο τελευταίος στηρίζεται σε, και σχηματίζεται από την αναγνώριση, ως συστατικών και βασικών της στοιχείων, των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, ενώ ο αρχικός, συνάπτεται με τη λαϊκή κυριαρχία και την πολιτική ελευθερία και γενικότερα στα δικαιώματα συμμετοχής στη λήψη των κρατικών αποφάσεων.
Ο όρος «δημοκρατική κοινωνία» έγινε οικείος και απέκτησε ειδική κανονιστική σημασία από τότε που η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τον συμπεριέλαβε στην ρήτρα δικαιολόγησης περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών και πρόβλεψε ρητά σε περισσότερα άρθρα ότι είναι θεμιτό και δικαιολογημένο να λαμβάνονται και να επιβάλλονται σε ένα κράτος μέτρα περιοριστικά όταν αυτά είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία»[13].
Η λογική διάκριση «δημοκρατικού κράτους» και δημοκρατικής κοινωνίας» δεν οδηγεί ωστόσο στο συμπέρασμα ότι η Δημοκρατία και μαζί της η δημοκρατική εξουσία βρίσκεται εκτός του Κράτους ή πάνω από το κράτος. Αντίθετα, τόσο στην αρχαία Πόλη όσο και στα κράτη-έθνη η Δημοκρατία νοείται εντός του κράτους και μάλιστα προϋποθέτει την ύπαρξη κράτους. Αποτελεί και αυτή μια μορφή οργάνωσης της (πολιτικής) εξουσίας, στηρίζεται και διαμορφώνει σχέσεις εξουσίασης και η ιδεατή σύλληψή της ως ταύτιση κυβερνώντων και κυβερνωμένων συνιστά, απλώς, ένα ιδεώδες προς το οποίο οφείλει να τείνει ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Συνιστά μια γενική κανονιστική αρχή, μια αξία με βάση την οποία θα πρέπει να οργανώνονται και να κρίνονται και αξιολογούνται οι εξουσίες ενός κράτους.

Ένας άλλος λόγος που επιβάλλει τη λογική αποσύνδεση της Δημοκρατίας από το Κράτος είναι ότι χάρη στην αντιδιαστολή αυτή μπορεί η λαϊκή κυριαρχία να στηθεί λογικά απέναντι ή κόντρα στην κρατική εξουσία και να έλθει ακόμη και σε αντιπαράθεση μαζί της. Θεμέλιο της δημοκρατίας δεν είναι άλλωστε η κρατική κυριαρχία αλλά η κυριαρχία του λαού, ο οποίος συντάσσεται από μόνος του, αυτό-οργανώνεται ασκώντας πρωτογενή συντακτική εξουσία και ανάγεται ο ίδιος, σε πηγή όλων των συντεταγμένων εξουσιών και σε υποκείμενο συλλογικό, που εννοεί να αυτό-προσδιορίζεται συλλογικά[14]. Συστατικό στοιχείο ενός κράτους και θεμελιώδης οργανωτική του αρχή είναι, αντίθετα, η κρατική κυριαρχία, με την εσωτερική και εξωτερική της διάσταση[15]. Η κυριαρχία δομεί την κρατική εξουσία ως δύναμη ανεξάρτητη και ακαταγώνιστη, με δυνατότητα να επιβάλλεται από μόνη της, αυτοδύναμα, κρατώντας για τον εαυτό της το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης βίας. Η λαϊκή κυριαρχία μορφοποιεί οργανώνοντας την κρατική εξουσία με τρόπο ώστε η συγκεκριμένη συγκρότηση και άσκησή της να στηρίζεται στην λαϊκή θέληση ή συναίνεση. Αφετηρία και τέλος μιας δημοκρατικά δομημένης κρατικής κυριαρχίας είναι η βούληση του λαού, η λαϊκή κυριαρχία. Η κρατική κυριαρχία προσφέρει ασφαλή εστία στη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή κυριαρχία δίνει συγκεκριμένη μορφή, οριοθετεί, περιορίζει και κυρίως νομιμοποιεί δημοκρατικά την κρατική κυριαρχία.
