Θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων πολεοδομικού περιεχομένου ως άσκηση πολιτικής εξουσίας με τυπικό νόμο και δικαστικός έλεγχος

Βασιλική Χρήστου, Δ.Ν., Δικηγόρος

Η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών νοείται ως οργανική και ως λειτουργική. Η οργανική διάκριση των εξουσιών συνίσταται στο ότι υπάρχουν διακριτά νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά όργανα. Η λειτουργική διάκριση των εξουσιών σημαίνει ότι οι κρατικές πράξεις διακρίνονται αναλόγως του περιεχομένου τους σε νομοθετικές (με αντικείμενο τη θέση κανόνων δικαίου), εκτελεστικές (με αντικείμενο την εκτέλεση των νόμων ή τη θέσπιση διοικητικών απλώς κανόνων) και δικαστικές (με αντικείμενο την επίλυση διαφορών ή την επιβολή ποινών).[1] Η οργανική συμπίπτει με τη λειτουργική διάκριση των εξουσιών, όταν τα νομοθετικά όργανα εκδίδουν τις νομοθετικές πράξεις, τα εκτελεστικά όργανα προβαίνουν στις διάφορες εκτελεστικές υλικές ή νομικές ενέργειες και τα δικαστικά όργανα δικάζουν. Το Σύνταγμα πρόβλεπει κάποιες ρητές εξαιρέσεις από τη διάκριση των εξουσιών, όπως είναι για παράδειγμα η άσκηση δικαστικών αρμοδιοτήτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην περίπτωση απονομής χάριτος. Συχνότερα όμως το Σύνταγμα προβλέπει τη λειτουργική συνεργασία των διακριτών μεταξύ τους οργάνων. Έτσι, ενώ η ψήφιση των νόμων γίνεται από τη Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τους εκδίδει και τους δημοσιεύει. Ενώ η νομοθετική αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή, η Βουλή μπορεί να εξουσιοδοτεί, κατά τους ειδικότερους όρους του άρθρου 43 Συντ., την διοίκηση να προβαίνει στη θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων κοκ. Με αυτόν τον τρόπο το Σύνταγμα μεθοδεύει τον αμοιβαίο έλεγχο των εξουσιών μέσα από την υποχρέωσή τους να συμπράξουν για την τέλεση μιας κρατικής ενέργειας.[όλο το κείμενο]


* Το παρόν κείμενο αποτελεί συνοπτική παρουσίαση της προφορικής εισήγησης στο συμπόσιο ομίλου Μάνεση (Σύρος 2009).

[1] Αριστόβουλος Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1960, 357.


Συναίνεση και Αυτονομία :

με αφορμή τις υποθέσεις περί σαδομαζοχισμού στο ΕΔΔΑ[1]

Γιώργου Ν.Καραβοκύρη

Δικηγόρου, Δ.Ν.


Εισαγωγή.

Ακόμη και αν δεν τον περιλαμβάνουμε στο σεξουαλικό μας ρεπερτόριο ή δεν έχουμε εντρυφήσει στις φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές του διαστάσεις, διαβάζοντας Freud και Deleuze ή βλέποντας Pasolini, όλοι μας έχουμε λίγο η πολύ, ανάλογα με τις ηθικές μας τάσεις και αντιστάσεις, συναισθηματικά βιώσει το σαδομαζοχισμό στη ζωή μας, στις επαγγελματικές και τις προσωπικές μας σχέσεις. Τη νομική μας, όμως, ευαισθησία μόλις πρόσφατα την προκάλεσε, με αφορμή δυο σχετικές προσφυγές ενώπιον του ΕΔΔΑ. Στις αποφάσεις Laskey, Jaggard και Βrown εν. Ηνωμένου Βασιλείου και Κ.Α., Α.D. εν. Βελγίου[2] το ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη των αυτουργών του αμφιλεγόμενου σεξουαλικού παιχνιδιού για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικών βλαβών δεν αντιβαίνει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο επικαλέστηκαν οι διάδικοι ως θεμέλιο προστασίας της ιδιωτικής τους ζωής και της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης[3].

Τα κύρια πραγματολογικά δεδομένα των δυο αποφάσεων ελάχιστα διαφέρουν. Εκούσια συμμετοχή στα όργια, πρόβλεψη ενός λεκτικού κωδικού μονομερούς λύσης της σύμβασης και περιβολή των πράξεων με τον μανδύα της ιδιωτικότητας. Καμία βαριά σωματική βλάβη δεν προκλήθηκε από τις αναγκαίες, για τη σεξουαλική ηδονή, φυσικές προσβολές και ουδείς από τους παίκτες προσέτρεξε σε ιατρική βοήθεια. Τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Βρετανία οι μαγνητοσκοπημένες από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους επίμαχες πράξεις υπέπεσαν τυχαία στην αντίληψη των διωκτικών αρχών κατά τη διάρκεια άλλων ερευνών. Κατόπιν τούτου η ποινική δίωξη κινήθηκε αυτεπάγγελτα.

Η ανάγνωση βέβαια των πραγματικών περιστατικών δεν συνεπάγεται πάντα και το consensus των ερμηνευτών τους, αυθεντικών και μη. Ιδιαίτερα δε όταν σε ουσιαστικό στοίχημα της σήμανσής τους αναδεικνύεται η εσχάτως νομικά κατοχυρωμένη έννοια της προσωπικής αυτονομίας που διατρέχει ρυθμιστικά, σαν βασική ερμηνευτική αρχή, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ, την ελευθερία αυτοδιάθεσης του υποκειμένου. Ο σαδομαζοχισμός δεν είναι παρά ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των hard cases, εκεί που το δίκαιο και η ηθική δύσκολα αποσυνδέονται (βλ. πορνεία, πορνογραφία, ευθανασία, κλωνοποίηση, παρένθετη μητρότητα, έκτρωση κλπ.) Σύμφωνα με το ίδιο το ΕΔΔΑ, η προσωπική αυτονομία διασφαλίζει «το δικαίωμα του ατόμου να αποφαxσίζει για τον εαυτό του και να κάνει τις δικές του επιλογές»[4], τη «δυνατότητα του καθενός να διαμορφώνει τη ζωή του όπως ο ίδιος το επιθυμεί» (Laskey). Το νεοπαγές δικαίωμα εκτείνεται πέραν του ιδιωτικού βίου και εγγυάται την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της ταυτότητας του υποκειμένου στη σχέση του με τον κόσμο και τους άλλους, με άλλα λόγια αφορά, τελικά, στην ελευθερία του να εκπονεί το σχέδιο ζωής του. Γι’ αυτό και ο ελλειπτικός νομικός ορισμός της έννοιας χωρά τον πιο πλούσιο φιλοσοφικό προβληματισμό και μετατρέπεται σε πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε δυο -έστω σχηματικά- αντίπαλα στρατόπεδα, το πατερναλιστικό και το ελευθεριακό, που διεκδικούν εντός της φιλελεύθερης παράδοσης την ορθότητα μιας συνεκτικής θεωρίας της αυτονομίας.

Το πιο κρίσιμο και έντονο σημείο της αντιπαράθεσής τους, στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι βαθιές φιλοσοφικές τους διαφορές, έγκειται στην αξιολόγηση του status της συναίνεσης του υποκειμένου[5], της νομιμοποιητικής δύναμης του λόγου του στα συμβόλαια διάθεσης του εαυτού του, όπως στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του σαδομαζοχισμού. Διόλου τυχαία, εκεί ακριβώς διαφοροποιούνται καθοριστικά οι δυο αποφάσεις του ΕΔΔΑ.

1. Η υποχρεωτική δουλεία της αυτονομίας (απόφαση Laskey, Jaggard και Brown εν. Ενωμένου Βασιλείου).

