Οι (ερωτικές) «ζωές των άλλων»
Δικαίωμα γάμου και σεξουαλική ελευθερία

του Στέργιου Μήτα
Υποψ. Διδάκτορα Φιλοσοφίας του Δικαίου, Α.Π.Θ.

Στις αράδες της καντιανής Θεωρίας Δικαίου ο γάμος δε δικαιώνεται από το γυμνό συμβατικό γεγονός [“pacto”] ούτε από την ίδια την εμπειρική πρόκριση ενός «έγγαμου» βίου [“facto”]: Ο γάμος, ως κανονιστική επιταγή του ίδιου του Καθαρού Λόγου [“lege”], δικαιώνει (και δικαιώνεται από) την καθολική και αυτοπροαίρετη δέσμευση δύο προσώπων.[1] Στα ίδια τα περιθώρια, λοιπόν, της καντιανής σκέψης (που είναι –άλλωστε– και τα όρια της σκέψης της εποχής του), διαγράφεται βαθμηδόν μια κρίσιμη ιδέα «αυτόνομου σεξουαλικού υποκειμένου». Αναδιατυπώνοντας την καντιανή προσέγγιση, μπορούμε ευχερώς να διεκδικήσουμε, εντός και εκτός (πλέον) των ορίων του γάμου, την αυτοκατανόηση κάθε ανθρώπου ως φορέα ίσης σεξουαλικής ελευθερίας. Για τη διαλεκτική, άλλωστε, συνοίκηση ισότητας και ελευθερίας στο σεξουαλικό πεδίο συνηγορεί και η παράφραση ενός (έτσι και αλλιώς) πολύπαθου αφορισμού: «Σεξουαλική ελευθερία είναι πριν απ’ όλα η ελευθερία αυτών που ασκούν τη σεξουαλικότητά τους διαφορετικά».[2]
Έχει υποδειχθεί επαρκώς, εντός και εκτός νομικών κύκλων, ότι ανάμεσα στους όρους σύναψης έγκυρου γάμου υπό τον ελληνικό Αστικό Κώδικα δεν αναγράφεται και η διαφορετικότητα φύλου των μελλονύμφων. Η απάντηση, βέβαια, στο εάν είναι de lege lata (ήδη) δυνατή η τέλεση γάμου ομοφύλων δεν είναι δυνατόν να έλκεται από την απουσία σχετικής προϋπόθεσης στα αρ. 1350 επ. ΑΚ. Η σχετική φιλολογία ανακυκλώνεται γύρω από ένα βαρυτικό κέντρο, εξίσου απρόσφορο και κηδεμονικό: την ερμηνευτική μας ματιά δεν πρέπει να θαμπώνει ούτε το θετικό επίχρισμα του «γράμματος» ούτε το φωτοστέφανο του «ιστορικού νομοθέτη». Η «γηραιά Νομική» πρέπει κάποτε να ορθοποδήσει –και ουδόλως να σκοντάφτει σ’ ένα βαθύρριζο κομφορμισμό που αποτελεί, ακριβώς, την κρυμμένη φόδρα των επιχειρημάτων αυθεντίας.
Υποστηρίζεται ότι οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και του Αστικού Κώδικα είναι αρκούντως «σιβυλλικές» και χρήζουν (ως εκ τούτου) ερμηνείας. Και όμως: το νόημα κάθε διάταξης, ακόμα και της πλέον σαφούς, ανασυντίθεται και διεκδικείται (ακριβώς) ως προϊόν ερμηνείας. Η κυρίαρχη θέση ατυχώς έλκει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών μια ιδιότυπη κατανομή αρμοδιοτήτων: ανάμεσα στο νομοθέτη-διερμηνευτή της «λαϊκής βούλησης» και το δικαστή-διερμηνευτή της «βούλησης του νομοθέτη». Όχι, η ερμηνεία δεν είναι απλή αναμετάδοση (και μάλιστα δεύτερου βαθμού): η ανασυγκρότηση της ratio legis (οφείλει να) γίνεται με βάση σκοπούς που θα όφειλε να επιδιώκει ένας έλλογος νομοθέτης και όχι ο νομοθέτης-«κινηματογραφιστής» των εκάστοτε κοινωνικών αντιλήψεων. Την ερμηνεία του δικαίου, εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να χρωματίζουν στοιχεία που κείνται εκτός του δικαίου: το (κανονιστικό) περιεχόμενο του γάμου δεν θα υπαγορευθεί ούτε από τη διαχρονική «λόγια» αυθεντία (κλασικά εγχειρίδια οικογενειακού δικαίου) ούτε από το εφήμερο «μέσο» αίσθημα (βούληση της πλειοψηφίας).