Οι σχέσεις τους καταλήγουν στο τέλος να είναι αντιφατικές, διότι αν από τη μία μεριά κρατική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία συνυπάρχουν, επειδή έχουν κοινή μήτρα και συναρθρώνονται σε ένα ενιαίο και, εν πολλοίς, αδιαχώριστο πλέγμα εξουσίας, από την άλλη, οι δύο θεμελιώδες και συστατικές αυτές αρχές του σύγχρονου κράτους συγκρούονται μεταξύ τους, αφού έχουν διαφορετική σύσταση και επιδιώκουν ανταγωνιστικούς, τελικά, σκοπούς. Γι΄αυτό και υπάρχει μία διαρκής ένταση και στις σχέσεις μεταξύ κράτους και δημοκρατίας[16]. Το κράτος, δύναμη ακαταμάχητη, απρόσωπη και θεσμοποιημένη, ενδιαφέρεται να διατηρεί και να επιβεβαιώνει καθημερινά την ισχύ και την υπεροχή του με όλα τα μέσα έχοντας ως κύριο σκοπό του την διαφύλαξη της ασφάλειας και της ειρήνης. Η δημοκρατία, που διέπεται από το ιδεώδες της αυτοκυβέρνησης του λαού, αντιστρατεύεται τον ετερόνομο, για την κοινωνία και τον λαό, κρατικό αυταρχισμό και τις μονομερείς, ετερόνομες ρυθμίσεις του. Το κράτος μπορεί άλλωστε, να συνυπάρξει με οποιοδήποτε πολίτευμα, ακόμη και με το πιο αυταρχικό, αρκεί να διατηρεί το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης βίας και να μπορεί να επιβάλλεται με νόμους και διατάγματα. Η δημοκρατία, ως οργάνωση εξουσίας, συμβιβάζεται, αντίθετα, μόνον με μία μορφή εξαναγκασμού ή βίας, τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη, αυτήν που στηρίζεται στη συναίνεση του λαού. Από τα προηγούμενα βγαίνει ότι τόσο οι δομές όσο και το τέλος του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κράτους όχι μόνον δεν συμπίπτουν αλλά και συγκρούονται. Άλλωστε, η πλήρης εφαρμογή του δημοκρατικού ιδεώδους, που είναι, όπως είπαμε, η ταύτιση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, συνεπάγεται την κατάργηση ή τον μαρασμό του κράτους. Το κράτος είναι ένα αναγκαίο κακό, μια αναγκαστική και ανυπέρβλητη προς το παρών οργάνωση της σημερινής κοινωνίας, η δημοκρατία ένα ιδεώδες πολίτευμα, ένα πολιτικό όραμα. Πρέπει για τον λόγο αυτό να μπορούμε να στοχαστούμε τη δημοκρατία ανεξάρτητα από το κράτος και να την αποσυνδέσουμε λογικά και θεσμικά από τον καταναγκαστικό εναγκαλισμό του[17].


Αντώνη Μανιτάκη

[1] Αριστοτέλης, Πολιτικά, III. 1281a 11-13. Οι όροι Πολιτεία και Πολίτευμα είναι αμετάφραστοι στις ξένες γλώσσες και αποδίδονται συνήθως με τον όρο Σύνταγμα Constitution, Polity, ή με τον όρο Republic, République, όσον αφορά την πρώτη, και regime ή régime, όσον αφορά το δεύτερο.
[2] Και αλλού σε άλλο χωρίο των Πολιτικών αναφέρει «(«έστι δε πολιτεία πόλεως τάξις των τε άλλων αρχών και μάλιστα της κυρίας πάντων. κύριον μεν γαρ πανταχού το πολίτευμα της πόλεως, πολίτευμα δε εστίν η πολιτεία» (Πολιτικά, 1278 b 8-11).
[3] Βλέπε τόμος Ι, παρ. σ.
[4] Ν.Ι. Σαρίπολος, ΠραγμΣυντΔίκ., 1851, σ. 84.