Στην υπόθεση Laskey οι διάδικοι ματαίως προέβαλαν την ελεύθερη συμμετοχή τους στη σαδομαζοχιστική κοινότητα. Με πρόσχημα το επιχείρημα της προστασίας της υγείας, αφού μόνον επιδερμικές σωματικές βλάβες έλαβαν χώρα, οι δικαστές έκριναν ανυπόστατη τη συναίνεσή τους διότι κανείς δε μπορεί να επιθυμεί την προσβολή ή ακόμη και τη διακινδύνευση της φυσικής του ακεραιότητας. Ο συναινετικός λόγος των παικτών, η ρητή αποδοχή της σωματικής τους προσβολής, εξομοιώνεται λοιπόν με την απόλυτη σιωπή γιατί εξωραΐζει τη διάπραξη του πιο ειδεχθούς λογικού και ηθικού εγκλήματος, την έκπτωση δηλαδή του υποκειμένου σε ένα αναλώσιμο αντικείμενο. Επιπλέον, η έντονη αποδοκιμασία και η απαγόρευση της σαδιστικής προσφοράς του πόνου συνοδεύεται αναπόφευκτα από την απαξίωση και της μαζοχιστικής επιθυμίας. Είναι προφανές, ο μαζοχιστής αναγορεύεται στην ουσία ο ίδιος σε αδίστακτο τύραννο και σαδιστή του εαυτού του, σε συναυτουργό του ηθικο-σωματικού εξευτελισμού του[6]. Έτσι, ο σαδομαζοχισμός έρχεται σε ευθεία αντίθεση, όπως σημειώνει στη σύμφωνη με την πλειοψηφία γνώμη του ο δικαστής Pettiti, κατακρίνοντας παράλληλα την παράλειψη του σώματος να το εντάξει στο αιτιολογικό του, με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, λόγω της παραβίασης της ιερής ενότητας νου και σώματος. Το άτομο εργαλειοποιείται βάρβαρα για χάρη της ερωτικής απόλαυσης και ο σαδιστής αντικειμενοποιεί τον βουλητικά αδύναμο μαζοχιστή στο πλαίσιο μιας απάνθρωπης σύμβασης που φωτογραφίζει τελικά, σαν πρότυπο συμπεριφοράς, τη σύγχρονη παρακμή της ανθρώπινης κατάστασης. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να ανεχτούμε την κανονιστική υπαγωγή των σαδομαζοχιστικών πρακτικών στην προστατευτική ομπρέλα της προσωπικής αυτονομίας όταν αυτές επιτελούν, συμβολικά και πραγματικά, την πλήρη κατάργησή της;[7]

Αφού ουδόλως προσβλήθηκε η υγεία των σαδομαζοχιστών, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε το πραγματικό ελατήριο της απόφασης Laskey, με άλλα λόγια την -άρρητη έστω- επίκληση της ηθικής κατηγορικής προσταγής της αξιοπρέπειας που αφαιρείται από την προσωπική εκτίμηση του παίκτη για να ενσαρκωθεί στην αντικειμενική κρίση του δικαστή, του φορέα του ορθού λόγου στον οποίο εμπίπτει η θεραπεία της παράλογης συναίνεσης των διεστραμμένων διαδίκων. Ιδού το φιλοσοφικό-λογικό παράδοξο της Laskey : η μετωπική αμφισβήτηση της συναίνεσης καταλήγει στην αποθέωση της πλέον μεταφυσικής εκδοχής της βούλησης. Οι δικαστές είναι οι κατεξοχήν αυτόνομοι ενώ οι σαδομαζοχιστές οι πιο ανόητοι και αφελείς δούλοι. Παρότι αρκεί μια πρόχειρη φιλοσοφική παιδεία ή έστω η στοιχειώδης μελέτη ενός εγχειρίδιου βιολογίας για να διαπιστώσουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι βουλήσεις υφίστανται το βιολογικό και τον κοινωνικό ντετερμινισμό και καθίστανται εξαιτίας αυτής της καταστατικής αδυναμίας τους δημοκρατικά ίσες, οι σύγχρονοι πατερναλιστές επιμένουν να πιστεύουν ότι κάποιοι ελεύθερα θέλουν – οι ίδιοι που στην αρχαιότητα θα αποκαλούνταν φρόνιμοι ή σοφοί- ενώ οι υπόλοιποι, διανοητικά κατώτεροι, αναγκαστικά συναινούν.

Μολονότι η παραπάνω θέση διεκδικεί δάφνες κοινωνικοπολιτικής ευαισθησίας, χάρη στη διάγνωση της de facto άνισης διεξαγωγής του παιχνιδιού της ελευθερίας των συμβάσεων, η άκριτη ερμηνευτική της διαστολή αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη για την ατομική ελευθερία επειδή αποσυνδέει οντολογικά τη συναίνεση από την αυτονομία, με αποτέλεσμα η τελευταία να ανακηρύσσεται σε δεσμευτική υποχρέωση του υποκειμένου και όχι σε κυριαρχική του επιλογή. Η φυσική και ανθρωπολογική αλήθεια της ενότητας πνεύματος και σώματος δεν μπορεί να τεθεί στη βουλιμία της υποκειμενικής βούλησης. Ο λόγος, λοιπόν, που υλοποιεί (speech act) την δυνατότητα του ατόμου να εκχωρήσει τον εαυτό του και να θρυμματίσει την προσωπική του υπόσταση δεν ταιριάζει σε έλλογο ανθρώπινο όν. Υποβιβάζεται απλά σε ζωώδη κραυγή, σε έναν ακατάληπτο και ανόητο θόρυβο που δεν μπορεί να διεκδικήσει την παραμικρή βαρύτητα στη ζυγαριά της νομικής επαλήθευσης των πραγματικών περιστατικών. Με ή χωρίς τη συναίνεση, η σαδομαζοχιστική σύμβαση είναι ποινικά κολάσιμη διότι χαρακτηρίζεται ως πραγματικό συμβόλαιο δουλείας και όχι ως ένα σεξουαλικό παιχνίδι, ως μια ρεαλιστική και απάνθρωπη υποταγή που σε τίποτα δεν έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση και την ικανοποίηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων. Γι΄αυτό και στο δικαστικό σκεπτικό οι πράξεις των παικτών από-ερωτικοποιούνται πλήρως και μειώνονται αυθαίρετα σε βάναυσες σωματικές προσβολές, σε «εκούσια χτυπήματα» και «τραυματισμούς», οργανωμένους σε ειδικά «δωμάτια βασανιστηρίων», που μοναδικό στόχο έχουν να προκαλέσουν κακό και επ’ουδενί ηδονή στον άλλο.

Και το χειρότερο : ο δικαστής της Laskey, σαν ένα ανώτερο κανονιστικό υπερεγώ που υπαγορεύει τη συμβολική τάξη, αποφαίνεται ότι όχι μόνο δεν μπορεί κάποιος να είναι δούλος αλλά ούτε καν να το προσποιείται, για την απλή ευχαρίστησή του. Και όμως, όπως θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε παρακάτω, η αυτονομία, τουλάχιστον στη μοντέρνα version της, έγκειται σε ακριβώς αυτό το ελεύθερο και συμβατικό παιχνίδι της δουλείας.

2. Η αυτονομία των μοντέρνων ή το ελεύθερο παιχνίδι της δουλείας (απόφαση K.A. και A.D. εν.Βελγίου).

Οκτώ χρόνια αργότερα, στην υπόθεση K.A και A.D. εν.Βελγίου η σιωπή των σαδομαζοχιστών μετατρέπεται αίφνης σε έγκυρο λόγο, λόγω της σημασίας που οι δικαστές απέδωσαν στον σεβασμό των όρων του παιχνιδιού και πρωτίστως στην ελευθερία του μαζοχιστή να διακόψει αυτοβούλως την ερωτική επικοινωνία προφέροντας τη συμφωνημένη λέξη κλειδί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η γυναίκα-μαζοχίστρια πολλές φορές αναφώνησε pitié (έλεος!), αλλά ο κωδικός ουδέποτε ενεργοποιήθηκε αφού ο –δικαστής σημειωτέον- σύζυγος της συνέχισε απτόητος μαζί με τον τρίτο της παρέας, ένα γιατρό, να την υποβάλουν σε δοκιμασίες ακόμη μεγαλύτερης έντασης.

Έτσι, σε αντίθεση με την Laskey, το ΕΔΔΑ αφού διευκρινίζει ότι «το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί, καταρχήν, να επεμβαίνει στο πεδίο των εκούσιων σεξουαλικών πρακτικών που αφορούν την ελεύθερη κρίση των ατόμων», παρά μόνο όταν υπάρχουν «ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι», ξεκαθαρίζει ότι «εάν κάποιος αξιώνει το δικαίωμα στην ελεύθερη απόλαυση σεξουαλικών πρακτικών, ένα όριο το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί είναι ο σεβασμός της βούλησης του θύματος», του οποίου «το δικαίωμα στις συνθήκες άσκησης της σεξουαλικής του διάθεσης πρέπει επίσης να προστατευθεί. Με αυτό εννοείται ότι οι πρακτικές διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν ένα τέτοιο σεβασμό, κάτι το οποίο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση». Άλλωστε, οι διάδικοι ομολόγησαν αβίαστα ότι είχαν καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και ότι δεν γνώριζαν που θα κατέληγαν οι σεξουαλικές τους ακροβασίες.

Αναγνωρίζοντας το μονολογικό δικαίωμα του παίκτη να αποχωρήσει από τη σύμβαση το Δικαστήριο καταξιώνει a contrario την ελευθερία της συμμετοχής του. Η κατοχύρωση του σεβασμού της άρνησής του νομιμοποιεί την προηγούμενη κατάφαση στην εξουσία του ερωτικού του κυρίαρχου. Για την ακρίβεια είναι η δύναμη του σαδιστή που εξαρτάται καταστατικά από την ερμηνευτική επικύρωση του μαζοχιστή. Ο σαδομαζοχισμός λοιπόν κάθε άλλο παρά εξωτική μορφή σύμβασης ή αποτρόπαια υποδούλωση αποτελεί. Αντιθέτως, ίσως διεξάγεται πιο ελεύθερα απο την πλειοψηφία των νόμιμων συμβάσεων. Όσο για το τόσο συχνά καταγγελλόμενο στοιχείο της εθελούσιας δουλείας[8] που τον χαρακτηρίζει, αυτό θα υποστηρίξουμε ότι εγγράφεται στη μήτρα όχι μόνο της σεξουαλικής αλλά και κάθε κοινωνικής σχέσης, αρχής γενομένης από το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.

Αν συμβουλευτούμε τον Hobbes ή τον Rousseau θα διαπιστώσουμε ότι η μετάβαση από την αυτό-καταστροφική ή μάταια φυσική αυτονομία του ατόμου στην αποψιλωμένη ελευθερία του κοινωνικού συμβολαίου προϋποθέτει λογικά την εκποίηση του εαυτού, την διάθεση του προσώπου ως αντικειμένου, την εκχώρηση του ατομικού και εγωιστικού εαυτού στη συλλογικότητα του Λεβιάθαν. To Κράτος, ο εγγυητής της φυσικής ελευθερίας των ατόμων, εγκαθίσταται ως το de facto ισχυρό μέρος της σύμβασης, ο κατ’αναλογία ή και καθ’υπερβολή «σαδιστής», ενώ οι πολίτες μόνο ως θέσει «μαζοχιστές» μπορούν να θεωρηθούν, αφού έχουν συν-ομολογήσει την εκχώρηση της βούλησής τους στη διάθεση του θεσπισμένου, μέσω της πολιτικής συναίνεσης, κυρίου τους. Η ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους απαιτεί την έξοδο από τη μοναχική -αν και απόλυτα αυτόνομη- φυσική κατάσταση και τη συμμετοχή στη διαμεσολαβημένη και κίβδηλη, λόγω των επαχθών ορίων των άλλων, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.

Στο σαδομαζοχισμό ο φυσικός πόνος κατασκευάζει την ταυτότητα του υποκειμένου και τα αποτυπωμένα στο δέρμα του σαδομαζοχιστή σημάδια επιτρέπουν την αναγνώρισή του και τη συμβολική, δια της σαρκικής υπόμνησης, επιβεβαίωσή του. Η επιβολή της νομιμοποιημένης, λόγω της συναίνεσης, βίας μετατρέπει το μοναχικό άτομο σε κοινωνικό υποκείμενο. Αν στο κοινωνικό συμβόλαιο η ζωή και η πρόσβαση στην προσωπική ταυτότητα περνούν υποχρεωτικά από τη συλλογική συμβίωση και την υπακοή στο Κράτος, στο σαδομαζοχισμό η ηδονή απολαμβάνεται με την αποδοχή του ψυχo-σωματικού πόνου από τον σεξουαλικό maître.

Κοντολογίς, η ελευθερία εντός της κοινωνίας προϋποθέτει λογικά την αντικειμενοποίηση του υποκειμένου. Από τη στιγμή, όμως, που η προφανώς δουλοπρεπής αυτή ενέργεια επιτελείται με τη συναίνεση του ατόμου διεκδικεί την δικαίωση της ελεύθερης –παρότι αναγκαίας- πράξης και καταξιώνει το άτομο ως πρόσωπο, ως φορέα της επιλογής ανάμεσα στην ελευθερία του Λεβιάθαν και την ακοινώνητη αυτοκαταστροφή. Είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα επιλογής της ετερο-προσδιοριζόμενης αυτονομίας που προσδίδει στον καθένα όχι μόνο την αξιοπρέπειά του αλλά και την ανθρώπινή του υπόσταση δια της πολιτικής και κοινωνικής του συμμετοχής. Το εθελουσίως υποταγμένο άτομο είναι ο ελεύθερος άνθρωπος της νεωτερικότητας που διατηρεί, όπως ακριβώς ο μαζοχιστής, το αναφαίρετο δικαίωμα (αντίστασής) του να ανακαλέσει τη σύμβασή του με τον Κυρίαρχο, όταν κρίνει ανυπόφορη την εξουσία του. Η πραγματολογικά διαλογική επικοινωνία, η οποία χαρακτηρίζει και τη σαδομαζοχιστική σχέση, βρίσκει το όριο του νομικού πολιτισμού της στο δικαίωμα του πολίτη-μαζοχιστή να ερμηνεύει τα ενεργήματα του κυρίαρχου-σαδιστή και να προχωρεί στην αμφισβήτηση του ίδιου του συμβολαίου όταν παραβιάζονται οι όροι του και η υπόσχεση του Κυρίαρχου, η παροχή δηλαδή της ηδονής ή της επιβίωσης, αποδεικνύεται ανεκπλήρωτη ή ανεπιθύμητη. Πολύ περισσότερο, όμως, η έμφαση στη συναίνεση καθιστά δυνατή τη συμφιλίωση ανάμεσα στον αντικειμενικό ντετερμινισμό και την υποκειμενική ελευθερία[9].

Η νομολογιακή στροφή της K.Α και A.D. εν. Βελγίου επαναφέρει το Δικαστήριο στη νεωτερική πρόσληψη της αυτονομίας σαν μια ελευθερία πάνω απ’όλα του παιχνιδιού της δουλείας, της απελευθερωτικής και ταυτόχρονα δουλικής σχέσης με τον πλησίον. Αυτή είναι η μοντέρνα μετωνυμία της αυτονομίας, με εγγύηση το δικαίωμα του υποκειμένου να αναφωνήσει, όπως σε παιδικό παιχνίδι, στοπ! δεν θέλω άλλο να παίξω μαζί σας[10]. Μόνο το όχι μπορεί να καταξιώσει το ναι[11]. Αντιθέτως, η εξορία του υποκειμένου στη σιωπή, όπως στη Laskey, η σύγχυση του γλωσσικού του ενεργήματος του με την κίνηση ενός φυτού, μας επαναφέρει στον κόσμο της φυσικής δουλείας, εκεί που πραγματικοί σαδιστές αποδεικνύονται, ενίοτε, και οι ίδιοι οι δικαστές. Έτσι, η K.A και A.D εν. Βελγίου υπερασπίζεται το νεωτερικό κεκτημένο του δικαίου, τη δυνατότητα δηλαδή της συμβατικής διάπλασης και νοηματοδότησης της πραγματικότητας. Διότι αν κανείς μας δεν μπορεί να υποδυθεί τον δούλο, τότε δεν μας απομένει παρά να ομολογήσουμε ότι είμαστε πραγματικά και αμετάκλητα δούλοι.



[1] Εισήγηση στο ΙΑ΄ Συμπόσιο του Επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» (Σύρος, 18-19 Σεπτεμβρίου). Το παρόν αποτελεί σύντομη εκδοχή σχετικού άρθρου (υπό δημοσίευση).

[2] Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (EΔΔΑ), 19 Φεβρουαρίου 1997, υπόθεση Laskey, Jaggard και Brown εν. Εν.Βασιλείου και 17 Φεβρουαρίου 2005, υπόθεση K.A και A.D εν. Βελγίου. Οι αποφάσεις είναι προσβάσιμες στην ηλεκτρονική διεύθυνση του ΕΔΔΑ : www.echr.coe.int/

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ « 1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ. 2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv ».

[4] Απόφαση Pretty εν. Ενωμένου Βασιλείου, 29 Απριλίου 2002, Receuil 2002 – III, παρ. 61, 66. Η προσωπική αυτονομία στην ουσία ταυτίζεται με το δικαίωμα του ατόμου στον αυτοκαθορισμό του. Στην προκείμενη απόφαση με αντικείμενο την αναγνώριση ενός δικαιώματος στον θάνατο, διαμετρικά αντίθετου με το δικαίωμα στη ζωή αλλά και παραγόμενου απ’αυτό, η προσωπική αυτονομία δεν θεωρήθηκε ικανός λόγος νομιμοποίησης της ευθανασίας.

[5] Για το εξαιρετικά επίκαιρο θέμα της ελευθερίας της συναίνεσης και τις φιλοσοφικο-νομικές του προεκτάσεις βλ. «La liberté du consentement», Droits, Revue française de théorie, de philosophie et de culture juridiques, 2 vol., n.48, PUF, Paris, 2009.

[6] Βλ. Olivier Cayla, « Le plaisir de la peine et l’arbitraire pénalisation du plaisir », σε Daniel Borillo – Danièle Lochak (dir.), « La liberté sexuelle », PUF, Paris, 2005, σελ. 93.

[7] βλ. Michela Marzano, « Je consens, donc je suis...», PUF, Paris, 2006, σελ.167.

[8] . Βλ Εtienne de la Boétie, « Le Discours de la servitude volontaire », Paris, Payot, 1976 και Yves – Charles Zarka et les Intempestifs, « Critique des nouvelles servitudes », P.U.F., Paris, 2007

[9] βλ. Paul Ricoeur, «Philosophie de la volonté», I, «Le volontaire et l’involontaire», Aubier, Philosophie, Paris, 1988, σελ. 439 κ.επ.

[10] Το δικαίωμα, σύμφωνα με την Florence Bellivier, «de dire pouce». Με τη λέξη «pouce» που συνοδεύεται από την ανάταση του αντίχειρα, ο παίκτης επιτελεί τη διακοπή του παιχνιδιού και δηλώνει την αποχώρησή του. Βλ. idem, « Droit de retrait », in «La liberté du consentement», Droits, op.cit., vol.1, PUF, Paris, 2009, σελ. 132.

[11] Geneviève Fraisse, « Du consentement », Seuil, Paris, 2007, σελ.7

Η εκλογή του Προέδρου και το «πραγματικό Σύνταγμα»
Γιώργου Κατρούγκαλου
Αν. καθηγητή ΔΠΘ

Το Σύνταγμα είναι η αρχή και το κέντρο των νόμων.

Κάθε θεσμός που δεν πηγάζει από το Σύνταγμα είναι τυραννία.

Να γιατί οι αστικοί νόμοι, οι πολιτικοί νόμοι, οι νόμοι του δικαίου των ανθρώπων πρέπει να είναι θετικοί

(να θεσπίζονται σύμφωνα με τη συνταγματική διαδικασία)

και να μην αφήνουν περιθώριο ούτε στις φαντασιώσεις, ούτε στις προκαταλήψεις κανενός.

ΣΑΙΝ ΖΥΣΤ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Λίγο πριν τον Αύγουστο, «που δεν υπάρχουν ειδήσεις», ανέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία το θέμα της συνταγματικότητας των χειρισμών του ΠΑΣΟΚ για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ήδη δεν αποφύγαμε (αν και όχι στην οξύτητα της περιόδου της «ψήφου Αλευρά») μια –κατά τη γνώμη μου- υπερβολική ένταση και προσωποποίηση της συζήτησης, μερικές φορές στα όρια της ad hominem πολεμικής. Θεωρώ, λοιπόν, ότι για να μην αναπτύσσονται παράλληλοι μονόλογοι και διαφορετικής ποιότητας επιχειρήματα (συνταγματικά, δικαιοπολιτικά, πολιτικά) είναι αναγκαίο αρχικά να διευκρινιστούν ορισμένα θέματα μεθόδου (τα οποία δεν αφορούν μόνον τη μέθοδο, αλλά δηλώνουν, ουσιαστικά, και την προερμηνευτική επιλογή του ερμηνευτή).

1. Δεν υπάρχει χώρος μεταξύ της νομικής και πολιτικής λειτουργίας του Συντάγματος για την παρεισαγωγή ενός ενδιαμέσου επιπέδου, της «συνταγματικής ευπρέπειας». Οι κατασκευές του ιταλικού συνταγματικού δικαίου περί correttezza costituzionale, ως κανόνων με «ασθενέστερη ηθικο-πολιτική δεσμευτικότητα σε σχέση με τις συνθήκες του πολιτεύματος, με την έννοια ότι μπορούν να παραμεριστούν εάν υπάρχει συνταγματικά αποχρών λόγος για την απόκλιση από αυτούς»1, είναι εντελώς ξένες στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο και δεν μπορώ να βρω κάποια ωφέλεια από την όψιμη εμφύτευσή τους. Νομίζω, αντιθέτως, ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση, εφόσον στα καθ’ ημάς η θεωρία δεν μπορεί ακόμη να συμφωνήσει ούτε στην ύπαρξη ή όχι συνταγματικού εθίμου2. Ας αρκεστούμε στην έννοια της αξιοπιστίας ως κριτήριο ουσιαστικής νομιμοποίησης της πολιτικής συμπεριφοράς, όπως την έχει προτείνει ο Δ. Τσάτσος: «η πολιτική αξιοπιστία σημαίνει την εμπιστοσύνη που προκαλεί η πολιτική και θεσμική πράξη όταν ο δηλούμενος ρόλος είναι και ο αληθινός, δηλαδή ο θεσμικά ηθελημένος» 3.

Άλλωστε, και οι συνθήκες πολιτεύματος («ισχυρότερες», υποτίθεται, από την correttezza) δεν αποτελούν κανόνες νομικά δεσμευτικούς. Υπενθυμίζεται ότι ως συνθήκη πολιτεύματος θεωρείται στην κλασική αγγλική θεωρία το άτυπο modus vivendi μεταξύ δύο φορέων δημόσιας εξουσίας που δεν αποτελεί κανόνα δικαίου και δεν έχει νομική δεσμευτικότητα4. Δεν αποτελούν, συνεπώς, παρά μόνον αποκρυσταλλώσεις της συνταγματικής πρακτικής. Στο ηπειρωτικό δίκαιο δεν θεωρούνται τίποτα παραπάνω από «άγουρο έθιμο.» Ακόμη και στη Μ. Βρετανία, όμως, η επιλεκτική εφαρμογή5 ή και η εγκατάλειψή τους6 ήταν πάντα ανοικτή στην πολιτική συγκυρία.

Συνεπώς, η εφαρμογή ενός συνταγματικού κανόνα μπορεί να είναι νομικά ορθή ή εσφαλμένη, ποτέ όμως «ευπρεπής» ή «απρεπής». Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη πολιτική πρακτική που απορρέει από την εφαρμογή του κανόνα μπορεί να είναι συνταγματική ή αντισυνταγματική, όχι όμως συνταγματική μεν αλλά ανάρμοστη. Άλλωστε, και η πολιτική αντιπαράθεση δεν βασίζεται σε κριτήρια ευπρέπειας και οι πολιτικές πράξεις δεν κρίνονται ως «ανάρμοστες» (ανάρμοστες σε τι;) αλλά με το πολιτικό φορτίο που τους αναλογεί (ποιόν ωφελούν;) και την αξιοπιστία της εφαρμογής τους.

2. Η ορθή ή εσφαλμένη εφαρμογή ενός συνταγματικού κανόνα (με άλλα λόγια ο χαρακτηρισμός μιας πολιτικής πρακτικής ως συνταγματικής ή αντισυνταγματικής) δεν είναι, προφανώς, θέμα απλώς του γράμματος του Συντάγματος. Γλαφυρά το περιγράφει ο Α. Μανιτάκης: «Σύνταγμα είναι αυτό που γίνεται και όχι αυτό που είναι. Το συνταγματικό «είναι» διαμορφώνεται ή γίνεται διαρκώς και αενάως μέσα από αυτό και με βάση αυτό που «είναι» ή «υπάρχει» κάθε φορά. Δεν ισχύει, άλλωστε, επειδή κάποιες δυνάμεις κάποτε το θέλησαν, αλλά επειδή κάποιοι σήμερα το στηρίζουν, το αποδέχονται, το ερμηνεύουν και συμμορφώνονται προς τις εντολές του.7» Άλλωστε, ο κατ’ εξοχήν πολιτικός χαρακτήρας της ύλης που ρυθμίζεται από το Σύνταγμα και το γεγονός ότι αυτό τυποποιεί ρυθμίσεις που ανταποκρίνονται συχνά σε συγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα συνεπάγεται την έλλειψη μονολιθικότητας του τόσο σε οντολογικό επίπεδο, όσο και σε γνωσιολογικό επίπεδο, στο επίπεδο της ερμηνείας.

Η πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, επομένως, ανάμεσα από πολλές συνταγματικά θεμιτές ή ανεκτές επιλογές αποκρυσταλλώνει ιστορικά (άρα αέναα, «παλίμψηστα») το «πραγματικό Σύνταγμα». Η συγκεκριμένη νοηματοδότηση των συνταγματικών αρχών και αξιών, όπως και κάθε, σχεδόν, περίπτωση σταθμίσεων και συγκρούσεων στην κορυφή της ιεραρχικής κλίμακας της έννομης τάξης, δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω της υιοθέτησης μιας «καθαρής» νομικής (τυπικής) λογικής, ακριβώς γιατί προϋποθέτει και πολιτικής υφής σταθμίσεις. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι δυνατές πολιτικές επιλογές είναι συνταγματικές. Τα όρια του συνταγματικά ορθού ορίζονται, κυρίως, από τις εξής παραμέτρους:

* Το γράμμα της διατύπωσης της συνταγματικής διάταξης,

* Τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος και την πρακτική εναρμόνιση της με άλλες ανάλογες ρυθμίσεις. Σε τελευταία ανάλυση, πάντως, καθοριστικότερη παράμετρος παραμένει

* Η Δημοκρατική αρχή, προεχόντως ως αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

3. Μια αναγκαία παρατήρηση για την «εργαλειακή» -σε αντιπαράθεση με την «αξιακή» ερμηνεία του Συντάγματος και την υποτιθέμενη σύγκρουση, επ’αυτού, «θετικιστών» και «αντιθετικιστών». Είναι αλήθεια ότι το Δίκαιο εν γένει –και κατ’εξοχήν το Συνταγματικό, ως το πολιτικότερο δίκαιο, είναι αξιακό, με την έννοια ότι αντανακλά και τυποποιεί τις κρατούσες κοινωνικά αξίες. Συνταγματικές αξίες και αρχές, όπως αυτές της ισότητας, της προστασίας της ανθρώπινης αξίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, νοηματοδοτούν το σύνολο των υπαρχόντων κανόνων δικαίου, χρησιμεύοντας ερμηνευτικά για την αποσαφήνιση του περιεχομένου τους. Ειδικά οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, άλλωστε, σε αντίθεση με τους κανόνες δικαίου με στενή έννοια, δεν επιτρέπουν απλώς ή απαγορεύουν κάτι. Αποτελούν δεοντικές προσταγές που θέτουν σκοπούς οι οποίοι πραγματώνονται σταδιακά και σε συνάρτηση ή στάθμιση με άλλες συμπληρωματικές ή αντιθετικές αρχές8. Με άλλα λόγια, λειτουργούν ως συνταγματικοί μετακανόνες9, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται αυτοτελώς, αλλά χρησιμοποιούνται για την ερμηνευτική αξιοποίηση άλλων συγκεκριμένων θετικών κανόνων. Για τον λόγο αυτό η νομική με την ιδεολογική τους λειτουργία συμπλέκονται τόσο στενά που συχνά δεν μπορούν να διακριθούν.

Τούτο δεν σημαίνει, όμως, ότι κάθε συνταγματική διάταξη –ούτε καν κάθε θεμελιώδης συνταγματική αρχή- έχει ίδιο, αυτοτελές αξιακό περιεχόμενο, με την έννοια ότι η πραγμάτωση της αποτελεί συνταγματικό αυτοσκοπό. Υπάρχουν διατάξεις «συνταγματικής μηχανικής» που αποτελούν απλώς εργαλεία, μέσα για την επίτευξη ενός συνταγματικού σκοπού ή μιας συνταγματικής αξίας πέραν από αυτές. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου ή του κοινωνικού κράτους, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αν και θεμελιώδης, έχει κυρίως εργαλειακό χαρακτήρα10, κατατείνοντας στην διατήρηση και πραγμάτωση άλλων συνταγματικών σκοπών ή αρχών, κυρίως στην πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό, παρά τα όσα γράφτηκαν σχετικά11, η παρούσα συζήτηση δεν αφορά στη σύγκρουση αντιθετικισμού (ή «αρχών») και θετικισμού (ή «κανόνων»).

4. Με βάση τις παραπάνω μεθοδολογικές αποδοχές, πρέπει να εξεταστούν και τα όρια των συνταγματικά ανεκτών επιλογών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 32, όπως και ο συνταγματικός σκοπός που αυτός υπηρετεί. Αντίθετα με ό,τι ευρέως φαίνεται να γίνεται αποδεκτό, προσωπικά δεν θεωρώ ότι η ratio της διάταξης (όπως τη θέλησε ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης) είναι η εκλογή Προέδρου με αυξημένη, συναινετική πλειοψηφία, με άλλα λόγια ότι ο σκοπός της ρύθμισης είναι η εξασφάλιση ευρείας κοινοβουλευτικής αποδοχής στο πρόσωπο του αρχηγού του Κράτους. Η συναίνεση αποτελεί απλώς μέσο (και μάλιστα ένα από τα πιθανά μέσα) για την επίτευξη του πραγματικού σκοπού, που είναι η εκλογή ισχυρού πολιτικά Προέδρου της Δημοκρατίας, ικανού να ασκήσει αποτελεσματικά την αρμοδιότητα του Ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, εάν δεν επιτευχθεί η αυξημένη αρχική πλειοψηφία, η Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές μπορεί να αναδείξει Πρόεδρο με πλειοψηφία απλώς 151 βουλευτών. Τούτο δεν αποτελεί ούτε «κύρωση» προς τη Βουλή, όπως γράφει ο Α. Μανιτάκης12, ούτε έσχατο μέσο για την αποφυγή του πολιτικού αδιεξόδου, όπως γράφει η Λ. Παπαδοπούλου13, αλλά έναν άλλο τρόπο (πέραν της συναίνεσης) για την ανάδειξη, μέσω της οιονεί «άμεσης» εκλογής, ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας.

Όπως όμως θα δειχθεί παρακάτω, η πολιτική πρακτική της εικοσαετίας ακολούθησε δύο διαφορετικούς δρόμους, κανένας από τους οποίους δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη ratio της συνταγματικής ρύθμισης, όπως φαίνεται να την θέλησε ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης.

5. Η συνταγματική πρακτική της τελευταίας εικοσαετίας αποτύπωσε δύο τύπους πολιτικής συμπεριφοράς: Όταν τα κόμματα θεωρούν ότι η Βουλή βρίσκεται σε δυσαρμονία με τους τρέχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στο εκλογικό σώμα προκαλούν εκλογές (η τρέχουσα περίπτωση και η περίπτωση της εκλογής Καραμανλή το 1990, αν και τότε η Νέα Δημοκρατία ήταν πρώτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά χωρίς αυτοδυναμία14). Όταν, αντιθέτως, προβλέπουν ότι η κυβέρνηση που έχει την εξουσία κατά πάσα πιθανότητα θα επανεκλεγεί, συγκατατίθενται στην εκλογή ενός πολιτικού που προέρχεται από το αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο.

Παρά τις προσδοκίες του συντακτικού νομοθέτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται στην δεύτερη περίπτωση, ακόμη και όταν εγγίζει την σχεδόν παμψηφία, όπως στην εκλογή Παπούλια (282 ψήφοι!), δεν οδηγεί στην ανάδειξη ισχυρών Προέδρων. Και τούτο γιατί, όχι η «πονηρία της συνταγματικής ιστορίας» αλλά η πονηριά των Ελλήνων πολιτικών, οδηγεί, τελικά, στην εκλογή ανδρών με υψηλό μεν ηθικό ανάστημα, αποτυχημένων όμως πολιτικά και σε σχέσεις ψυχρότητας με το φυσικό πολιτικό τους χώρο. (Ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε διαλύσει το κόμμα του -ΔΗ.ΑΝΑ.- επειδή στις βουλευτικές εκλογές του 1993 δεν είχε εκλέξει κανένα βουλευτή, ο Κ. Παπούλιας επίσης δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 2004.)

Η επιλογή αυτή των αρχηγών των κυβερνητικών κομμάτων είναι σκόπιμη και στοχεύει ακριβώς στην ανάδειξη αδύναμων Προέδρων. Παρά την υψηλή τους πολιτική δημοφιλία και το εύρος της (κατασκευασμένης) κοινοβουλευτικής αποδοχής τους, οι εν λόγω Πρόεδροι δεν έχουν ίδιο και αυτοτελές πολιτικό κεφάλαιο, πράγμα αναγκαίο για την προσωπική πολιτική νομιμοποίηση κάθε πραγματικού ηγέτη ή statesman. Περαιτέρω, οι δεσμοί με το πολιτικό στρατόπεδο προέλευσης τους, αν δεν είχαν οριστικά διαρραγεί, όπως στην περίπτωση Στεφανόπουλου, πλησίαζαν αυτό το σημείο (περίπτωση Παπούλια), οπότε και η εκείθεν υποστήριξη τολμηρών επιλογών κάθε άλλο παρά δεδομένη ήταν. Η εκλογή τους, συνεπώς, συνιστούσε σκόπιμο πολιτικό ελιγμό και όχι μια «αυτονόητη» επιλογή, όπως αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και οι δύο όφειλαν την διάσωση τους από την πολιτική αφάνεια και αποστρατεία (πραγματική νεκρανάσταση!) όχι στο πολιτικό τους βάρος αλλά στους υπολογισμούς του ηγέτη του αντίπαλου κόμματος.

Ενόψει των παραπάνω, ελλείψει κάθε αυτόφωτης πολιτικής επιρροής στο εκλογικό σώμα, ήταν αναμενόμενο η θητεία τους να είναι χαμηλού προφίλ, χωρίς διάθεση –και, κυρίως, χωρίς πολιτική δυνατότητα, - σύγκρουσης ούτε με τους πρώην αντιπάλους και νυν ευεργέτες ούτε με τον χώρο της πολιτικής τους προέλευσης, εάν εναλλάσσονταν στην εξουσία. Και οι δύο επιλογές θα απαιτούσαν Ταλλευράνδειο αμοραλισμό που και οι δύο άντρες εξορισμού δεν διαθέτουν. (Τα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας τους οφείλονται στην αντίληψη που έχει –ορθά- διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη περί της ακεραιότητας και τιμιότητας τους. Προφανώς, όμως, αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται προσόντα κοινού τόπου για όλους τους ασχολούμενους με τα κοινά, όχι λόγοι εκλογής στο ανώτατο αξίωμα. Η υψηλή δημοφιλία παρόμοιων πολιτικών αποτελεί ταυτόχρονα απόδειξη της κρίσης του πολιτικού συστήματος και πηγή περαιτέρω υπονόμευσης του: Ενισχύει το στερεότυπο –δυστυχώς όχι εκτός πραγματικότητας-15 της γενικευμένης διαφθοράς των πολιτικών και της πολιτικής, γενικότερα.)

Κατ’αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε μια συνταγματική πρακτική κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν άσκησε, για παράδειγμα, ποτέ την αρμοδιότητα του για αναπομπή νομοσχεδίου, λες και δεν υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις τυπικής αντισυνταγματικότητας νόμων και αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε κάθε πρόταση πρόωρης διάλυσης της Βουλής για υποτιθέμενη αντιμετώπιση «εθνικού θέματος», όσο προδήλως αστήρικτη και αντισυνταγματική και να ήταν η πρόταση αυτή.

6. Ας αξιολογήσουμε, λοιπόν, με βάση τις ανωτέρω μεθοδολογικές παρατηρήσεις και αποδοχές την εξαγγελία ΠΑΣΟΚ για τη μεθοδευμένη, μέσω της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, προσφυγή στις κάλπες. Κατ’αρχάς, η συγκεκριμένη προαναγγελθείσα πρακτική προφανώς δεν είναι αντίθετη με το γράμμα του άρθρου 32 του Συντάγματος. Περαιτέρω, η επιλογή αυτή δεν αποτελεί κυρίως, όπως γράφει ο Μανιτάκης, «το μοναδικό θεσμικό αντίβαρο που διαθέτει η αντιπολίτευση για να αντισταθμίσει τη θεσμική παντοδυναμία, που απόκτησε η κυβερνητική πλειοψηφία μετά την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου»16, στο πλαίσιο της εξισορρόπησης της σχέσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης.

Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η κοινοβουλευτική αρχή αλλά η ίδια η δημοκρατική αρχή, υπό την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, που νομιμοποιεί συνταγματικά την πρακτική αυτή. Η ύπαρξη προφανούς δυσαρμονίας της σύνθεσης της Βουλής με το εκλογικό σώμα, ακόμη και εάν είναι ανεκτή στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος, βρίσκεται, πάντως, σε πρόδηλη ένταση με την δημοκρατική αρχή. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η οιονεί κοινοβουλευτική μορφή διάλυσης της Βουλής αναβιώνει με άλλη, δημοκρατικότερη μορφή, τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος, καλύπτοντας το κενό της κατάργησης από την αναθεώρηση του 1986 της ανάλογης Προεδρικής προνομίας για διάλυση της Βουλής, μετά από απλή γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, όταν αυτή τελούσε σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα.

Εν κατακλείδι: Ούτε το γράμμα της ρύθμισης, ούτε η συνταγματική πρακτική, ούτε η συστηματική ενότητα του Συντάγματος, ούτε η δημοκρατική αρχή απαγορεύουν την προαναγγελθείσα πολιτική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ. Η πρακτική αυτή δεν συνιστά καταστρατήγηση του άρθρου 32, με την έννοια της «ενσυνείδητης χρήσης του τελευταίου για σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο τέθηκε»17, εφόσον ο σκοπός της ρύθμισης δεν είναι η ανάδειξη συναινετικού αλλά ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξάλλου, εάν η εργαλειοποίηση της υποψηφιότητάς του Προέδρου εκληφθεί από τον ίδιο –ή αντικειμενικά- ως «απρέπεια» στο πρόσωπο του –και όχι στο Σύνταγμα- έχει πάντα ανοικτή την οδό της παραίτησης από την υποψηφιότητα του.

1 Βλ. τη συμβολή του Χ. Ανθόπουλου, Προεδρική εκλογή και συνταγματική ορθότητα στο ιστολόγιο του Ομίλου μας.

2 Βλ., αντί άλλων, Γ. Κατρούγκαλου, Το Σύνταγμα, 3/1991, σελ.253-279.

3 Δ. Τσάτσου, Η πολιτική αξιοπιστία ως αρχή του Συντάγματος, Αντί 346, 1987 και ανάτυπο, βλ. του ίδιου, Von der Wurde des Staates zur Glaubwürdigkeit der Politik, Berlin, 1987, πρβλ. Γ. Τασόπουλου, Πολιτική αξιοπιστία και θεσμική συνέπεια, σε Α. Ανθόπουλου κ.α., Σύνταγμα και Ερμηνεία, Η συμβολή του Δημήτρη Τσάτσου, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 2008, σ. 93.

4 A.V.Dicey, Introduction Ζ l'etude du droit constitutionnel, Παρίσι, 1902, σ.350

5 Χαρακτηριστική η διαμάχη Κυβέρνησης και Βουλής των Λόρδων στις μεγάλες κρίσεις του 1906 και 1911, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η ψήφιση νόμων που συναντούσαν την αντίθεση της Επάνω Βουλής: η κυβέρνηση βασιζόταν στην συνθήκη του πολιτεύματος που επέβαλε την υπερίσχυση της γνώμης της Βουλής των Κοινοτήτων σε περίπτωση διαφωνίας των δύο νομοθετικών σωμάτων, οι Λόρδοι στη συνθήκη που ήθελε σε παρόμοια περίπτωση την διενέργεια εκλογών και την υποχρεωτική διάλυση της Κάτω Βουλής. Bλ. Ο.Beaud, Les conventions de la Constitution, Droits 3, 1986.125, σ.127.

6 Παράδειγμα αυτής της περίπτωσης η κάμψη της αρχής της συλλογικής ευθύνης της κυβέρνησης απέναντι στη βουλή που επέβαλαν λόγοι διατήρησης της κυβερνητικής ενότητας στις κρίσεις του 1932, 1975 και 1978. Πρβλ. Β. Uwanno, Les conventions de la Constitution, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Παρίσι Χ, 1982, σ.87.

7 Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, .σ 147 κ.ε.

8 Βλ. R. Αlexy, Τheorie der Grundrechte, Frankfurt a.Μ., 1986, σ. 146, J.R. Siekcmann, Regelmodelle und Ρrinzipienmodelle des Rechtsystems, Βaden-Βaden, 1990, σ. 52 κ.ε

9 Βλ. και Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 272 και Κεφάλαιο έκτο.

10 Πρβλ. E. Benda, Το κοινωνικό κράτος δικαίου (μτφ. Π. Τσούκα), Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1998, αρ. περ. 41.

11 Βλ. τη συμβολή του Τ. Βιδάλη στο σχετικό διάλογο.

12 Α. Μανιτάκη Παραβίαση του συντάγματος, καταστρατήγηση του Ή συνταγματική απρέπεια; Συμβολή στο ιστολόγοι του Ομίλου μας.

13 Λ. Παπαδοπούλου, Οι εκλογές ως έσχατο μέσο, σε: «Ελευθεροτυπία», 29.7.2009

14 Βλ. και τις σχετικές δηλώσεις στη Βουλή του Κ. Μητσοτάκη: «Από την ώρα που το Σύνταγμα (...) προβλέπει τη δυνατότητα, επ’ ευκαιρία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, είναι βέβαιον... ότι όλα τα κόμματα θα κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, αν πολιτικά πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν τον τόπο σε εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Ότι δήθεν παραβιάζουμε το Σύνταγμα, ότι δήθεν υποβιβάζουμε τον θεσμό». Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, 2000, σ. 280. Βλ. σχετικά Χ. Ανθόπουλου, Το «πολιτικό στοιχείο» της εκλογής Προέδρου, ΕΘΝΟΣ 1/7/2009.

15 Βλ. σχετικά Κ. Χρυσόγονου, Η ιδιωτική Δημοκρατία, Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2009.

16 Α. Μανιτάκη Παραβίαση του συντάγματος, καταστρατήγηση του Ή συνταγματική απρέπεια; Ibidem.

17 Βλ. σχετικά τη συμβολή του Γ. Γεραπετρίτη στο ιστολόγιο του Ομίλου μας.

Συμβίωση ομοφύλων:

ελληνική πραγματικότητα και ευρωπαϊκή διάσταση (ΕΣΔΑ)

Βαγγέλης Μάλλιος

ΔΝ, Ειδικός Επιστήμων στη Νομική Αθηνών

Από τις αρχές του 2008 έχει ξεκινήσει στην ελληνική κοινωνία εκτεταμένη συζήτηση με αντικείμενο τη νομική κατοχύρωση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Αφορμή για τη συζήτηση αυτή υπήρξε τόσο η προώθηση -την άνοιξη του 2008- από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του λεγόμενου «συμφώνου συμβίωσης» όσο και η τέλεση στις 3 Ιουνίου 2008 δύο γάμων μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών από το Δήμαρχο της Τήλου. Οι ενέργειες αυτές, ιδίως δε η κατάληξή τους, αποκάλυψαν ότι η ελληνική πολιτεία βρέθηκε για μια ακόμη φορά πίσω από τις πραγματικές ανάγκες ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης.

1. Η ελληνική πραγματικότητα

Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν το κύρος των γάμων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου είναι ότι οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα κάνουν λόγο γενικά για το «πρόσωπο» των μελλονύμφων, χωρίς να απαιτούν ρητά αυτοί να ανήκουν σε αντίθετο φύλο. Αντίθετα, η άλλη πλευρά στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ιστορική ερμηνεία του Αστικού Κώδικα[1] και δέχεται ως προϋπόθεση για έναν έγκυρο γάμο την ετερότητα του φύλου μεταξύ των μελλονύμφων. Εντέλει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε προ ημερών ότι οι γάμοι μεταξύ των προσώπων του ιδίου φύλου που τελέσθηκαν πριν ένα χρόνο από τον Δήμαρχο Τήλου είναι ανυπόστατοι[2]. Και τούτο με τη σκέψη ότι η διαφορά φύλου, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά στο νόμο, συνιστά αναγκαίο στοιχείο για την τέλεση ενός γάμου.

Ανεξάρτητα από την κατάληξη της εν λόγω δικαστικής διαμάχης, θεωρώ ότι τυχόν ρητή νομοθετική επέκταση της δυνατότητας σύναψης γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια δεν θα συναντούσε προβλήματα συνταγματικής υφής. Και τούτο, για τους ακόλουθους, καταρχήν, λόγους: το γεγονός ότι στην Ελλάδα γάμος τελείται «παραδοσιακά» μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου δεν το μετατρέπει -άνευ άλλου- και σε θεσμό που θα πρέπει να παραμένει ως έχει εις το διηνεκές. Ούτε, βέβαια, και το επιχείρημα της δήθεν προσβολής της «ιερότητας» του γάμου είναι ορθό, αφού αγνοεί παντελώς την εγκαθίδρυση του πολιτικού τύπου γάμου ως ανεξάρτητου και ισότιμου συστατικού τύπου με τον θρησκευτικό. Εντέλει, εσφαλμένη είναι και η άποψη που συνδέει το γάμο με τη δυνατότητα, εκ μέρους του ζευγαριού, απόκτησης τέκνων, αφού πρόκειται για δύο διακριτά δικαιώματα: το αντίθετο δε θα λάμβανε καθόλου υπόψιν, το γεγονός ότι μπορούν να συνάψουν έγκυρο γάμο ζευγάρια, ανεξάρτητα από τη βιολογική δυνατότητά τους ή και την επιθυμία τους να τεκνοποιήσουν[3].

Αντίστοιχη συζήτηση προκάλεσε και η προώθηση του λεγόμενου «συμφώνου συμβίωσης». Εν προκειμένω, οι περισσότερες απόψεις –ακόμα και μεταξύ όσων ήταν καταρχήν αντίθετοι με το γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου– συμφωνούν ότι η καθιέρωσή του θα έδινε διέξοδο σε πολλά ομόφυλα ζευγάρια που θα επιθυμούσαν να προσδώσουν στη συντροφική τους σχέση μονιμότερες συνέπειες. Και τούτο, με τη σκέψη ότι σήμερα η συμβίωση χωρίς νομικό δεσμό δεν εγγυάται λ.χ. δικαιώματα διατροφής και ασφάλισης, δεν προβλέπει κληρονομικά δικαιώματα και δεν ρυθμίζει τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συμβιούντων[4].

Στη συζήτηση δεν άργησε να παρέμβει η Εκκλησία: η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, ενδίδοντας στις ακραίες και αδιάλλακτες στάσεις ιεραρχών, έκανε λόγο για νομιμοποίηση της «πορνείας»[5], ενώ ο Μητροπολίτης Πειραιώς, κ. Σεραφείμ «δυναμίτισε» ακόμα περισσότερο το κλίμα παρομοιάζοντας την ομοφυλοφιλία με «ψυχοσωματική και ψυχοπαθολογική εκτροπή» και εξομοιώνοντας το σύμφωνο συμβίωσης με νομιμοποίηση «του σαδομαζοχισμού, της ουρολαγνείας, της κοπρολαγνείας, της παιδοφιλίας [και] της νεκροφιλίας»[6].

Εντέλει, η κυβέρνηση προώθησε και η βουλή ψήφισε το νόμο 3719/2008 για το σύμφωνο συμβίωσης[7], χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα ομόφυλα ζευγάρια. Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου της αντιπολίτευσης ήταν ιδιαίτερα έντονες και επεσήμαναν ότι η εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του συνιστά διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων: αυτούς που μπορούν να συνάψουν τόσο γάμο όσο και σύμφωνο συμβίωσης (ετερόφυλα ζευγάρια) και αυτούς που αναγκάζονται να βρίσκονται στο περιθώριο (ομόφυλα ζευγάρια)[8].

Μήπως, όμως, όπως υποστήριξε η κυβέρνηση, η ελληνική κοινωνία δεν είναι «έτοιμη» ακόμα για ένα τέτοιο βήμα; Το εν λόγω επιχείρημα, το οποίο κατά καιρούς προβάλλεται προκειμένου να στερεί από μια κοινωνική ομάδα τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι υπόλοιποι (π.χ. το δικαίωμα ψήφου από τις γυναίκες), δεν έχει θέση σε μια κοινωνία που θέλει να είναι δημοκρατική και φιλελεύθερη. Αν όντως τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν λόγο ύπαρξης δεν μπορεί να συμψηφίζονται ή να παρακάμπτονται με συντηρητικά κλισέ, κάτω από το φόβητρο της αντίδρασης της Εκκλησίας και της μικροπολιτικής ψηφοθηρίας ή επειδή απλώς ορισμένοι «ενοχλούνται». Η ρύθμιση της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών είναι μια πραγματική ανάγκη, γεγονός που επιβεβαιώνεται αφενός μεν από τους αντίστοιχους νόμους των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, αφετέρου δε από τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού δικαίου περί εξάλειψης των διακρίσεων.

2. Η ευρωπαϊκή διάσταση

Προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των σχέσεων μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών συντείνει και η διεθνής συγκυρία: σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκτός από τα κράτη τα οποία έχουν ήδη επεκτείνει τη δυνατότητα σύναψης γάμου και σε ομόφυλα ζευγάρια (Ισπανία, Βέλγιο Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία), οι περισσότερες χώρες έχουν ρυθμίζει νομοθετικά τη συμβίωση μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες για την αναγνώριση της ελεύθερης συμβίωσης είτε αναφέρονται αποκλειστικά σε ομόφυλα ζευγάρια (Κροατία, Τσεχία, Δανία, Φιλανδία, Γερμανία, Ισλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο) είτε επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των σχετικών νόμων τόσο στα ομόφυλα όσο και στα ετερόφυλα ζευγάρια (Ανδόρα, Βέλγιο, Γαλλία, Ουγγαρία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία).

Αντίστοιχα, με μια σειρά αποφάσεών του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής, ΕυρΔΔΑ) έχει ήδη δικαιώσει ομοφυλόφιλους και ομόφυλα ζευγάρια, καταδικάζοντας εθνικές πρακτικές (νομοθετικές, διοικητικές και δικαστικές) διακρίσεων και έχει διαμορφώσει ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή προστασίας των δικαιωμάτων. Μελετώντας κανείς τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής, ΕΣΔΑ) δεν είναι ένα στατικό κείμενο, αλλά ένα «ζωντανό εργαλείο» προστασίας των δικαιωμάτων, το οποίο ερμηνεύεται υπό το φως των δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας.

Ήδη από το 1981, στην υπόθεση Dudgeon[9], το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλικής συνεύρεσης μεταξύ συναινούντων ενηλίκων είναι αντίθετη με το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο. Την ανωτέρω θέση επανέλαβε, μερικά χρόνια αργότερα στην απόφαση Norris κατά Ιρλανδίας[10] και Μοδινός κατά Κύπρου[11].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η μεταστροφή της νομολογίας του Στρασβούργου ως προς το ζήτημα της διαφοροποίησης της ηλικίας έγκυρης συγκατάθεσης σε σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων. Έτσι, αρχικά η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε δικαιώσει το γερμανικό κράτος, το οποίο υποστήριζε ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες συνιστούν κοινωνικό κίνδυνο, αφού αποτελούν ειδικότερη κοινωνική ομάδα με σαφή τάση στον «προσηλυτισμό» των νεαρών αγοριών, τα οποία ωριμάζουν αργότερα από τα κορίτσια και κατά τούτο κινδυνεύουν περισσότερο[12]. Εν συνέχεια το Δικαστήριο του Στρασβούργου όποτε ήρθε αντιμέτωπο με περιπτώσεις ποινικών νόμων οι οποίοι διέκριναν ως προς την ηλικία έγκυρης συγκατάθεσης, δεν δίστασε να διαπιστώσει παραβίαση της ΕΣΔΑ (άρθρα 8 και 14) και να καταδικάσει μια τέτοια διαφοροποίηση, η οποία «εμπεριέχει μια προδιατεθειμένη προκατάληψη υπέρ της ετεροφυλικής πλειοψηφίας ενάντια στην ομοφυλοφιλική μειοψηφία»[13].

Περαιτέρω, το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε, στην υπόθεση Smith and Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η απόταξη ομοφυλόφιλων αξιωματικών από τις Ένοπλες Δυνάμεις, αποκλειστικά λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, παραβιάζει την επιταγή σεβασμού του ιδιωτικού τους βίου[14].

Αν για τα ανωτέρω ζητήματα, η ευρωπαϊκή νομολογία έχει πλέον παγιωθεί και οι εθνικές αποκλίσεις καταδικάζονται απερίφραστα, τα πράγματα δεν είναι ακόμα τόσο ξεκάθαρα όσον αφορά το ζήτημα του γάμου και της συμβίωσης ομοφύλων.

Στην απόφαση Mata Estevez κατά Ισπανίας[15], το Δικαστήριο του Στρασβούργου τόνισε ότι μια συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου δεν συνιστά οικογενειακή ζωή (κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ). Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμίσουν –ή θα απέχουν από το να ρυθμίσουν- de facto συμβιώσεις ομοφύλων, δεδομένου ότι δεν υφίσταται ακόμα ένας κοινά αποδεκτός παρονομαστής. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Στρασβούργου, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση η απουσία ρύθμισης που να εξομοιώνει τη συμβίωση των ατόμων ιδίου φύλου με αυτή των ζευγαριών διαφορετικού φύλου.

Ήδη, εντούτοις, παρατηρείται μετακίνηση από την απόλυτη ως άνω θέση. Έτσι, στην υπόθεση Karner κατά Αυστρίας[16], το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την μεταφορά του μισθωτήριου συμβολαίου στον επιζώντα σύντροφο συνιστά δυσανάλογο μέτρο για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της παραδοσιακής οικογένειας, και κατά τούτο συνιστά παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης.

Η νομολογία του Δικαστηρίου είναι πιο επιφυλακτική όσον αφορά το δικαίωμα σύναψης γάμου. Έτσι, το ΕυρΔΔΑ έκρινε ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου δεν καλύπτεται από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το δικαίωμα σύναψης γάμου καταλαμβάνει μόνο τον «παραδοσιακό» γάμο μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μόνο αυτή η μορφή προστατεύεται μέχρι στιγμής από την ΕΣΔΑ και δεν αποτελούν προσβολή ούτε διακριτική μεταχείριση εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν το γάμο ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου. Εντούτοις, στις 27.1.2009 το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε παραδεκτή την προσφυγή δύο γαλλίδων οι οποίες διαμαρτύρονταν για την ακύρωση του γάμου τους από την γαλλική δικαιοσύνη και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει αργότερα επί της ουσίας[17].

Τέλος, εκδικάζοντας προσφυγή ομοφυλόφιλης νηπιαγωγού κατά της Γαλλίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απεφάνθη στις 22 Ιανουαρίου 2008 ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ατόμων ή η συμβίωση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο στην υιοθεσία[18]. Και το έπραξε αυτό, ανατρέποντας μια αντίθετη νομολογία πολλών ετών. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αναφορά στην ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στην απόφαση των γαλλικών αρχών να αρνηθούν να το αίτημά της για υιοθεσία. Υπό τα δεδομένα αυτά, το ΕυρΔΔΑ κατέληξε ότι η προσφεύγουσα υπέστη αθέμιτη διάκριση, καθ΄ ό μέτρο οι λόγοι απόρριψης της αίτησής της δεν βασίσθηκαν στην προσωπική ικανότητα της προσφεύγουσας να αναθρέψει ένα παιδί. Αντίθετα, βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στις σεξουαλικές της προτιμήσεις, πράγμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 14 και 8).

3. Αντί επιλόγου

Μελετώντας κανείς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθώς και τη νομοθεσία των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών παρατηρεί αφενός μεν μια βαθμιαία μεταστροφή στην εξέλιξη των αντιλήψεων στο πεδίο της «οικογένειας», αφετέρου δε μια προσπάθεια άρσης των αδικαιολόγητων διακρίσεων εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα αποφασίζει ακόμα μια φορά να «πρωτοτυπήσει»: κάτω από το φόβητρο της αντίδρασης της Εκκλησίας και άλλων συντηρητικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, η Ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες βουλευτές δεν ακολουθούν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τα κελεύσματα του ευρωπαϊκού δικαίου περί εξάλειψης των διακρίσεων. Αντίθετα, ψηφίζοντας το -μοναδικό παγκοσμίως- σύμφωνο συμβίωσης που δεν περιλαμβάνει τα ομόφυλα ζευγάρια, απέδειξαν –για ακόμα μια φορά- ότι πολύ συχνά η προσπάθεια προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις και υπονομεύεται στην πράξη από κοινωνικές αγκιστρώσεις που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.



[1] Σύμφωνα με την άποψη αυτή, όταν ο νομοθέτης τροποποιούσε το 1982 τον Αστικό Κώδικα είχε κατά νου μόνο το γάμο μεταξύ ετεροφύλων.

[2] Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου, απόφαση 114/2009.

[3] Βλ. μεταξύ άλλων τη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Ομίλου ‘Αριστόβουλος Μάνεσης’, www.manesis.blogspot.com.

[4] Βλ. ενδεικτικά τις από 14.7.2008 παρατηρήσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης, www.nchr.gr.

[5] Διαρκής Ιερά Σύνοδος, 17.3.2008.

[6] Καθημερινή της Κυριακής. 16.3.2008.

[7] Νόμος 37192008 «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 241).

[8] Πρακτικά Βουλής, Ολομέλεια 5.11.2008 και 11.11.2008.

[9] ΕυρΔΔΑ, Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 22.10.1981.

[10] ΕυρΔΔΑ, Norris κατά Ιρλανδίας, 26.10.1988.

[11] ΕυρΔΔΑ, Μοδινός κατά Κύπρου, 22.4.1993.

[12] Στην απόφαση Χ κατά Γερμανίας (αίτηση 5935/72, Yearbook XIX, 1976, 276), η Επιτροπή, ενώ διαπίστωσε διάκριση αντίθετη προς τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ, την έκρινε δικαιολογημένη για λόγους σχετικούς με την προστασία της ηθικής και των τρίτων.

[13] ΕυρΔΔΑ, L και V κατά Αυστρίας και S.L. κατά Αυστρίας, 9.4.2003. Η εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου αφορά άμεσα και την Ελλάδα, αφού το άρθρο 347 του Ποινικού μας Κώδικα προβαίνει σε αντίστοιχη διαφοροποίηση.

[14] ΕυρΔΔΑ, Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Lustig-Prean και Beckett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27.9.1999.

[15] ΕυρΔΔΑ, Mata Estevez κατά Ισπανίας, 10.5.2001.

[16] ΕυρΔΔΑ, Karner κατά Αυστρίας, 24.7.2003.

[17] Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και ο γαλλικός Αστικός Κώδικας δεν προβλέπει ρητά τη διαφορά φύλου στις προϋποθέσεις σύναψης γάμου.

[18] ΕυρΔΔΑ, Ε.Β. κατά Γαλλίας, 22.1.2008.