Το δικαίωμα στο γάμο θα μπορούσε να ορισθεί ως το δικαίωμα νομικής «επένδυσης» των οικείων σχέσεων ανάμεσα σε δύο πρόσωπα –για όσο διάστημα τους ενώνουν δεσμοί αγάπης, οικειότητας και αλληλεγγύης. Σε αυτό, ακριβώς, το σημείο και μόνο δια της αποσύνδεσης από την αναπαραγωγή, μπορούμε να το κατανοήσουμε και ως δικαίωμα «κυκλωτικό» της σεξουαλικής ελευθερίας.[3] Πράγματι, το «δικαίωμα στο γάμο» (ελευθερία επιλογής συζύγου) και η «σεξουαλική ελευθερία» (ελευθερία σεξουαλικής αυτοδιάθεσης) δε διασταυρώνονται από άποψη περιεχομένου˙ φωτίζονται κανονιστικά, ωστόσο, από την ίδια εστία: τη lato sensu προσωπική ελευθερία του αρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Κάτι που –τηρουμένων των αναλογιών– επισημαίνεται και στην υπόθεση Van Oosterweijck κατά Βελγίου: η άρνηση αποδοχής της σεξουαλικής ταυτότητας του προσφεύγοντος, καταλήγει η Επιτροπή, παρελκύει μεταξύ άλλων και την απόλαυση του δικαιώματος γάμου (αρ. 12 ΕΣΔΑ), ακριβώς διότι «η έννοια της ιδιωτικής ζωής, όπως περιλαμβάνεται στο αρ. 8 […] περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα στη σύναψη και τη διατήρηση σχέσεων με άλλα ανθρώπινα όντα, ιδίως στο συναισθηματικό τομέα, για την ανάπτυξη και την εκπλήρωση της προσωπικότητας του καθενός».[4] Η «αποκεντρωμένη» σεξουαλικότητα, ο «καθαρός» γάμος, αποκαθηλωμένοι εξίσου από αναπαραγωγικές ή άλλες δεσμεύσεις, αποτελούν εντέλει παραλλαγές πάνω στο πολυφωνικό μοτίβο της προσωπικής ελευθερίας.
Η ισότητα σεξουαλικού προσανατολισμού δεν προκύπτει ευθέως από τη σεξουαλική ελευθερία· επικοινωνεί με αυτήν περιφερειακά ως αρχή της μη-διάκρισης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.[5] Με ενεργοποίηση, εξάλλου, ενός σύγχρονου συνταγματικού ιδιώματος, η ισότητα των φύλων ευχερώς μεταφράζεται σε: αποκλεισμό γέννησης προνομιών με άξονα το φύλο. Συνιστά, λοιπόν, (αθέμιτη) διακριτική μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών ο πρακτικός εκτοπισμός τους από το δικαίωμα γάμου; Πράγματι, με τελολογική κατανόηση του σύγχρονου νοήματος του γάμου (: ο γάμος θεμελιώνεται στη βούληση –και μόνο– των ζευγαριών να ζήσουν μαζί), επιχειρήματα αρχών (: η αρχή της ισότητας διατρέχει οριζόντια τις οικογενειακές σχέσεις) και ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα (: αρ. 4 και αρ. 5 του Συντάγματος), η προκείμενη διακριτική μεταχείριση απολήγει σε αναμφίβολη διάκριση λόγω φύλου όσο και διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Κοντολογίς, οφείλει να αναπροσανατολιστεί και η ερμηνεία των αρ. 1350 επ. του Αστικού Κώδικα: οι γάμοι μεταξύ προσώπων ίδιου φύλου οφείλουν να γίνουν δεκτοί ήδη υπό την τρέχουσα αστική νομοθεσία.



Στέργιος Μήτας




[1] Emmanuel Kant, Métaphysique des mœurs II: Doctrine du droit/Doctrine de la vertu, trad. Alain Renaut, Flammarion, Paris, 1994, σσ. 77 – 81
[2] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ρωσική Επανάσταση, μτφ. Α. Στίνας, δ’ έκδοση, εκδ. Ύψιλον, σσ. 69 – 70
[3] Βλ. και Serge Regourd: Sexualité et libertés publiques σε Jacques Poumarede – Jean-Pierre Royer (dir.), Droit, Histoire et Sexualité, Publications de l’espace juridique, Paris, 2002, σ. 320
[4] Έκθεση Van Oosterweijck, αρ. 7654/76, 01.03.1979, σειρά Β, αρ. 36
[5] Για τις αποχρώσεις ανάμεσα σε «σεξουαλική ελευθερία» και «ισότητα σεξουαλικού προσανατολισμού» βλ. και Robert Wintemute: «De l’égalité des orientations sexuelles à la liberté sexuelle» σε Daniel Borrillo, Danièle Lochak (dir.), La liberté sexuelle, PUF, Paris, 2005, σσ. 161 – 186