[5] Βλέπε Τι είναι κράτος, σ. 83 επ.
[6] Βλέπε και G. Mairet, Le libéralisme: présupposés et significations, Histoire des Idéologies, Hachette, 1978, σ. 166-170.
[7] Πρβλ., με διαφορετικά όμως κριτήρια, και G. Sartori, Democrazia. Cosa è, Milano, Rizzoli, 1993, σ. 208.
[8] Για τη διάκριση μορφής κράτους και πολιτεύματος, Τι είναι κράτος, σ. 71.
[9] Βλέπε αναλυτικότερα πιο πάνω
[10] Την απολύτως αναγκαία λογική και θεσμική διάκριση της δημοκρατίας από το κράτος δεν έκανε η κλασσική ούτε η νεώτερη μαρξιστική σκέψη με αποτέλεσμα να υποτιμά μονίμως τη δημοκρατία και να μην μπορεί να την δεί έξω ή ξέχωρα από το κράτος. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της ασυγχώρητης αυτής υποτίμησης το πρόσφατο έργο του Ιταλού ιστορικού Luciano Camfora, La démocratie, Histoire d’une idéologie, Seuil, 2006. Από τον τίτλο και μόνον του έργου φαίνεται ότι ο συγγραφέας του αντιμετωπίζει την δημοκρατία ως «ιδεολογία» και την κατατάσσει στο ιδεολογικό εποικοδόμημα.
[11] Βλέπε ενδεικτικά τις σκέψεις του Ιταλού πολιτειολόγου, Giuseppe Duso, Intoduzione στο ‘Oltre la democrazia’, Carocci, Bari, 2004, σ.. 10-29, ο οποίος υποστηρίζει την άποψη ότι η δημοκρατία αποτελεί μορφή διακυβέρνησης και όχι εξουσίας.
[12] Βλέπε, Τι είναι κράτος, σ. 34, 73.
[13] Βλ. σχετικά, Γ. Βλάχος, Ο οικονομικός και κοινωνικός πλουραλισμός και η έννοια της «δημοκρατικής κοινωνίας», σε ‘Η δημοκρατική κοινωνία και ο πολίτης’, Εκδ. Παπαζήση, ά.χ. σ. 70, 98 και ειδικά για τη ρήτρα στην ΕυρΣΔΑ τη διδακτορική διατριβή του Γ. Πινακίδη, Η ρήτρα της δημοκρατικής κοινωνίας στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Θεσσαλονίκη, 2006.
[14] Βλέπε αναλυτικά για την έννοια και τον ορισμό της δημοκρατίας πιο κάτω σ.
[15] Για την κυριαρχία ως βασικό γνώρισμα του σύγχρονου κράτους και τις μεταμορφώσεις της βλ., αντί άλλων, G. Zagrebelsky, Il diritto mite, Einaudi, 1992, σ. 4 επ.
[16] Για τις σχέσεις δημοκρατίας και κράτους ή λαϊκής κυριαρχίας και κρατικής κυριαρχίας, βλ. συνοπτικά, D. Held, Democracy and Global Order, Stanford University Press, 1995, σ. 145-147, όπου και διάλογος με τον Rawls για το ίδιο θέμα.
[17] Την απολύτως αναγκαία λογική και θεσμική διάκριση της δημοκρατίας από το κράτος δεν έκανε η κλασσική ούτε η νεώτερη μαρξιστική σκέψη με αποτέλεσμα να υποτιμά μονίμως τη δημοκρατία και να μην μπορεί να την δεί έξω ή ξέχωρα από το κράτος. Αντιπροσωπευτικό δείγμα της ασυγχώρητης αυτής υποτίμησης το πρόσφατο έργο του Ιταλού ιστορικού Luciano Camfora, La démocratie, Histoire d’une idéologie, Seuil, 2006. Από τον τίτλο και μόνον του έργου φαίνεται ότι ο συγγραφέας του αντιμετωπίζει την δημοκρατία ως «ιδεολογία» και την κατατάσσει στο ιδεολογικό εποικοδόμημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: